Ο Σεβασμιότατος πατέρας Πέτρος Στεφάνου είναι ο Καθολικός Επίσκοπος Σύρου-Θήρας και Αποστολικός Τοποτηρητής της Καθολικής Επισκοπής Κρήτης. Σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Οικονομικών και Εμπορικών Επιστημών (ΑΣΟΕΕ) και μετά από τη στρατιωτική του θητεία ακολούθησε το Ιερατικό Στάδιο, σπουδάζοντας Θεολογία και Φιλοσοφία στο Θεολογικό Πανεπιστήμιο της Πάντοβας-Ιταλίας. Σε ηλικία 51 ετών, κλήθηκε να διαδεχθεί τον προκάτοχό του, Σεβασμιότατο Επίσκοπο πατέρα Φραγκίσκο Παπαμανώλη, αναλαμβάνοντας τα καθήκοντα του Επισκόπου Σύρου, Θήρας και Αποστολικού Τοποτηρητή της Καθολικής Επισκοπής Κρήτης. Ο ίδιος μιλάει για τη διαδοχή των Επισκόπων στην Καθολική Εκκλησία στο 75ο έτος της ηλικία τους, σε αντίθεση με τους Αδελφούς Ορθόδοξους Μητροπολίτες, των οποίων η θητεία είναι ισόβια. Σχετικά με τη δημιουργία του τεμένους στο Βοτανικό, υποστηρίζει πως οι Μουσουλμάνοι πρέπει να έχουν το δικό τους χώρο λατρείας στην Ελλάδα, αρκεί να σέβονται τις θρησκευτικές εκδηλώσεις, ήθη και έθιμα των Ελλήνων. Όταν η συζήτηση περιστρέφεται γύρω από τον διαφορετικό σεξουαλικό προσανατολισμό κάποιων ανθρώπων, ο ίδιος εκφράζει την ανοχή του προς αυτόν, επικαλούμενος τη φράση του Πάπα Φραγκίσκου, που είπε απευθυνόμενος προς τους δημοσιογράφους: «Ποιος είμαι εγώ για να κρίνω τους ομοφυλόφιλους;». Διαβάστε τη συνέντευξη του Καθολικού Επισκόπου Σύρου – Θήρας – Κρήτης Σεβασμιότατου πατέρα Πέτρου Στεφάνου, στο newsbeast.gr: [sidequote]Πιστεύω ότι οι Μουσουλμάνοι πρέπει να έχουν το δικό τους χώρο λατρείας, ο οποίος θα είναι επίσημος και αναγνωρισμένος από το ελληνικό Κράτος. Και εκείνοι από την πλευρά τους οφείλουν να σέβονται τους νόμους της Πολιτείας[/sidequote] – Σεβασμιότατε, η Καθολική Επισκοπή στη Σύρο μετράει πολλά χρόνια παρουσίας, από τις αρχές του 1200. Τι ήταν αυτό που έφερε την Καθολική Επισκοπή στο νησί; Γύρω στο 1204 πραγματοποιήθηκε η 4η Σταυροφορία. Όπως γνωρίζουμε, πολλοί από τους σταυροφόρους -Καθολικού Δόγματος- κατέληξαν στις Κυκλάδες, όπου και εγκαταστάθηκαν. Όπως συμβαίνει σε κάθε περίπτωση, η Εκκλησία όταν διαπιστώνει ότι σε κάποια μέρη υπάρχουν πιστοί της, ιδρύει μια Επισκοπή. Το ίδιο συνέβη και εδώ. Δεδομένου ότι η Νάξος ήταν έδρα του Δόγη της εποχής, έγινε Αρχιεπισκοπή και Μητρόπολη παντός Αιγαίου. Έθεσε υπό την επίβλεψή της τις Επισκοπές της Σύρου, της Σίφνου, της Μήλου, της Χίου, της Σαντορίνης, της Πάρου, της Κρήτης και άλλων νησιών. Μερικές από τις Επισκοπές -μικρότερου βεληνεκούς- απορροφήθηκαν στη διάρκεια των ετών. Η Καθολική Επισκοπή Σύρου είναι από τις