Ανάμεσα σε δυο πολέμους και τη Μικρασιατική Καταστροφή ξεκινά και χτίζεται η ιστορία της ντοματοποιίας στην Ελλάδα. Ο πρώτος ντοματοποιός της χώρας, Δημήτρης Νομικός, ξεκίνησε παράγει πελτέ, δημιουργώντας το πρώτο προβιομηχανικό εργοστάσιο στη Μεσαριά της Σαντορίνης το 1915. Λίγο καιρό μετά το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Γράφει ο Γιώργος Λαμπίρης Ωστόσο δεν ήταν το μοναδικό του εργοστάσιο το οποίο σχετίστηκε με σημαντικά γεγονότα της εποχής καθότι το 1922 δημιούργησε ένα ακόμα εργοστάσιο στο Μονόλιθο, ένα από τα πρώτα εργοστάσια κονσερβοποιίας στα Βαλκάνια. Είκοσι τρία χρόνια μετά ακολούθησε το τρίτο του εργοστάσιο στη Σαντορίνη που έφτιαξε ο γιος του, Γιώργος, στη Βλυχάδα, μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Ο μηχανικός που μεγάλωσε μέσα στο εργοστάσιο
Ο Αντώνης Βάλβης ανδρώθηκε, ακούγοντας ξερούς βιομηχανικούς ήχους και το κροτάλισμα των μηχανών στο εργοστάσιο της Βλυχάδας. Παιδί ακόμα μπήκε στο εργοστάσιο και σε ηλικία 7 ετών εισέπραξε από το Νομικό το πρώτο του μεροκάματο. Επτά δραχμές στο χέρι στο τέλος του μήνα. Ο κύριος Βάλβης αφηγείται στο newsbeast.gr πώς την εποχή που εκείνος ήταν πιτσιρικάς, ο Νομικός έστελνε τα ξυλοκάϊκα φορτωμένα με τενεκέδες. Άλλοι έφευγαν για Πειραιά, άλλοι για Βόλο και κάποιοι άλλοι έφταναν Θεσσαλονίκη. Κι από εκεί σε ολόκληρη την Ελλάδα.
Η ντομάτα στη λαδόκολλα για μια δραχμή
«Θυμάμαι όταν δούλευα στο πρατήριο του Νομικού στον Πειραιά. Πιτσιρίκι. Έπαιρνα το καροτσάκι, φέρνοντας γύρα τα μπακάλικα της αγοράς. Μόλις παρέδιδα στο μπακάλη το δοχείο, εκείνος ξεκινούσε τη μοιρασιά. Μια κουταλιά στη λαδόκολλα για τον κάθε πελάτη. Και μια δραχμή η τιμή για κάθε λαδόκολλα πελτέ», λέει ο Αντώνης Βάλβης.
Η ψυχή του εργοστασίου
Εκείνος έστησε το εργοστάσιο της Βλυχάδας και έθεσε σε λειτουργία όλα τα μηχανήματα. Μηχανήματα που ήταν τότε ό,τι πιο σύγχρονο είχε να επιδείξει η βιομηχανική παραγωγή της εποχής. Κι όλα τους ήθελαν συντήρηση και στενή επιτήρηση. Γι’ αυτό και ο Νομικός πλήρωσε τα δίδακτρα για να κάνει τον κύριο Αντώνη μηχανικό, στέλνοντάς τον στη σχολή του Πειραιά. Εκείνος όχι μόνο έστησε το εργοστάσιο της Βλυχάδας στη Σαντορίνη, αλλά και αργότερα τα νέα εργοστάσια της ντοματοβιομηχανίας στην Αλίαρτο και στο Δομοκό. Ακόμα και σήμερα που η Βλυχάδα έχει κλείσει, καθότι είναι μουσείο, ο Αντώνης Βάλβης συνεχίζει να πηγαίνει εκεί. Σαν να μην έφυγε ποτέ. Κάποιες στιγμές ξαναβάζει σε λειτουργία τα μηχανήματα. Στέκεται και αφουγκράζεται τον ήχο. «Ξεναγώ τον κόσμο στο μουσείο για να ξεσκουριάζει το μυαλό μου», λέει σα να προσπαθεί να αιτιολογήσει τη διαρκή του παρουσία στο χώρο.
