Ένα δροσερό απογευματάκι στον σιδηροδρομικό σταθμό του Δουβλίνου, οι περίοικοι αντίκρισαν ξανά τον 86χρονο πια Chuck Feeney επιστρέφοντας από ένα από τα τελευταία του ταξίδια στο Λίμερικ της Ιρλανδίας. Εκεί στεγάζεται ένα από τα κληροδοτήματά του, το Πανεπιστήμιο του Λίμερικ, το οποίο φιλοξενεί 12.000 φοιτητές και υπάρχει μόνο χάρη στο όραμα του Feeney αλλά και τα 170 εκατ. δολάρια που έχει ξοδέψει όλα αυτά τα χρόνια για την ανώτατη εκπαίδευση των νιάτων της Ιρλανδίας. Όπως και κάθε άλλη φορά, ο ηλικιωμένος Νεοϋορκέζος, γέννημα-θρέμμα του Νιου Τζέρσεϊ, κατέβηκε από την οικονομική θέση του τρένου με την πλαστική σακούλα με τις εφημερίδες ανά χείρας. Δεν ξεχώριζε καν από το πλήθος, εκπρόσωποι της εργατικής τάξης οι περισσότεροι, και κανείς δεν θα τον αναγνώριζε, παρά το γεγονός ότι έχει κάνει για την Ιρλανδία περισσότερα από κάθε άλλον από την εποχή του Αγίου Πατρικίου ακόμα. Ο Feeney ξεγλίστρησε έξω από τον σταθμό παραμένοντας για άλλη μια φορά αθέατος. Έτσι όπως ακριβώς το θέλει δηλαδή εδώ και δεκαετίες. Η ιστορία του δεν είναι άλλη μια περιπέτεια αγαθοεργίας, αλλά μια πραγματική οδύσσεια να ξεφορτωθεί τα δισεκατομμύριά του κάνοντας καλό στην ανθρωπότητα. Τον λένε πια «Τζέιμς Μποντ της φιλανθρωπίας» και λειτουργεί ως πρότυπο για βαθύπλουτους όπως ο Μπιλ Γκέιτς και ο Γουόρεν Μπάφετ, που κάνουν το ίδιο λίγο πολύ, αν και αυτοί δεν προσπαθούν να μείνουν στον άσο διαθέτοντας το σύνολο της περιουσίας τους. Γιατί ο αγώνας του Feeney είχε αυτό ακριβώς ως στόχο και ήταν μάλιστα για δεκαετίες μυστικός! Εδώ και πάνω από 30 χρόνια, ο κροίσος όργωνε την οικουμένη με ένα κρυφό σχέδιο κατά νου: να χαρίσει τα 7,5 δισ. δολάρια της προσωπικής του περιουσίας, ένα τρελό ποσό που είχε μαζέψει πουλώντας αφορολόγητα αγαθά στην αυτοκρατορία του με τα duty-free shops. Κάποια στιγμή έφτιαξε ένα ίδρυμα, το Atlantic Philanthropies, το οποίο άρχισε να ξεκοκαλίζει τα τρελά ποσά του σε έργα εκπαίδευσης, επιστήμης, υγείας και ανθρωπίνων δικαιωμάτων παντού στον κόσμο, από τις ΗΠΑ, την Αυστραλία και την Ιρλανδία μέχρι το Βιετνάμ, τις Βερμούδες και τη Νότια Αφρική. Μέχρι τα τέλη του 2016, το ίδρυμά του τα είχε καταφέρει, δαπανώντας και τα τελευταία εκατοντάδες εκατομμύρια του ιδρυτή του. Τώρα άρχισε να αποσύρεται σιγά σιγά από τα κονδύλια που χρηματοδοτούσε όλα αυτά τα χρόνια, καθώς τα ταμεία του άδειαζαν με γοργούς ρυθμούς. Σύμφωνα ακριβώς με το σχέδιο του Feeney δηλαδή, ο οποίος θέλησε να χαρίσει την περιουσία του όντας ακόμα εν ζωή. Πολλοί λίγοι δισεκατομμυριούχοι έχουν δώσει περισσότερα και σίγουρα κανείς τους δεν τα έχει δώσει όλα. Το τελευταίο του δισεκατομμύριο (1,3 δισ., για να είμαστε ακριβείς) ξοδεύτηκε το 2016 και το ίδρυμα είναι τώρα σε διαδικασία