λίγες που υπάρχουν και σήμερα, με σημαντική παρουσία στο πέρασμα των αιώνων. – Στην Καθολική Επισκοπή Σύρου, σε σχέση με την Ορθόδοξη Μητρόπολη Σύρου, ποια είναι περίπου η πληθυσμιακή αναλογία του Καθολικού στοιχείου; Στο σύνολο των κατοίκων του νησιού, το 35% είναι Χριστιανοί Καθολικοί και μειώνεται σιγά σιγά αυτό το ποσοστό. Τα τελευταία χρόνια, αυξάνεται ο αριθμός των κατοίκων της Σύρου κυρίως από επισκέπτες ή εργαζόμενους οι οποίοι επιλέγουν να ζήσουν για πάντα στο νησί μας, γι’ αυτό και έχει αλλάξει η αναλογία μεταξύ των πιστών των δυο Χριστιανικών Δογμάτων. Παλαιότερα οι Χριστιανοί Καθολικοί ήταν πολλοί περισσότεροι, αριθμητικά, σε σχέση με τους Χριστιανούς Ορθόδοξους. Ωστόσο, οι αριθμοί δεν μας απασχολούν. Ως Καθολική Εκκλησία στη Σύρο δεν έχουμε σκοπό ή στόχο τον προσηλυτισμό αλλά την ποιμαντική διακονία των πιστών μας. – Η αλήθεια είναι ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία προβάλλεται και ακούγεται περισσότερο, δεδομένου ότι αποτελεί την επίσημη θρησκεία του Κράτους. Πώς μπορεί, λοιπόν, κάποιος να γνωρίζει κάτι περισσότερο για την Καθολική Εκκλησία στην Ελλάδα και τους Ποιμένες της, δεδομένου ότι έχετε πολύ πιο περιορισμένη παρουσία; Είναι γεγονός ότι η Καθολική Εκκλησία αριθμεί πολύ λίγα μέλη στην Ελλάδα. Είμαστε γύρω στις 50.000 οι Χριστιανοί Καθολικοί, οι οποίοι γεννηθήκαμε και ζούσαμε στην Ελλάδα έως και το 1990. Από τότε η Ελλάδα δέχτηκε, αρχικά, κάποια κύματα πολιτικών προσφύγων και μεταναστών από τις Βαλκανικές Χώρες, καθώς και από άλλες Χώρες της Ευρώπης. Τελευταία υποδεχόμαστε και άλλα άτομα είτε από τη Μέση Ανατολή, είτε από την Αφρική. Ανάμεσα στους πρόσφυγες υπάρχουν πολλοί Χριστιανοί Καθολικοί, γεγονός που έχει συμβάλλει στην αύξηση του πληθυσμού των Καθολικών σε, περίπου, 400.000 άτομα. Για να ανταποκριθούμε, πλέον, στις ανάγκες των Καθολικών που ήρθαν στην Ελλάδα, χρειάστηκε να βρούμε νέους Ιερείς την τελευταία δεκαπενταετία. Ταυτόχρονα δημιουργήσαμε Ενορίες σε περιοχές που προϋπήρχαν ή δεν υπήρξαν ποτέ, όπως στη Χίο, στην Ιεράπετρα, στη Λάρισα, στην Αλεξανδρούπολη. Επομένως έχουμε φτάσει στο σημείο οι μισοί Καθολικοί Ιερείς να είναι Έλληνες και οι υπόλοιποι να προέρχονται από διάφορες περιοχές του κόσμου, οι οποίοι μαθαίνουν ελληνικά για να εξυπηρετούν τις ανάγκες των Καθολικών της Χώρας. – Δεδομένου ότι αποτελείτε μειοψηφική θρησκευτική κοινότητα στην Ελλάδα, όπως και οι Μουσουλμάνοι, θα ήθελα να μου πείτε την άποψή σας σχετικά με τη δημιουργία του Τεμένους στο Βοτανικό. Συμφωνείτε ή διαφωνείτε; «Πιστεύω ότι οι Μουσουλμάνοι