Το εργοστάσιο χωρίς στέγη
Όταν έκλεισε το εργοστάσιο ο κύριος Αντώνης ένιωσε μεγάλη θλίψη και πόνο. Ήταν σαν να έχανε δικό του άνθρωπο. «Ένα κομμάτι από τη δική μου ζωή και της οικογένειάς μου». Γιατί το εργοστάσιο της Βλυχάδας πέρα από το χώρο που δούλεψε από παιδί ήταν το οικόπεδο που είχε ο πατέρας του πριν το πουλήσει το ’45 στο Νομικό. «Ο πατέρας μου έγινε φύλακας του εργοστασίου από τη στιγμή που έδωσαν τα χέρια και υπέγραψαν τα χαρτιά. Όταν το πήρε ο Γιώργος Νομικός στις αρχές του ’45 άρχισε να το χτίζει. Σε έξι μήνες ήταν έτοιμο. Ξεκίνησε να λειτουργεί στις 26 Ιουνίου χωρίς στέγη!» περιγράφει ο Αντώνης Βάλβης. Όπως λέει όλα τα εργοστάσια της εποχής κατασκευάζονταν κοντά στη θάλασσα. Έπρεπε να έχουν πρόσβαση σε θαλασσινό νερό για το πλύσιμο της ντομάτας και τη ψύξη των μηχανημάτων. Μάλιστα το χειμώνα του 1952, στη διάρκεια της κακοκαιρίας, ο χείμαρρος που δημιούργησε η νεροποντή έσπασε την πόρτα της μεγάλης αυλής και μπήκε στο εργοστάσιο. Τα νερά παρέσυραν στη θάλασσα προϊόντα και μηχανήματα, δημιουργώντας όγκους λάσπης στο εργοστάσιο ύψους 2,30 μέτρων.
Οι στακαδόροι κουβαλούσαν τα μηχανήματα στους ώμους
Αλλά και τα μηχανήματα ακολουθούσαν το δικό τους μακρύ δρόμο για να φτάσουν στο εργοστάσιο. Από το λιμάνι και για χιλιόμετρα ταξίδευαν πάνω στα χέρια και στους ώμους των στακαδόρων. «Ομάδες μανουβραδώρων-στακαδόρων, δημιουργούσαν ξύλινες κατασκευές, τις έδεναν με σχοινιά και όταν το βάρος ήταν χαμηλού ύψους το σήκωναν στους ώμους τους 40-50 άτομα», λέει χαρακτηριστικά. Μιλώντας για το λουκέτο στο εργοστάσιο λέει πως ο Νομικός αγωνίστηκε να το κρατήσει στο νησί του. «Παρόλ’ αυτά, όσο ο τουρισμός αυξανόταν, μειωνόταν η παραγωγή. Σκεφτείτε πάντως ότι τα τελευταία χρόνια πριν κλείσει, για να ενισχύσει τους παραγωγούς του νησιού, πλήρωνε τρεις φορές περισσότερο την τιμή κιλού για την αγορά της ντομάτας».
«Άνοιγα το κουτί με τον πελτέ και ήταν σαν να περνούσε κοπέλα που φορούσε άρωμα»
Ο κύριος Βάλβης δεν ήταν μόνο ο μηχανικός του εργοστασίου. Αλλά ταυτόχρονα και διευθυντής και κυτιοποιός. «Καταπιανόμουν σχεδόν με όλες τις δουλειές. Κι όταν άνοιγα κανένα κουτί για να δω αν πήγαν όλα εντάξει στο βράσιμο, γύριζαν όλοι το κεφάλι τους. Ήταν σαν να περνούσε μία κοπέλα με δυνατό άρωμα. Την εποχή που οι ντομάτες ήταν αγνές. Χωρίς λιπάσματα παρά μόνο φακή με κριθάρι και φακή, τη λεγόμενη υγρή λίπανση. Θυμάμαι ότι έκοβες τη ντομάτα και δεν έσταζε ούτε σταγόνα κάτω. Την περίφημη άνυδρη κατσαρή ντομάτα της Σαντορίνης. Με τρία κιλά ντομάτα, βγάζαμε ένα κιλό πελτέ, ενώ μία κανονική ντομάτα χρειαζόταν αναλογία εννέα κιλών, για ένα κιλό πελτέ». Η επιχείρηση εγκατέλειψε οριστικά το νησί το 1981. Όπως λέει ο Αντώνης Βάλβης, μία από τις βασικές αιτίες αποτέλεσε μια αποτυχημένη συμφωνία με τους Άγγλους με αποτέλεσμα να μην προχωρήσουν το εργοστάσιο να μην κάνει ποτέ εξαγωγές. «Κάναμε το λάθος να συμπυκνώσουμε παραπάνω τον πελτέ για να είναι πιο ελαφρύς κατά τη μεταφορά. Το αποτέλεσμα ήταν ότι άλλαξε το χρώμα της ντομάτας και έγινε πιο σκούρο. Οι Άγγλοι νόμιζαν δεν ήταν καλός ο πελτές και η συμφωνία δεν έκλεισε ποτέ. Δεν ήθελαν γεύση. Ήθελαν χρώμα. Μας κόπηκαν τα φτερά και ο Νομικός δεν έστειλε ποτέ ξανά στο εξωτερικό από τη Σαντορίνη. Ίσως ήταν και ένας από τους πιο καθοριστικούς λόγους που οδήγησαν στο κλείσιμο του εργοστασίου το ’81…» Πρόσφατα το παλιό εργοστάσιο τομάτας, Δ. Νομικος, στη Βλυχάδα, έγινε ένα σύγχρονο Βιομηχανικό Μουσείο σκιαγραφώντας τα βήματα μιας βιομηχανικής εποχής που άφησε ανεξίτηλα τα σημάδια της στο νησί.