νομικών εκκαθαρίσεων και απόσυρσης από διοικητικά συμβούλια και επιτροπές καταπιστευμάτων, κλείνοντας σταδιακά τις πύλες του μέχρι το 2020. Μέσα σε ένα περιβάλλον επιχειρηματικής ηθικής όπου οι μεγιστάνες του πλανήτη συνεχίζουν να συγκεντρώνουν με εμμονή όσα περισσότερα πλούτη μπορούν, ο Feeney έκανε υπερωρίες δουλεύοντας διπλοβάρδιες για να μείνει ταπί! Αυτή είναι η εντελώς ιδιαίτερη ιστορία του…
Πώς πήρε την απόφαση ζωής
Ο Chuck Feeney ένιωσε το κάλεσμα το 1984, καταμεσής μιας δεκαετίας που χαρακτηρίστηκε από την εξεζητημένη κατανάλωση και το κυνήγι του εύκολου πλουτισμού κοντολογίς, όταν μεταβίβασε δαιμονίως ολόκληρο το 38,75% του ποσοστού που κατείχε στον κολοσσό Duty Free Shoppers σε αυτό που θα γινόταν το φιλανθρωπικό ίδρυμα Atlantic Philanthropies. Αυτό που έκανε ουσιαστικά ο άνθρωπος που είδε τον τραπεζικό του λογαριασμό να πέφτει από τα 7,5 δισ. στα μόλις 2 εκατ. δολάρια (ποσό που συνεχίζει να πέφτει μέχρι να εκμηδενιστεί) είναι να χορηγεί μεγάλα ποσά σε μεγάλα προβλήματα, από το να φέρει την ειρήνη στη Βόρεια Ιρλανδία και να εκσυγχρονίσει το εθνικό σύστημα υγείας του Βιετνάμ μέχρι να μετατρέψει το ξεχασμένο νησάκι Ρούζβελτ της Νέας Υόρκης σε ισχυρό προπύργιο της βιομηχανίας της τεχνολογίας. Δεν ήθελε να περιμένει τον θάνατό του για να αρχίσει να κάνει τη διαφορά στον κόσμο, στήνοντας ένα κληροδότημα-βιτρίνα που θα έδινε ψίχουλα δεξιά και αριστερά. Όχι, ο Feeney είχε μπροστά του μια ανθρωπιστική αποστολή σπάνιας φύσης: κυνηγούσε εκείνους τους σκοπούς που θα είχαν δραστικές συνέπειες για τους ανθρώπους και έβαζε μέσα ό,τι είχε και δεν είχε. Και είχε πολλά, είναι η αλήθεια! «Ο Chuck Feeney είναι ένα αξιοσημείωτο παράδειγμα προς μίμηση και το απόλυτο ορόσημο του να δίνεις όσο ζεις», είπε γι’ αυτόν ο άνθρωπος που τον αναγνωρίζει ως έμπνευσή του, ο Μπιλ Γκέιτς. Και η αλήθεια είναι πως κατά τα πρώτα 15 χρόνια της ανθρωπιστικής του δράσης κρατούσε το πράγμα κρυφό και έφτανε μάλιστα πολύ μακριά για να είναι σίγουρος πως ο αγώνας του θα έμενε μυστικός. Την ώρα που οι άλλοι κροίσοι φροντίζουν να προσλάβουν μαρκετίστες και ειδικούς στις δημόσιες σχέσεις για να ακουστούν οι δωρεές τους στα πέρατα του κόσμου, καρφιτσώνοντας το όνομά τους πάνω στα κτίρια και τις μαρκίζες, ο Feeney είχε μια εμμονή να κρατιέται η δράση του μακριά από εφημερίδες και τηλεοράσεις. Οι περισσότεροι μάλιστα ευεργετημένοι του ιδρύματός του δεν ήξεραν καν από πού προέρχονταν οι καραβιές των χρημάτων που έμπαιναν στα ταμεία τους. Αυτοί που ήξεραν, είχαν πάρει όρκο ιερό να μην αποκαλύψουν ποτέ την ταυτότητα του μυστηριώδους ευεργέτη. «Έπρεπε να πείσω το διοικητικό συμβούλιο ότι τα χρήματα ήταν νόμιμα, ότι δεν προέρχονταν από αμφιλεγόμενη πηγή και δεν ήταν