Έχουν περάσει ήδη επτά χρόνια από την Αραβική Άνοιξη, την αλυσιδωτή εξέγερση στη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική με αίτημα να μπει ένα τέλος σε δεκαετίες καταπίεσης από τα αυταρχικά καθεστώτα της περιοχής. Επτά χρόνια από το άνευ προηγουμένου κύμα λαϊκών διαμαρτυριών που ξεκίνησε στην Τυνησία και εντός λίγων εβδομάδων εξαπλώθηκε στην Αίγυπτο, την Υεμένη, τη Λιβύη, τη Συρία και αλλού.
Ήταν ο Τυνήσιος Μοχάμεντ Μπουαζίζι που αυτοπυρπολήθηκε το Δεκέμβριο του 2010 και άναψε τη φλόγα της Αραβικής Άνοιξης, γεννώντας την ελπίδα στους λαούς ότι η εξέγερση αυτή θα έφερνε πολιτική μεταρρύθμιση και κοινωνική δικαιοσύνη. Αρκετοί ήταν εκείνοι που ήλπιζαν ότι νέες κυβερνήσεις που θα πετύχαιναν ακριβώς αυτούς τους στόχους θα διαδέχονταν την Αραβική Άνοιξη. Σήμερα η πραγματικότητα όμως είναι πόλεμος, βία, καταστολή, διώξεις.
Τι απέγιναν όμως οι πέντε ισχυροί ηγέτες των χωρών που πήραν φωτιά όταν οι λαοί τους βγήκαν στους δρόμους του αραβικού κόσμου;
Ο ένας βρίσκεται σε εξορία, ο ένας φυλακίστηκε και πλέον ζει σε κατ’ οίκον περιορισμό. Ένας παραμένει στην εξουσία σε μια χώρα που σπαράσσεται από τον πόλεμο. Οι δύο βρήκαν σκληρό και βίαιο θάνατο. Ηγέτες χωρών που βρέθηκαν στο επίκεντρο της εξέγερσης που έμεινε γνωστή ως Αραβική Άνοιξη -Αίγυπτος, Λιβύη, Συρία, Τυνησία και Υεμένη. Σήμερα, μόνο μία από αυτές, η Τυνησία, έχει θεωρηθεί ως η μόνη επιτυχία των μαζικών διαδηλώσεων.
Έπειτα από σχεδόν 30 χρόνια, ο 89χρονος Χόσνι Μουμπάρακ εκδιώχθηκε από την εξουσία τον Φεβρουάριο του 2011. Άλλοτε σύμβολο ενός πανίσχυρου αραβικού ηγέτη, η πτώση του φάνηκε να σημαίνει μια νέα πολιτική αλλαγή. Ο Μουμπάρακ συνελήφθη και διώχθηκε με κατηγορίες για ανάμιξη στη δολοφονία διαδηλωτών και διαφθορά. Φωτογραφίες του κάποτε ισχυρού ηγέτη στη διάρκεια της δίκης με τον ίδιο πίσω από τα σίδερα έκαναν τον γύρο του κόσμου.
Η οργή του λαού απέναντι στον Μουμπάρακ ξεθύμανε, όμως, την ώρα που η Αίγυπτος βυθιζόταν σε μια νέα πολιτική αναταραχή: η ανατροπή του δημοκρατικά εκλεγμένου αλλά εξαιρετικά διχαστικού ισλαμιστή προέδρου Μοχάμεντ Μόρσι και η αντικατάστασή του από τον Αμπντέλ Φατάχ αλ-Σίσι, ένα πρώην ανώτατο στέλεχος των ενόπλων δυνάμεων της χώρας, που έχει κατηγορηθεί από τις οργανώσεις προάσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ότι έχει εγκαταστήσει ένα καθεστώς ακόμα πιο κατασταλτικό σε σύγκριση με εκείνο του Χόσνι Μουμπάρακ.
