Μέχρι πρόσφατα, οι εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι που επισκέπτονταν κάθε χρόνο το αποστακτήριο του Jack Daniel στο Τενεσί των ΗΠΑ, μάθαιναν μια ιστορία που είχε ως εξής: Κάπου στα 1850, όταν ο Daniel ήταν ακόμη μικρό παιδί, βρέθηκε στη δούλεψη του πάστορα Dan Call, ο οποίος είχε στην κατοχή του ένα παντοπωλείο και πουλούσε στο μαγαζί του το ουίσκι που παρασκεύαζε μόνος του. Κοντά του, ο μικρός έμαθε την τέχνη της απόσταξης. Χρόνια αργότερα, ο ίδιος αυτός άνθρωπος θα χάριζε στον κόσμο το κλασικό μπέρμπον, με την ασπρόμαυρη ετικέτα και το χαρακτηριστικό τετράγωνο μπουκάλι. Φέτος, στην 150ή επέτειο του Jack Daniel’s, η εταιρεία που παρασκευάζει το δημοφιλές ουίσκι, βρήκε την ευκαιρία να διηγηθεί μια διαφορετική, περισσότερο περίπλοκη ιστορία: Ο Daniel δεν έμαθε την τεχνική της απόσταξης από τον Dan Call, αλλά από έναν άντρα με το όνομα Nearis Green, που ήταν ένας από τους σκλάβους του Call. Η εκδοχή αυτή της ιστορίας δεν κρατήθηκε ποτέ κρυφή, ωστόσο μόλις πρόσφατα άρχισε να υιοθετείται από την εταιρεία, διστακτικά αρχικά, στη διάρκεια των επισκέψεων στο αποστακτήριο και στα social media. «Χρειάστηκε η επέτειος για να αρχίσουμε να μιλάμε για εμάς», δήλωσε ο ιστορικός της Jack Daniel’s, Nelson Eddy, στους New York Times. Η ιστορία του Nearis Green, βασισμένη σε προφορικές μαρτυρίες και ελάχιστα αρχεία, ενδέχεται να μην αποδειχθεί ποτέ με απόλυτη βεβαιότητα. Η απόφαση, ωστόσο, να γίνει ευρύτερα γνωστή, αποκτά έναν ιδιαίτερο συμβολισμό. Επί χρόνια, η κυρίαρχη ιστορία του αμερικανικού ουίσκι αποτελεί μια υπόθεση των λευκών, επικεντρωμένη στους γερμανούς και σκωτσέζους εποίκους που έφτιαχναν το δικό τους ουίσκι και το έστελναν σε μακρινές αγορές, δημιουργώντας στην πορεία των χρόνων μια βιομηχανία αξίας 2,9 δισ. δολαρίων και ένα προϊόν που λατρεύεται από άκρη σε άκρη της Γης.