λεφτά της Μαφίας», δήλωσε χαρακτηριστικά ο πρώην πρόεδρος του φημισμένου Cornell University, πριν αναλάβει το τιμόνι του Atlantic Philanthropies. «Και ήταν πράγματι δύσκολο», σημειώνει με νόημα. Στο τέλος η ιστορία του άρχισε να γίνεται γνωστή, μιας και δεν σεβάστηκαν όλοι την απόφασή του να μην αποκαλυφθεί ο άγνωστος κροίσος που δαπανά δισεκατομμύρια στα μήκη και τα πλάτη της υφηλίου. Μερίδιο ευθύνης σε αυτό είχαν Μέσα με σημαντικό δημοσιογραφικό αντίκτυπο (όπως το «Forbes»), αν και ο διακαής πόθος του για ανωνυμία παρέμενε αρνούμενος διακριτικά οποιαδήποτε εμπλοκή με πράγματα και καταστάσεις. Μέχρι και το 2012 εξάλλου, όταν η ιστορία του είχε γίνει τελικά ευρύτερα γνωστή και ο ίδιος αναγκάστηκε να βγει, να παραδεχθεί την αλήθεια και να ενημερώσει πως μέχρι τα τέλη του 2016 η περιπέτειά του θα έχει πάρει τέλος ξοδεύοντας και το τελευταίο του δισεκατομμύριο, είχε δώσει μόλις μια χούφτα συνεντεύξεις. Τώρα που το πράγμα έφτανε στο τέλος του, εμφανιζόταν σαφώς πιο ομιλητικός, αν και πάλι προτιμά να στέλνει τους δημοσιογράφους και τους βιογράφους του μια βόλτα στους σκοπούς που χρηματοδοτούσε για τριάντα χρόνια, προτιμώντας να μιλά το έργο του αντί για το στόμα του. Όπως θα δούμε, αυτό που αποκαλύφθηκε ήταν μια παράξενη και γεμάτη αγάπη για τον άλλο ζωή…
Πώς χτίζεις μια τεράστια μηχανή παραγωγής χρήματος και την αποσυναρμολογείς μετά με τα χεράκια σου
Ο Αμερικανός ιρλανδικής καταγωγής Charles Francis «Chuck» Feeney μεγάλωσε στην ιρλανδική παροικία του εργατικού δήμου Elizabeth του Νιου Τζέρσεϊ μέσα στα χρόνια της Μεγάλης Ύφεσης. Αφού υπηρέτησε τη θητεία του στην Πολεμική Αεροπορία και πήρε μέρος στον Πόλεμο της Κορέας, σπούδασε ξενοδοχειακά στο Cornell και μετακόμισε μετά στη Γαλλία για να επεκτείνει τις ακαδημαϊκές του γνώσεις. Εκεί θα δει μια επαγγελματική ευκαιρία και θα ακούσει το ένστικτό του, ακολουθώντας πια το δρομολόγιο του ατλαντικού στόλου των ΗΠΑ και πουλώντας αφορολόγητο αλκοόλ στα ναυτάκια. Ο ανταγωνισμός ήταν βέβαια λυσσαλέος, εκείνος χρησιμοποίησε ωστόσο τη στρατιωτική του εμπειρία αλλά και το δαιμόνιό του για να αποκτά πρόσβαση πάνω στα πλοία και να παίρνει πληροφορίες για τον επόμενο σταθμό του στόλου. Ακόμα και με ιερόδουλες συνομιλούσε, που ήξεραν καλά το στρατιωτικό δρομολόγιο! Κάποια στιγμή έφερε και έναν συμφοιτητή του (Bob Miller) από το Cornell στη δουλειά και το δίδυμο άρχισε τώρα να πουλά από αρώματα και κοσμήματα μέχρι και αυτοκίνητα στους στρατευμένους και τους τουρίστες. Αργότερα στο άρμα θα προσδένονταν ως συνιδιοκτήτες ένας δικηγόρος (Tony Pilaro) και ένας λογιστής (Alan Parker), καθώς η δουλειά αυξανόταν και έπρεπε να γίνει περισσότερο επαγγελματικό το πλαίσιο. Το αποτέλεσμα; Μέχρι το 1964, η εταιρία