Τον περασμένο Μάρτιο, η κυβέρνηση αλ-Σίσι απελευθέρωσε τον Μουμπάρακ, ο οποίος παραμένει όμως υπό διερεύνηση για μια υπόθεση διαφθοράς και δεν μπορεί να φύγει από την Αίγυπτο. Ζει σήμερα σε μια φυλασσόμενη έπαυλη στο Κάιρο.
Ένας ιδιότροπος και αυταρχικός ηγέτης που χαρακτήρισε τον εαυτό του «βασιλιά των βασιλιάδων της Αφρικής», με το ιδιαίτερο ντύσιμό του, ο συνταγματάρχης Μουαμάρ αλ Καντάφι υπήρξε ηγέτης της Λιβύης για περισσότερα από 40 χρόνια. Η ανατροπή του ήρθε τον Αύγουστο του 2011, σε μια εξέγερση που πραγματοποιήθηκε με τη συνδρομή αεροσκαφών του ΝΑΤΟ.
Ο θάνατός του ήρθε δύο μήνες αργότερα, στην ηλικία των 69 ετών, και το τέλος του σφραγίστηκε μαζί με την πτώση της γενέτειράς του, Σύρτης, στα χέρια της νέας ηγεσίας της Λιβύης. Οι φωτογραφίες που απεικόνιζαν τον Μουαμάρ Καντάφι νεκρό μεταδόθηκαν διεθνώς. Ο 20χρονος Μοχάμεντ αλ-Μπίμπι δήλωνε ότι ήταν αυτός που βρήκε τον Καντάφι στο λαγούμι στο κέντρο της Σύρτης και ο συνταγματάρχης ικέτεψε «μην πυροβολείτε».
Έκτοτε η Λιβύη αποτελεί μια βαθιά διχασμένη χώρα. Εγκλήματα πολέμου και σοβαρές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων διαπράττονται από όλες τις πλευρές και η χώρα αποτελεί έναν «παράδεισο» για τους διακινητές που εκμεταλλεύονται πρόσφυγες και μετανάστες που αναζητούν μια ασφαλή μετάβαση στην Ευρώπη.
Ο 81χρονος Ζιν ελ Αμπιντίν Μπεν Αλί, ο πρώτος δικτάτορας που εκδιώχθηκε από την εξουσία, κατηγορήθηκε για τη χλιδάτη ζωή του και το διεφθαρμένο καθεστώς του. Μια εικόνα που ερχόταν σε αντίθεση με τον καθημερινό αγώνα των Τυνήσιων, που αποτυπώθηκε και εκφράστηκε μέσω της θυσίας του πλανόδιου πωλητή Μοχάμεντ Μπουαζίζι, ο οποίος αυτοπυρπολήθηκε στις 17 Δεκεμβρίου 2010 στην πόλη Σίντι Μπουζίντ.
Ο Μπεν Άλι εγκατέλειψε την Τυνησία, συνοδευόμενος από την οικογένειά του, για τη Σαουδική Αραβία τον Ιανουάριο του 2011, όπου η κυβέρνηση του έχει επιτρέψει να ζει μια ήσυχη ζωή και έχει απορρίψει τα αιτήματα των Τυνήσιων για την έκδοσή του.
Έπειτα από το τέλος της 23χρονης απολυταρχικής διακυβέρνησης του Μπεν Αλί, η Τυνησία έχει δεχθεί επαίνους για τη δημοκρατική της μετάβαση. Η ανεργία και η φτώχεια ήταν στο επίκεντρο της εξέγερσης που ανέτρεψε το πρώην καθεστώς, αλλά τα ποσοστά ανεργίας παραμένουν υψηλά. Πολλοί είναι οι πολίτες που εκφράζουν απογοήτευση για την έλλειψη οικονομικών ευκαιριών, αλλά και από το γεγονός ότι έχει επιτραπεί σε κάποιους από τους αξιωματούχους του πρώην καθεστώτος να επιστρέψουν στη δημόσια ζωή.