πρέπει να έχουν το δικό τους χώρο λατρείας, ο οποίος θα είναι επίσημος και αναγνωρισμένος από το ελληνικό Κράτος. Και εκείνοι από την πλευρά τους οφείλουν να σέβονται τους νόμους της Πολιτείας, και να αναγνωρίσουν ότι βρίσκονται σε ένα Κράτος που κυριαρχεί η χριστιανική πίστη. Να δέχονται τα έθιμα και τις εκφράσεις λατρείας και πίστης των Ελλήνων. Επίσης, πρέπει να ισχύει και η αρχή της ανταποδοτικότητας. Δεχόμαστε να υπάρχει το Τζαμί στην Αθήνα, αντίστοιχα όμως και οι Μουσουλμάνοι θα πρέπει να δέχονται τους Χριστιανικούς Ναούς και τους Χριστιανούς Ιερείς στα δικά τους Κράτη, καθότι υπάρχουν Χώρες όπου η χριστιανική δράση είναι περιορισμένη λόγω καθεστώτος. Σε πολλά Κράτη, για παράδειγμα, μεταξύ των οποίων και η Ιταλία, για την οποία γνωρίζω αρκετά πράγματα, οι Χριστιανοί σκέφτονται ακόμα και σε ποιο σημείο θα πρέπει να τοποθετήσουν τη χριστουγεννιάτικη φάτνη, προκειμένου να μην ενοχλήσουν τους Μουσουλμάνους. Επομένως, υποδεχόμαστε και αγαπάμε τους Μουσουλμάνους που έρχονται στην Ελλάδα, αλλά θα πρέπει κι εκείνοι να σεβαστούν αυτό ακριβώς που σας προανέφερα.» – Ένα βασικό ζήτημα κατά την άποψή μου, στο οποίο διαφέρουν οι Καθολικοί από τους Ορθόδοξους, είναι το γεγονός ότι οι ανώτεροι και ανώτατοι αξιωματούχοι της Καθολικής Εκκλησίας αντικαθίστανται όταν συμπληρώσουν ένα συγκεκριμένο όριο ηλικίας. «Είναι γεγονός ότι στην Καθολική Εκκλησία εφαρμόζεται το όριο ηλικίας για όσους κατέχουν θέσεις ευθύνης, το οποίο είναι τα 75ο έτος. Τότε είμαστε υποχρεωμένοι να υποβάλλουμε παραίτηση, η οποία γίνεται δεκτή από τη διοίκηση της Καθολικής Εκκλησίας. Σύμφωνα με τη διαδικασία, όταν κάποιος συμπληρώσει το όριο ηλικίας, αναζητείται ο διάδοχός του». – Ποιος αποφασίζει για το ποιος θα είναι ο διάδοχος; «Η διαδικασία είναι αρκετά περίπλοκη. Η Σύνοδος των Επισκόπων κρίνει ποιοι πληρούν συγκεκριμένα κριτήρια για να προαχθούν σε Επίσκοπο. Για παράδειγμα, για να μπορέσει κάποιος να γίνει Επίσκοπος, πρέπει να έχει πτυχίο θεολογίας, οπότε μπορούμε να πούμε ότι όλοι οι Ιερείς μπορούν να είναι υποψήφιοι. Επίσης, λαμβάνεται υπόψη η ηλικία, με ελάχιστο όριο τα 40 έτη. Απαραίτητο είναι επίσης οι υποψήφιοι να διάγουν υποδειγματική ζωή, ενώ θεωρείται προσόν για κάποιον να είναι κάτοχος διδακτορικού διπλώματος. Επί της ουσίας, ο υποψήφιος αναζητείται μέσα από έναν κατάλογο Ιερέων, ο οποίος καταρτίζεται με τη σύμφωνη γνώμη και άλλων Ιερέων, Μοναχών ή και Λαϊκών. Ερωτώνται άτομα που βρίσκονται πολύ κοντά στην Εκκλησία. Η διαδικασία μπορεί να διαρκέσει από μήνες έως και χρόνια, για να καταλήξουν