τους Duty Free Shoppers είχε 200 υπαλλήλους και παρουσία σε 27 χώρες. Ήταν μια καλή επιχειρηματική ιδέα, σύντομα όμως η τουριστική έκρηξη της Ιαπωνίας θα μεταμόρφωνε την εταιριούλα σε έναν από τους πλέον επικερδείς λιανοπωλητές της Ιστορίας! Γιατί εκείνη τη χρονιά (1964), λίγο πριν από τους Ολυμπιακούς του Τόκιο, η Ιαπωνία απέσυρε τους ταξιδιωτικούς περιορισμούς στους κατοίκους της (που είχαν καθιερωθεί μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου ώστε να ξαναχτιστεί η χώρα) επιτρέποντας στους Ιάπωνες να βγουν ξανά εκτός χώρας. Όπως ξέρουμε, ορδές ιαπώνων τουριστών κατέκλυσαν τον κόσμο με άφθονο παραδάκι για ξόδεμα. Η Χαβάη και το Χονγκ Κονγκ είχαν την τιμητική τους κι εκεί έστρεψε τώρα ο Feeney την προσοχή του. Έχοντας μάθει μερικά κουτσογιαπωνέζικα στον στρατό, προσέλαβε ωραίες Γιαπωνεζούλες να δουλεύουν στα αφορολόγητα καταστήματά του, που πουλούσαν από κονιάκ και τσιγάρα μέχρι δερμάτινες γυναικείες τσάντες και άλλα ακριβά δωράκια, τα οποία αγόραζαν σαν τρελοί οι Ιάπωνες για να τα φέρουν πίσω στην πατρίδα. Σύντομα θα είχε στο μισθολόγιό του ακόμα και ξεναγούς, οι οποίοι άρπαζαν τα τουριστικά γκρουπ από το αεροδρόμιο και τα έφερναν βόλτες στα αφορολόγητα καταστήματά του πριν καν περάσουν από το λόμπι του ξενοδοχείου. Ήθελε να είναι το πρώτο μέρος που θα ξόδευαν τα λεφτά τους οι ολόφρεσκοι ιάπωνες τουρίστες! Αργότερα προσέλαβε ακόμα και αναλυτές για να προβλέψουν ποιες πόλεις θα κατακλυστούν μετά από τα κοπάδια των ταξιδιωτών από τη Χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου. Τα μαγαζιά του ξεπηδούσαν τώρα σαν μανιτάρια και εκτείνονταν από το Άνκορατζ και το Σαν Φρανσίσκο μέχρι το Γκουάμ και τη Σαϊπάν, το μικρό τροπικό νησάκι κοντά στην Ιαπωνία που θεωρούσε ο Feeney πως θα γινόταν ο επόμενος δημοφιλής προορισμός των Γιαπωνέζων. Μόνο που το νησί δεν είχε αεροδρόμιο, γι’ αυτό και ξόδεψε ο ασίγαστος επιχειρηματίας 5 εκατ. δολάρια για να του φτιάξει ένα! Με τέτοιες επιθετικές κινήσεις και μεγαλόπνοα πλάνα, η εταιρία του γιγαντώθηκε αστραπιαία. Ο ίδιος είδε την προσωπική του περιουσία να ακολουθεί το ίδιο μονοπάτι. Το 1967 έλαβε ετήσιο μέρισμα από το πακέτο του στην DFS της τάξης των 12.000 δολαρίων. Το αντίστοιχο μέρισμα για το 1977 ήταν 12 εκατ. δολάρια! Μέσα στην επόμενη δεκαετία, ο Feeney είδε τον λογαριασμό του να ανέρχεται στα 334 εκατ. δολάρια, τα οποία επένδυε πια στα πάντα, από ξενοδοχεία και αλυσίδες λιανεμπορίου μέχρι φίρμες ρούχων και επιχειρήσεις τεχνολογίας. Κρατούσε πάντοτε χαμηλό προφίλ, μόνο που τώρα το κομπόδεμά του παραήταν μεγάλο για να περνά στα «ψιλά» του επιχειρηματικού κόσμου. Κι έτσι το 1988 το «Forbes» φιλοξένησε ένα εκτεταμένο άρθρο που αποκάλυψε τόσο την τεράστια επιτυχία της