Η καθοριστική συμβολή των σκλάβων στην παρασκευή του ουίσκι
Άνθρωποι σαν τον Nearis Green δεν είχαν ιδιαίτερη θέση σε αυτή την ιστορία. Η δουλεία και το ουίσκι, δύο ξεχωριστά κομμάτια της αμερικανικής ιστορίας, είναι παράλληλα άρρηκτα συνυφασμένα μεταξύ τους. Οι σκλάβοι δεν αποτελούσαν απλώς το πολύτιμο εργατικό δυναμικό στα αποστακτήρια, αλλά έπαιζαν συχνά έναν κρίσιμο ρόλο στη διαδικασία παραγωγής του ουίσκι. Θυμίζουν κάπως την περίπτωση των λευκών συγγραφέων βιβλίων συνταγών, τις οποίες είχαν ιδιοποιηθεί από τους μαύρους μάγειρές τους, παρατηρούν οι New York Times. Ορισμένοι βλέπουν πίσω από την απόφαση της Jack Daniel’s να μιλήσει τώρα για τον Green την προσπάθεια της εταιρείας να βγει κερδισμένη από τη σύγκρουση ανάμεσα στην αυξανόμενη δημοφιλία του αμερικανικού ουίσκι στους νέους και την αυξανόμενη ευαισθητοποίηση για τις κρυφές ρατσιστικές πολιτικές της γαστρονομικής κληρονομιάς των ΗΠΑ. Άλλοι, πάλι, βλέπουν την κίνηση ως μια ξεκάθαρη τακτική του μάρκετινγκ. «Η ιστορία του Jack Daniel γίνεται όλο και πιο ελκυστική με την πάροδο των ετών», δηλώνει στην αμερικανική εφημερίδα ο Peter Krass, συγγραφέας του βιβλίου «Αίμα και ουίσκι: Η ζωή και οι καιροί του Jack Daniel». «Τη δεκαετία του 1980, στόχευαν στους γιάπηδες. Τους βλέπω να πηγαίνουν τα πράγματα στο επόμενο επίπεδο, στοχεύοντας στη γενιά της νέας χιλιετίας, που “σκαλίζει” τα ζητήματα κοινωνικής δικαιοσύνης» Από την πλευρά της, η εταιρεία απαντά πως θέλει απλώς να αποκαταστήσει την αλήθεια. Η ιστορία του Green είναι γνωστή στους ιστορικούς εδώ και δεκαετίας, ακόμη κι αν το αποστακτήριο επισήμως την αγνοούσε.
«Ο θείος Nearis είναι ο καλύτερος παρασκευαστής ουίσκι που ξέρω»
Σύμφωνα με μια βιογραφία του 1967 με τον τίτλο «Η κληρονομιά του Jack Daniel», ο Call είπε στον σκλάβο του να διδάξει τον Ντάνιελ όλα όσα ήξερε. «Ο θείος Nearis είναι ο καλύτερος παρασκευαστής ουίσκι που ξέρω», φέρεται να είπε ο Call, σύμφωνα με το βιβλίο αυτό. Η δουλεία στις ΗΠΑ κρίθηκε παράνομη με την 13η τροποποίηση το 1865 και ο Daniel άνοιξε το αποστακτήριό του έναν χρόνο αργότερα, προσλαμβάνοντας δύο από τους γιους του Green. Σε μια φωτογραφία του Daniel και των εργατών του που τραβήχτηκε στα τέλη του 19ου αιώνα, ένας μαύρος άντρας, πιθανότατα ένας από τους γιους του Green, κάθεται στα δεξιά του. Πρόκειται για μια εικόνα που προκαλεί εντύπωση, καθώς σε φωτογραφίες της ίδιας εποχής σε άλλα αποστακτήρια, οι μαύροι υπάλληλοι αναγκάζονταν να στέκονται στις πίσω σειρές. Η διατήρηση εταιρικών αρχείων, ωστόσο, ήταν μια σπάνια πρακτική για την εποχή εκείνη και με την πάροδο του χρόνου οι αναμνήσεις του Green και των γιων του ξεθώριασαν. «Δεν νομίζω ότι ήταν ποτέ μια συνειδητή απόφαση», δηλώνει ο Phil Epps της Jack Daniel’s για τον αποκλεισμό του Green από την ιστορία της εταιρείας. Καθώς πλησίαζε η επέτειος για τα 150 χρόνια του διάσημου ουίσκι, η εταιρεία άρχισε να ψάχνει τις