Η οικονομική δυσπραγία και η απόγνωση που συνέβαλαν στο ξέσπασμα της εξέγερσης εναντίον του Μπεν Άλι το 2011 συνεχίζουν να κάνουν τον πληθυσμό να βράζει, ειδικά σε περιθωριοποιημένες περιοχές στην κεντρική και νότια Τυνησία, όπου οι άνεργοι νέοι λένε πως δεν τους παρουσιάζονται παρά ελάχιστες ευκαιρίες.
Πρώην στρατιωτικός, έγινε πρόεδρος της Βόρειας Υεμένης το 1978 έπειτα από ένα πραξικόπημα, αλλά, όταν βορράς και νότος επανενώθηκαν το 1990, εξελέγη ο πρώτος πρόεδρος της νέας χώρας. Κάποτε μάλιστα ο ίδιος παρομοίασε την εξουσία με «ένα χορό σε κεφάλια φιδιών».
Η είδηση της δολοφονίας του 75χρονου πρώην προέδρου την περασμένη εβδομάδα ενδέχεται να αποτελέσει σημείο καμπής στον πόλεμο που μαίνεται στη χώρα από το 2012, μετά την αποχώρησή του από την εξουσία του φτωχότερου έθνους του αραβικού κόσμου. Ο Σάλεχ σκοτώθηκε την προηγούμενη Δευτέρα, λίγες ημέρες αφότου διέκοψε τη συνεργασία του με τους αντάρτες Χούτι, γεγονός που οδήγησε στο ξέσπασμα σφοδρών, πολύνεκρων συγκρούσεων στην πρωτεύουσα Σαναά.
Ακόμη και μετά την αποχώρησή του από την εξουσία το 2012, έπειτα από τρεις δεκαετίες στην εξουσία, ο Σάλεχ παρέμεινε μια ισχυρή πολιτική προσωπικότητα στη χώρα του. Το 2014 ξεκίνησε μία δύσκολη συμμαχία με τους πρώην εχθρούς του τους Χούτι προκειμένου να διευκολύνει την προσπάθειά τους να καταλάβουν τη Σαναά, πρωτεύουσα της χώρας.
Θεωρήθηκε όμως ότι άλλαξε και πάλι πλευρά και αναζητούσε τρόπο να ξεκινήσει διάλογο με τους Σαουδάραβες και τους συμμάχους τους, προδίδοντας τους Χούτι, που στηρίζονται από το Ιράν.
Διαψεύδοντας τις προβλέψεις δυτικών ηγετών ότι επρόκειτο να είναι ο επόμενος ηγέτης του αραβικού κόσμου που θα εκδιωχθεί από την εξουσία, ο Μπασάρ αλ Άσαντ παραμένει στην εξουσία, παρά την εξέγερση του 2011, τον τρομακτικό εμφύλιο πόλεμο που σπαράσσει και καταστρέψει ολοκληρωτικά τη χώρα, δημιουργώντας εκατομμύρια προσφύγων που αναζητούν την ασφάλεια μακριά από τη βία και τον θάνατο.
Με τη στήριξη της Ρωσίας και του Ιράν, οι δυνάμεις του 52χρονου πρώην οφθαλμίατρου Μπασάρ αλ Άσαντ, έχουν επανακαταλάβει σημαντικά τμήματα της χώρας που κατείχαν προηγουμένως αντικαθεστωτικοί και τζιχαντιστές. Η χώρα του όμως έχει μετατραπεί σε ερείπια και οι υπολογισμοί του ΟΗΕ αναφέρουν πως η ανοικοδόμησή της θα κοστίσει περισσότερα από 250 δισεκατομμύρια δολάρια. Οι διαπραγματεύσεις για τον τερματισμό του πολέμου παραμένουν δύσκολες, χωρίς να υπάρχει μια ξεκάθαρη εικόνα για τον μελλοντικό ρόλο του ίδιου του Άσαντ.