DFS όσο και το άφθονο παραδάκι των τεσσάρων ιδιοκτητών. Η αλυσίδα είχε πια τζίρο πωλήσεων της τάξης του 1,6 δισ. δολαρίων τον χρόνο και σε πολλούς δείκτες ξεπερνούσε ακόμα και την Apple! «Η αντίδρασή μου ήταν ‘‘Ωχ! Πάει η κάλυψή μου’’», είπε χρόνια αργότερα ο Feeney, που δεν θεώρησε πάντως πως είχε γίνει καμιά ανεπανόρθωτη ζημιά στη δημόσια εικόνα του. Παρέμενε άγνωστος εν πολλοίς παρά το γεγονός ότι το έγκριτο περιοδικό τον έστεψε στην 31η θέση των πλουσιότερων Αμερικανών εκείνη τη χρονιά, με προσωπική περιουσία στα 1,3 δις. δολάρια. Μόνο που το «Forbes» έκανε δυο λαθάκια: πρώτον, η περιουσία του ήταν κατά πολύ μεγαλύτερη και, δεύτερον, δεν ήταν πια δική του!
Το όραμα ενός ανθρώπου να τα δώσει όλα και ο ωραίος αγώνας του
Μόνο ένας μικρός κύκλος ήξερε το δεύτερο αυτό μυστικό του Feeney, ότι ο ίδιος δεν είχε δηλαδή παρά λίγα εκατομμυριάκια στον προσωπικό του λογαριασμό! Εξαιρετικά λιτός στη ζωή του, δεν είχε άλλωστε τι να τα κάνει, αφού ούτε αυτοκίνητο δεν χρησιμοποιούσε. Την ώρα που η ομάδα του συναντιόταν με τον ίδιο τον Μάλκολμ Φορμπς για να θέσουν τα νούμερα στις σωστές τους διαστάσεις, ο ίδιος αποφάσισε να μην ασχοληθεί άλλο με τις τυπικότητες. Παράμεινε πάντως στη λίστα του «Forbes» μέχρι το 1996. Για να περιορίσει μάλιστα τους φόρους, μεταβίβασε το ιδιοκτησιακό καθεστώς ολόκληρου του ποσοστού του στο ίδρυμα Atlantic μέσω ενός περίπλοκου δικτύου παράκτιων εταιριών, καθώς δεν ήθελε να χαθεί σεντς από τη νέα αποστολή του. Συνέχισε φυσικά να αναπτύσσει την εταιρία του μέσω επιθετικών στρατηγικών και να οργώνει την οικουμένη κατακτώντας συνεχώς νέες αγορές και υπερνικώντας τον ανταγωνισμό, ό,τι έβγαζε πάντως δεν πήγαινε στα δικά του ταμεία. Λάτρευε να βγάζει λεφτά, μόνο που τώρα δεν τα χρειάζονταν για κείνον. Κι αυτό γιατί ήταν ευτυχισμένος και με λίγα πράγματα, έχοντας μεγαλώσει σε ένα ταπεινό σπιτικό της εργατικής τάξης και μη θέλοντας ποτέ τίποτα περισσότερο. Ανταγωνιστική φύση καθώς ήταν, η επιχειρηματική του ηθική ερχόταν σε τραγική αντίθεση με τις κινήσεις της προσωπικής του ζωής. «Δεν αντιπαθώ τα λεφτά, έχεις όμως μόνο τόσα λεφτά όσα μπορείς να χρησιμοποιήσεις», λέει ο ίδιος. Τώρα έβγαζε μάλιστα ακόμα περισσότερα για την DFS και το ίδρυμά του, καθώς στην τσέπη του δεν έμπαινε πια τίποτα. Διατήρησε τη θέση ευθύνης του στο διοικητικό συμβούλιο της εταιρίας καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990, τώρα όμως είχε μια νέα αποστολή στη ζωή. Γι’ αυτό και προσπάθησε να πείσει τους άλλους τρεις ιδιοκτήτες να πουλήσουν την DFS, κάτι που έμελλε να αποδειχθεί δύσκολο. Ελάχιστοι κολοσσοί θα μπορούσαν εξάλλου να την απορροφήσουν και ο Feeney είχε προκρίνει τον γαλλικό όμιλο LVMH του επίσης δισεκατομμυριούχου