οι αρμόδιοι σε τρεις υποψήφιους (τριπρόσωπο). Στη συνέχεια η Σύνοδος των Επισκόπων, λαβαίνοντας υπόψη τα συνοδευτικά έγγραφα, αποφασίζει για την επιλογή του υποψήφιου τον οποίο ο Πάπας ονομάζει Επίσκοπο. Η απόφαση ανακοινώνεται στον εψηφισμένο Επίσκοπο, χωρίς βεβαίως να αποκλείεται η περίπτωση να μη δεχτεί την εκλογή του». [sidequote]Η κρίση δεν είναι μόνο οικονομική. Είναι και κρίση αξιών. Ήταν ένα ψέμα που ζήσαμε για μερικά χρόνια…[/sidequote] – Ως προς την αγαμία των κληρικών, ισχύει κάτι ανάλογο με αυτό που ισχύει στην Ορθόδοξη Εκκλησία; «Για όποιον επιλέξει να γίνει Ιερέας στην Καθολική Εκκλησία και αισθάνεται το κάλεσμα από το Θεό, δεν υπάρχει άλλη επιλογή πέραν από την αγαμία. Στην Αδελφή Ορθόδοξη Εκκλησία υπάρχει το δικαίωμα να είναι κάποιος άγαμος ή έγγαμος Κληρικός. Αντιθέτως στην Καθολική Εκκλησία όλοι οι Ιερείς είναι άγαμοι, γι’ αυτό και όλοι τους μπορούν να είναι υποψήφιοι για το Επισκοπικό Αξίωμα». – Γιατί ακολουθήσατε το δρόμο της Ιεροσύνης; Επρόκειτο για ένα συγκεκριμένο γεγονός για εσάς; «Ζούσα πάντοτε κοντά στην Εκκλησία και ήμουν παρών στις σημαντικές της στιγμές. Γνώριζα τους Ιερείς και αφού τελείωσα το Λύκειο σπούδασα στην Ανωτάτη Εμπορική, σημερινή ΑΣΟΕΕ. Κατά την παραμονή μου στην Αθήνα διέμενα σε μια Εστία, την οποία διηύθυναν Ιησουίτες Μοναχοί. Γνωρίζοντας τη ζωή και το έργο των Ιερομονάχων, γεννήθηκε μέσα μου η βαθιά επιθυμία να ακολουθήσω κι εγώ έναν τέτοιο δρόμο, παρά το γεγονός ότι μου άρεσε πάρα πολύ η επιστήμη που σπούδασα, τα οικονομικά. Όταν τελείωσα το οικονομικό Πανεπιστήμιο είδα ότι το ενδιαφέρον μου για την Ιεροσύνη ήταν σοβαρό. Έτσι απευθύνθηκα στον Σεβασμιότατο Επίσκοπο Σύρου, στον οποίο εξέφρασα το ενδιαφέρον μου και την επιθυμία μου. Στη συνέχεια πήγα στην Ιταλία για θεολογικές και φιλοσοφικές σπουδές». – Αφήσατε την επιστήμη του παρόντος και του μέλλοντος, για να ακολουθήσετε την κλήση της καρδιάς σας… «Ας πούμε πως έγινε κάπως έτσι. Όταν αποπεράτωσα τις σπουδές μου στην Ιταλία, επέστρεψα στη Σύρο. Το 1994 χειροτονήθηκα Διάκονος από τον Σεβασμιότατο Επίσκοπό μου πατέρα Φραγκίσκο και στις 15-7-1995, από τον ίδιο Επίσκοπο, χειροτονήθηκα Ιερέας και ο οποίος στη συνέχεια με διόρισε Εφημέριο σε δυο Ενορίες της Καθολικής Επισκοπής: Του Αγίου Πέτρου Αποστόλου, στην Ποσειδωνία και του Αγίου Ιωσήφ, στο Βήσσα. Κατά τη διάρκεια της θητείας μου ως Εφημέριος, μου ζητήθηκε να γίνω Επίσκοπος. Χειροτονήθηκα Επίσκοπος τον Ιούλιο του 2014. – Φαντάζομαι ότι παρακολουθείτε την επικαιρότητα και τα πολιτικά πράγματα. Πιστεύετε ότι η κρίση, την οποία