Ο κόλπος του Γκουαντάναμο και το ομώνυμο στρατόπεδο συγκέντρωσης υπόπτων για τρομοκρατία, στην Κούβα, είναι ίσως από τα πιο περιβόητα και πολυθρύλητα μέρη στον πλανήτη. Μία γκρίζα ζώνη μεταξύ του βασανισμού, της απάνθρωπης μεταχείρισης και του εγκλεισμού. Το Γκουαντάναμο είναι από τα μέρη εκείνα στο οποίο ό,τι συμβαίνει εντός των τειχών μένει εντός των τειχών. Από το 2002 που ξεκίνησε η λειτουργία του ως φυλακή για κρατούμενους, κυρίως αραβικής καταγωγής, από την κυβέρνηση του Τζορτζ Μπους Τζούνιορ, ωστόσο, έχουν δει το φως της δημοσιότητας χιλιάδες ιστορίες από τις συνθήκες κράτησης και τις -τουλάχιστον- αμφιλεγόμενες πρακτικές απόσπασης ομολογιών ενοχής. Ένας βασικός πυλώνας του «αντιτρομοκρατικού» κατασκευάσματος στις αμερικανικές εγκαταστάσεις ήταν η ψυχική υγεία των κρατουμένων να παραμένει σε επίπεδα ανεκτά αλλά και οι αρμόδιοι επιστήμονες να προσφέρουν τις γνώσεις τους στην ανακριτική διαδικασία. Εν ολίγοις να κάνουν τα βασανιστήρια πιο αποτελεσματικά. Κάθε πρωί που έμπαινε στις εγκαταστάσεις, η Σέι Ρόουζκρανς, μία ψυχίατρος του πολεμικού Ναυτικού που ηγούταν μιας από τις ψυχιατρικές ομάδες που είχαν στην εποπτεία τους την ψυχολογική φροντίδα των κρατουμένων, έβγαζε από πάνω της οτιδήποτε μπορούσε να την συνδέσει με τη ζωή της απέξω. Οι οδηγίες ήταν σαφείς «οποιοδήποτε στοιχείο της ταυτότητάς σας αναγνωρίσουν οι κρατούμενοι ενδεχομένως να χρησιμοποιηθεί από τους συνεργούς τους εκτός φυλακής».
Στο Γκουαντάναμο εθελοτυφλούσαν άπαντες
Αμφιλεγόμενη Φροντίδα
Μετά την επίθεση στους δίδυμους πύργους το 2001 η ναυτική βάση του Γκουαντάναμο άρχισε να δέχεται σωρηδόν κρατούμενους οι οποίοι στοιβάζονταν σαν τα σακιά μέσα στα κτήρια με χειροπέδες και κλειστά τα μάτια τους με ειδικά γυαλιά που δεν επέτρεπε ίχνος φωτός να περάσει. Δεν υπήρχε καμία ενημέρωση εκείνη τη περίοδο όσον αφορά του πως θα χειρίζονταν οι γιατροί όσους κατέφθαναν. Κάποια μέλη του προσωπικού ήταν αρνητικά προδιατεθειμένα και ενημέρωναν και τους υπόλοιπους πως «είναι εγκληματίες και ως τέτοιους πρέπει να τους φερόμαστε». Ο δόκτωρ Ντέιβιντσον σημειώνει πως «τους ρωτούσαμε τυπικά πράγματα από μία σχισμή στη πόρτα. Αν έχουν σκέψεις να αυτοκτονήσουν οι να κάνουν κακό στον εαυτό τους. Και μετά τους δίναμε τα φάρμακά τους τα οποία έπρεπε να σιγουρευτούμε πως πήραν». Ενώ όπως συμπληρώνει ο Υποπλοίαρχος Άλμπερτ Σίμκους, όταν έφτασαν εκεί μετά το 2002 γιατροί των μυστικών υπηρεσιών και τους ζητήθηκε να παραδώσουν τα αρχεία που είχαν για τον κάθε κρατούμενο εκείνοι αρνήθηκαν. «Δεν τους το επιτρέψαμε γιατί ξέραμε πως οι πληροφορίες θα χρησιμοποιούνται σε “αναβαθμισμένες” ανακρίσεις και βασανιστήρια»,
Τα φάρμακα μετά από τους βασανισμούς
Κάποιοι από τους ψυχιάτρους επιβεβαιώνουν τις καταγγελίες του Μοχαμεντού Ουλντ Σλαχί ο οποίος ήταν κρατούμενος στο Γκουαντάναμο για 14 χρόνια. Ο Σλαχί υπέμεινε μία σειρά από τα πιο σκληρά βασανιστήρια όπως την άρνηση ύπνου, τους ξυλοδαρμούς σε ευαίσθητα σημεία του σώματος, την κατάποση μεγάλων ποσοτήτων νερού με τη βία, την έκθεση σε ακραία καιρικά φαινόμενα. Τα ψυχολογικά βασανιστήρια δεν έλειπαν. Τον απειλούσαν και τον τρομοκρατούσαν πως θα μεταφέρουν τη μητέρα του στη βάση και θα την βασάνιζαν και εκείνη, ενώ κακοποιούνταν σεξουαλικά από γυναίκες ανακρίτριες του στρατού και της CIA. Τα ιατρικά αρχεία του Σλαχί ανέφεραν πως είχε βγει για εκείνον, φαρμακευτική αγωγή, η οποία περιλάμβανε αντικαταθλιπτικά χάπια, αντιαγχολυτικά και υπνωτικά. Ο Μοχαμεντού Σλαχί δεν είχε κανένα καταγεγραμμένο πρόβλημα, ψυχικής φύσεως πριν πιαστεί αιχμάλωτος και μεταφερθεί στο Γκουαντάναμο.
Κανένας δεν πεθαίνει