Bernard Arnault. Τα επόμενα δύο χρόνια ξοδεύτηκαν σε meetings και συμφωνίες και κόντρα συμφωνίες, καθώς το παιχνίδι της εξαγοράς αποδείχθηκε ιδιαιτέρως περίπλοκο. Μέσα στο κλίμα αυτό αποκαλύφθηκε το 1997 η πλήρης έκταση της φιλανθρωπικής δράσης του Feeney, όταν οι τρεις από τους τέσσερις μεγαλομετόχους της DFS πούλησαν τελικά τα πακέτα τους στην LVMH και έμαθε ο επιχειρηματικός κόσμος ότι το μέρισμα του Feeney των 1,6 δισ. δολαρίων μπήκε στα ταμεία όχι του ίδιου, αλλά του ιδρύματός του. Τώρα είχε χάσει την πολυπόθητη ανωνυμία των δωρεών του, απέκτησε όμως ένα νέο εργαλείο για τη φιλανθρωπική του δράση: το πιστό κοινό! Δύο από τους πλουσιότερους ανθρώπους του πλανήτη, οι Μπιλ Γκέιτς και Γουόρεν Μπάφετ, τον αναγνωρίζουν ως μέντορά τους και βασική πηγή έμπνευσης για τη δική τους πρωτοβουλία, η οποία μετρά πλέον περισσότερους από 90 από τους πλουσιότερους ανθρώπους του κόσμου που έχουν δεσμευτεί να δώσουν τη μισή τους περιουσία για κοινωφελείς σκοπούς.
Το Gates Foundation δουλεύει εξάλλου στα ίδια πρότυπα φιλανθρωπίας που έθεσε ο Feeney: επιλέγεις σκοπούς που θα μεγιστοποιήσουν τον αντίκτυπο κάθε δολαρίου που δίνεις, είτε μιλάμε για 250.000 δολάρια ανθρωπιστικής βοήθειας στην Αϊτή μετά τον σεισμό είτε για 290 εκατ. δολάρια για νέο ιατρικό κέντρο μέσα στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια στο Σαν Φρανσίσκο. Ο ίδιος δεν τα έδινε άλλωστε ελαφρά τη καρδία, κάνοντας τα ιδρύματα να μάχονται για τα λεφτά του παρουσιάζοντας λεπτομερή σχέδια για την απορρόφηση των κονδυλίων, με πλήρη μάλιστα διαφάνεια. Όποιο ίδρυμα ξεστράτιζε εξάλλου από τα συμφωνημένα, ο Feeney τού έκοβε τη χρηματοδότηση, επιλέγοντας σταδιακά σχέδια που θα μπορούσαν κάποια στιγμή να χρηματοδοτηθούν μόνα τους, ώστε να μη χρειάζονται οι εκάστοτε κοινωνικές ομάδες την ελεημοσύνη κανενός. Κι έτσι κατηύθυνε δισεκατομμύρια δολάρια σε πανεπιστημιακή έρευνα αιχμής στην Ιρλανδία και την Αυστραλία, θεωρώντας πως θα φτιάξει έτσι ένα εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό που θα αλλάξει τη μοίρα της χώρας. Η «Επιχείρηση Χαμόγελο», μια φιλανθρωπική δράση που χρηματοδοτεί επεμβάσεις για το παιδικό λυκόστομα στις αναπτυσσόμενες χώρες του κόσμου, παραμένει ένα από χαρακτηριστικά έργα του που έκαναν πράγματι τη διαφορά. Όπως τη μεγάλη διαφορά κάνει και ο τρόπος που χορηγεί ποσά, αναγκάζοντας κράτη και κυβερνήσεις να ακολουθήσουν το παράδειγμά του. Η περίπτωση της Ιρλανδίας είναι εδώ δηλωτική: ήταν το 1997 όταν ανακοίνωσε πως θα διαθέσει περισσότερα από 100 εκατ. δολάρια στα πανεπιστήμια της χώρας, μόνο όμως αν έβαζε και η κυβέρνηση το ίδιο ακριβώς ποσό. Έγινε φυσικά στη στιγμή, εκεί που πρωτύτερα δεν υπήρχε κρατικό φράγκο για την πανεπιστημιακή έρευνα.