διάφορες ιστορίες και αποφάσισε πως η περίπτωση της συμβολής του Nearis Green ήταν πειστική και θα έπρεπε να ειπωθεί στον κόσμο. «Καθώς ψάχναμε, συνειδητοποιήσαμε ότι ήταν κάτι για το οποίο θα μπορούσαμε να είμαστε υπερήφανοι», σημειώνει ο Epps. Μια επιχείρηση που στήθηκε και αναπτύχθηκε χάρη στους σκλάβους δεν φαίνεται πάντως και τόσο δελεαστική ιστορία, γεγονός που ίσως εξηγεί για ποιο λόγο η Jack Daniel’s προχωρά με αργά βήματα. Η ιστορία του Green αφηγείται προαιρετικά –έχει αφεθεί στη διακριτική ευχέρεια των ξεναγών στο αποστακτήριο- και η εταιρεία εξετάζει ακόμη πώς θα χειριστεί την υπόθεση. Όπως κι αν αποφασίσει να κινηθεί τελικά, βρίσκεται στη μέση μιας μεγάλης συζήτησης, που έχουν ανοίξει εδώ και λίγα χρόνια ιστορικοί ειδικοί στο θέμα,για τους στενούς δεσμούς μεταξύ της δουλείας και του ουίσκι. Μια έκθεση για τον Τζορτζ Ουάσινγκτον και τη δουλεία που αναμένεται να κάνει πρεμιέρα αυτό το φθινόπωρο στην πρώτη κατοικία του πρώτου αμερικανού προέδρου στη Βόρεια Βιρτζίνια, καταγράφει το πώς στηρίχθηκε σε έξι σκλάβους και δύο σκωτσέζους επιστάτες για τη λειτουργία του αποστακτηρίου του, που ήταν ένα από τα μεγαλύτερα στην ανατολική ακτή. Οι σκλάβοι ακολούθησαν τα αποσκτακτήρια, καθώς αυτά μετακόμισαν προς την ενδοχώρα και συγκεκριμένα στο Τενεσί και το Κεντάκι, παρακολουθώντας από κοντά τη διαδικασία της απόσταξης. Ο Ουάσινγκτον δεν ήταν ο μοναδικός πρόεδρος που χρησιμοποιούσε σκλάβους στο αποστακτήριό του. Σε μια διαφήμιση του 1805, ο Άντριου Τζάκσον πρόσφερε αμοιβή για έναν σκλάβο που το είχε σκάσει, με το όνομα Τζορτζ, τον οποίο χαρακτήριζε ως «καλό ποτοποιό». Δεδομένα που προκύπτουν από διαφημίσεις για την πώληση σκλάβων, καθώς για σκλάβους φυγάδες, κάνουν λόγο για πληθώρα αναφορών στην ικανότητά τους στην παραγωγή ουίσκι. Το 1794, ένας ιδιοκτήτης πρόσφερε 20 δολάρια για να βρεθεί ένας σκλάβος με το όνομα Γουίλ, ο οποίος «έχει ένα μεγάλο σημάδι στη δεξιά του πλευρά, κάτω από τα πλευρά του» και είναι «γνώστης της διαδικασίας παρασκευής ουίσκι».
Μια ιστορία σχεδόν άγνωστη ακόμη και στους προγόνους του
Ο συγγραφέας Fred Minnick αμφισβητεί ότι μια πλήρης αναγνώριση του καθοριστικού ρόλου των σκλάβων στη δημιουργία του αμερικανικού ουίσκι θα είναι ποτέ εφικτή. «Είναι λυπηρό το γεγονός ότι αυτοί οι άνθρωποι δεν θα έχουν ποτέ την αναγνώριση που τους αξίζει. Πιθανότατα δεν θα μάθουμε καν το όνομά τους», λέει. Παρά την πρόσφατη δημοσιότητα που έλαβε από τη Jack Daniel’s, η ιστορία του Nearis Green παραμένει σχεδόν άγνωστη ακόμη και για τους απογόνους του που εξακολουθούν να ζουν στην ίδια περιοχή. Ο 91χρονος Claude Eady, που εργαζόταν στο αποστακτήριο από το 1946 έως το 1989, δηλώνει πως είναι συγγενής του από τη μεριά της μητέρας του, αλλά πως δεν ήξερε πολλά πράγματα για εκείνον. «Άκουσα το όνομά του τριγύρω. Το μόνο που ήξερα ήταν ότι βοήθησε τον Jack Daniel να φτιάξει ουίσκι». Δείτε όλα τα θέματα του Weekend