ζούμε τα τελευταία χρόνια, είναι θεσμική ή αξιακή; Ερωτώ, γιατί πολλοί συνεχίζουν να επιρρίπτουν την ευθύνη αποκλειστικά στους πολιτικούς. Εμείς δεν φταίμε πουθενά; «Η κρίση δεν είναι μόνο οικονομική. Είναι και κρίση αξιών. Δυστυχώς διαπιστώνουμε ότι, παρά την προσπάθεια όλων στην Ελλάδα, αλλά και στην Ευρώπη, να υπάρξει οικονομική ανάπτυξη, δεν ήταν αληθινή σε όλα τα Κράτη. Κάτι ανάλογο συνέβη και στην περίπτωση της Ελλάδας. Ήταν ένα ψέμα που ζήσαμε για μερικά χρόνια. Όταν ήρθε η ώρα να πούμε τα πράγματα με το όνομά τους, διαπιστώσαμε πως στην Ελλάδα, παρά το γεγονός ότι ζήσαμε μεγάλη οικονομική ανάπτυξη, αυτή δεν βασίστηκε στην πραγματική οικονομία, δεν υλοποιήθηκαν βαθιές μεταρρυθμίσεις, δεν προσπάθησαν εκείνοι που θα έπρεπε, να στήσουν μια κοινωνία στέρεη, που να έχει μέλλον. Στηριχθήκαμε σε χρήματα άλλων, και όταν χρειάστηκε να πληρώσουμε το λογαριασμό, δεν έβγαιναν οι αριθμοί. Και φυσικά ζήσαμε πάνω σε μία φούσκα. Θυμάμαι, βεβαίως, τη φούσκα του χρηματιστηρίου και κατόπιν τη φούσκα της οικονομίας. Οι Ολυμπιακοί Αγώνες που ακολούθησαν, κόστισαν το διπλάσιο και το τριπλάσιο σε σχέση με τον αρχικό προϋπολογισμό. Ταυτόχρονα είδαμε τους επικεφαλής όλων των παρατάξεων να μην αξιοποιούν τα ακίνητα των Ολυμπιακών Αγώνων, τα οποία σαπίζουν, να μην αξιοποιούν το χώρο του Ελληνικού, για τον οποίο ερίζουν για το πόσα στρέμματα θα γίνουν δάσος ή όχι. Υπάρχει μια ανικανότητα των κρατούντων να μας πουν την αλήθεια και να οδηγήσουν τη Χώρα μας σε μια ουσιαστική οικονομική αναπτυξιακή πορεία. Το μόνο που θέλουμε είναι να βγαίνουμε, χωρίς κόπο, από κάθε δύσκολη κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε. Και για όλα φταίνε οι άλλοι. Οι Γερμανοί, οι Αμερικανοί, οι Γάλλοι… Ποτέ δεν φταίμε εμείς». – Τι θα αλλάζατε σε σχέση με την εκπαίδευση των Ελλήνων, δεδομένου ότι και εσείς έχετε υπηρετήσει στη δημόσια εκπαίδευση; «Θα έπρεπε να δώσουμε στα παιδιά τη δυνατότητα να αναπτύξουν κριτική σκέψη, με καλή γνώση της ελληνικής ιστορίας και γλώσσας. Έτσι θα μπορέσουν, στη συνέχεια, αξιοποιώντας την εμπειρία τους, να ζήσουν ως χρήσιμοι και χρηστοί πολίτες. Δυστυχώς, οι συνεχείς αλλαγές στους νόμους που αφορούν στην Παιδεία, δεν αφήνουν στους εκπαιδευτικούς το περιθώριο να προετοιμαστούν γι’ αυτές, ούτε όμως και στα παιδιά. Η ίδια αστάθεια και πολυνομία παρατηρείται και σε άλλους τομείς, όπως τη φορολογία. Κάθε έξι μήνες αλλάζει ο φορολογικός νόμος». [sidequote]Οι Ιερείς πηγαίνουν κοντά στους πιστούς. Το ότι αυτό δεν γίνεται γνωστό, ίσως να οφείλεται στο ότι δεν αποτελεί είδηση [/sidequote] – Ποια είναι η στάση σας απέναντι στη διαφορετική σεξουαλική προσέγγιση του ατόμου; «Η Εκκλησία σέβεται και αγαπά όσους διαφέρουν και θέλει να τους βοηθήσει με κάθε τρόπο. Ωστόσο η διδασκαλία της Εκκλησίας δεν αλλάζει. Δε βασίζεται στις επιταγές της κοινωνίας, αλλά στην Αγία Γραφή και στην παράδοσή της ανά τους αιώνες. Αυτούς τους ανθρώπους η Εκκλησία τούς καλεί να είναι κοντά της. Οπωσδήποτε, όμως, η περίπτωση κάθε ανθρώπου είναι διαφορετική. Τα πάντα εξαρτώνται από το πώς ζει ο καθένας τον σεξουαλικό του προσανατολισμό και δεν ισχύει για όλους ένας γενικός κανόνας. Εάν εκείνοι σέβονται τους άλλους, την Εκκλησία και τους Κανόνες της, δεν νομίζω ότι υπάρχει λόγος διένεξης ή διαμάχης. Στις μεγάλες Εκκλησιαστικές Επαρχίες, υπάρχουν ειδικά γραφεία στις Επισκοπές, προορισμένα για να βοηθούν και να στηρίζουν αυτούς που αισθάνονται ότι ο σεξουαλικός τους προσανατολισμός διαφέρει. Τους ωθούν να ζήσουν χριστιανικά τη σεξουαλική τους διαφορετικότητα. Γνωρίζετε, ίσως, τι είχε πει ο Πάπας Φραγκίσκος, πριν από περίπου ένα χρόνο στη διάρκεια ενός αεροπορικού του ταξιδιού από τη Βραζιλία στο Βατικανό: «Ποιος είμαι εγώ για να κρίνω τους ομοφυλόφιλους;». Η Εκκλησία αναγνωρίζει ότι δεν ήταν επιλογή κάποιων η ομοφυλοφιλία. Επομένως πώς μπορεί η Εκκλησία να τους κατακρίνει γι’ αυτό;». – Πόσο κοντά πρέπει να βρίσκεται στον άνθρωπο ένας Ιερέας ; Σας ερωτώ καθ’ ότι έχουμε συνηθίσει να λέμε ότι ο πιστός πηγαίνει στην Εκκλησία, ωστόσο σπάνια βλέπουμε έναν Ιερέα να πηγαίνει στον πιστό… «Η Καθολική Εκκλησία, όπως και η Ορθόδοξη Εκκλησία θέλει και προσπαθεί να είναι κοντά στον άνθρωπο. Ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, όχι μόνο γιατί το αναφέρει ο Πάπας στις επιστολές και στις αποστολικές του παραινέσεις, αλλά γιατί έτσι είναι. Αυτό που προσπαθούμε όλοι είναι να βγούμε από τις Ενορίες μας και να πάμε προς αυτούς που ζουν μακριά από την Εκκλησία, είτε γιατί έχουν απογοητευθεί, είτε γιατί έχουν πληγωθεί από αυτήν. Η Εκκλησία αυτό θέλει να κάνει, να ξεφύγει από ό,τι συνήθιζε έως τώρα να κάνει. Να πλησιάσει τον άνθρωπο που υποφέρει, πονάει, αισθάνεται ξεχασμένος ή είναι απογοητευμένος. Η αλήθεια, πάντως είναι, ότι οι Ιερείς πηγαίνουν κοντά στους πιστούς. Το ότι αυτό δεν γίνεται γνωστό, ίσως να οφείλεται στο ότι δεν αποτελεί είδηση. Η Εκκλησία, άλλωστε, αναφέρεται σε όσους είναι βαπτισμένοι. Όλοι είναι παιδιά του Θεού και σε όλους θέλουμε να δώσουμε το χαρμόσυνο μήνυμα ότι ο Ιησούς Χριστός μάς αγαπά και μάς ευσπλαχνίζεται. Ότι είναι ο μοναδικός Σωτήρας του κόσμου».