Είναι όμως και το άλλο: δεν έχει μοστράρει πουθενά, σε κανένα νοσοκομείο, σχολείο ή βιβλιοθήκη που έχει χτίσει το όνομά του, καθώς ο αγώνας του είναι να βγάζει συνεχώς περισσότερα για τον εκάστοτε σκοπό. Κι έτσι προτιμά να εκχωρεί αυτό το προνόμιο σε κάποιον άλλο βαθύπλουτο που θα πείσει να ενταχθεί στον σκοπό, καθώς έχει βρει λέει πως οι άνθρωποι είναι διατεθειμένοι να ξοδέψουν εκατομμύρια για την υστεροφημία τους. Ο ίδιος δεν έχει την αλαζονεία μέσα του και είναι τόσο ολιγαρκής μέχρι παρεξηγήσεως. Έχει καλύψει εκατομμύρια κυριολεκτικά χιλιόμετρα με τρένα και λεωφορεία, έχει μείνει σε φτηνοξενοδοχεία παντού στον κόσμο και ταξιδεύει πάντα στην οικονομική θέση των αεροπλάνων, μιας και «η διακεκριμένη θέση δεν σε πάει στον προορισμό σου γρηγορότερα». Γι’ αυτό και φορά εξάλλου ένα φτηνό ρολόι Casio, καθώς μετρά την ίδια ώρα με ένα Rolex. Παρά το γεγονός ότι εξασφάλισε την οικογένειά του (την πρώην σύζυγο και τα πέντε του παιδιά) με μερίδιο από ένα καταπίστευμα 140 εκατ. δολαρίων, ο ίδιος δεν κράτησε τίποτα για τον εαυτό του. Ζει με τη δεύτερο σύζυγό του, και πρώην γραμματέα του, σε ένα από τα τρία μικρά διαμερισματάκια -ιδιοκτησίας του ιδρύματός του- σε Δουβλίνο, Σαν Φρανσίσκο και Μπρίσμπεϊν, ενώ όταν κατεβαίνει στη Νέα Υόρκη κοιμάται στο σπίτι της κόρης του. Όσο για τη φορολογική του ηθική, θα ήταν εντελώς κατακριτέα αν όσα έσωζε πήγαιναν στην τσέπη του. Καθ’ όλη την καριέρα του, από την ίδρυση της εταιρίας του στο Λιχτενστάιν, τη μεταφορά της κατόπιν στις Βερμούδες και το πέρασμά της στην τότε γυναίκα του, ο Feeney προσπαθούσε να γλιτώσει φόρους, καθώς λιγότεροι φόροι σήμαιναν γι’ αυτόν περισσότερα λεφτά για αγαθοεργίες. «Οι άνθρωποι που έχουν λεφτά έχουν μια υποχρέωση», λέει ο ίδιος, «δεν λέω πως είμαι ο κατάλληλος να τους πω τι να κάνουν, πρέπει πάντως να τα χρησιμοποιήσουν με σοφία», δηλώνει χωρίς περιστροφές ο άνθρωπος που έχει τιμηθεί με διδακτορικά διπλώματα από όλα τα πανεπιστήμια της Ιρλανδίας! Ο νέος του φόβος πια, αισίως στα 86 του και έχοντας μόλις ολοκληρώσει την εκστρατεία του να δώσει και τα 7,5 δισ. δολάρια που έβγαλε στη ζωή, είναι το Χόλιγουντ! Και η πρόθεση του Τζορτζ Κλούνεϊ να μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη την απίστευτη πραγματικά ιστορία του. Ποιος θα ήθελε όμως να τον ενσαρκώσει στο σινεμά; «Πιθανότατα ο Ντάνι ΝτεΒίτο», λέει και χασκογελά σαν παιδί που έκανε τελικά αυτό που ήθελε και το έκανε με τον δικό του τρόπο… Δείτε όλα τα θέματα του Weekend