Αρχικά, ας ξεκινήσουμε από τα βασικά για όσους δεν τα… γνωρίζουν! Η σεξουαλική σχέση ενός παντρεμένου ατόμου με άτομο διαφορετικό από τον ή την σύζυγό του είναι μοιχεία ή όπως την ορίζουν οι νομικοί «η παράβαση της συζυγικής πίστης που συνίσταται στην εξώγαμη κατά φύση συνουσία μεταξύ δύο ετεροφύλων προσώπων τα οποία το ένα τουλάχιστον είναι έγγαμο». Το παραπάνω είναι, αυτό που θα λέγαμε ο νομικός ορισμός της μοιχείας η οποία είναι τόσο παλιά όσο και ο… θεσμός του γάμου και της οικογένειας. Η κοινωνική της απαξία ποικίλλει από εποχή σε εποχή, από κοινωνία σε κοινωνία και από πολιτισμό σε πολιτισμό. Σε αυτό το τελευταίο θα επικεντρωθούμε. Στην απαξία της μοιχείας στην ελληνική κοινωνία. Στο πως στην υπόθεση εμπλέκονται ντέντεκτιβ, τον σημαντικό ρόλο που έπαιζαν τα… σεντόνια και βέβαια η διαπόμπευση από τον Τύπο για τον οποίο κάποτε αποτελούσε εξαιρετική είδηση το «κεράτωμα»!
Η μοιχεία στην Αρχαία Ελλάδα
Η πράξη της μοιχείας εμπεριείχε το στοιχείο της ποινικοποίησης από τα αρχαία ακόμη χρόνια. Στην αρχαία Αθήνα ήταν βαρύτατο έγκλημα και η τιμωρία των μοιχών αποφασιζόταν στο δικαστήριο. Ωστόσο, ο παλαιότερος νόμος του Δράκοντα άφηνε το περιθώριο σε αυτόν που έπιανε επ’ αυτοφώρω τους μοιχούς να αποφασίσει για την τύχη τους. Αργότερα οι νόμοι του Σόλωνα πρόσφεραν στο σύζυγο τρεις εναλλακτικές. Είτε να σκοτώσει και τους δυο μοιχούς, είτε να ευνουχίσει το μοιχό, είτε να τον εξαναγκάσει με βασανιστήρια να εξαγοράσει τη ζωή του. Το παράδοξο ήταν ότι στην περίπτωση που είχε χρησιμοποιηθεί βία για τη συνεύρεση, ο σύζυγος δεν μπορούσε να απαιτήσει παρά μόνο μια αποζημίωση που οριζόταν από το δικαστήριο. Μια από τις ποινές των μοιχών ήταν η ραφανίδωσις ή παράτιλμος, δηλαδή το μπήξιμο μιας ραφανίδος μεγέθους καρότου στον πρωκτό τους, οπότε στο εξής τους αποκαλούσαν ειρωνικά ευπροίκτους. Άλλη ποινή ήταν το κούρεμα, γι’ αυτό και το είδος του κουρέματος που εμείς το λέμε «σύριζα», οι αρχαίοι Αθηναίοι το αποκαλούσαν μοιχόν. Το δικαστήριο μπορούσε να επιβάλει και πρόστιμο, τα μοιχάγρια. Μετά την καταδίκη της, η μοιχαλίδα διωχνόταν αμέσως από το σπίτι και στο εξής της απαγορευόταν να μετέχει σε θρησκευτικές τελετές ενώ, αν παρουσιαζόταν μ’ εμφάνιση εξεζητημένη, ο καθένας μπορούσε να την προσβάλει, να της ξηλώσει τα κοσμήματα, να της σκίσει τα ρούχα, να τη βρίσει, να την εξευτελίσει.
Το… «κεράτωμα» στη νεότερη ιστορία του Ελληνικού κράτους
Όλα τα παραπάνω γινόντουσαν στα αρχαία χρόνια. Στη νεότερη ιστορία η υπόθεση «μοιχεία» είναι λιγότερο βίαιη αλλά περισσότερο… «πικάντικη». Η μοιχεία ήταν ποινικό αδίκημα σχεδόν από τη σύσταση του νεοελληνικού κράτους. Σύμφωνα με το άρθρο 286 του Ποινικού Νόμου της Βαυαροκρατίας που ίσχυσε έως τις 31 Δεκεμβρίου 1950, η διάπραξη μοιχείας χαρακτηριζόταν ως πλημμέλημα. Παρέμεινε ως πλημμέλημα και με τον νέο Ποινικό Κώδικα που ίσχυσε από την 1η Ιανουαρίου 1951. Στο άρθρο 357 προβλεπόταν ποινή ενός έτους για τους μοιχούς, ενώ το έγκλημα εδιώκετο μόνο με έγκληση του παθόντος συζύγου. Η μοιχεία κρινόταν ατιμώρητη όταν υπήρχε διάσταση των συζύγων ή ανοχή του παθόντος συζύγου. Οι δράστες έπρεπε να συλληφθούν επ’ αυτοφώρω για να στοιχειοθετηθεί ευκολότερα η κατηγορία.
Οι ντεντέκτιβ, τα σεντόνια, οι εφημερίδες και ο ελληνικός κινηματογράφος
Και κάπου εδώ τα πράγματα αρχίζουν να γίνονται πιο «σκούρα» για όσους απατούν τον ή την σύζυγό τους, πιο «πικάντικα» και σίγουρα αποκτούν και μια αστυνομική χροιά. Εκείνος (ή εκείνη) που υποψιαζόταν πως έχει πέσει θύμα μοιχείας πριν προχωρήσει σε ακραία μέτρα έπρεπε να έχει στα χέρια του αδιάσειστα στοιχεία περί του… εγκλήματος. Για τον λόγο αυτό επιστράτευε κάποιον ιδιωτικό αστυνομικό. Αποστολή του ντέντεκτιβ ήταν σε πρώτη φάση να πιστοποιήσει πως πράγματι υπάρχει μοιχεία στην υπόθεση. Σε δεύτερη φάση είναι τα (φωτογραφικά κατά κύριο λόγο) ντοκουμέντα και το τρίτο και δυσκολότερο η επ’ αυτοφώρω σύλληψη των δραστών. Έτσι, οι ντέντεκτιβ στην κυριολεξία «μπούκαραν» στην παράνομη ερωτική φωλίτσα και ξεκινούσαν να τραβάνε φωτογραφίες. Αλλά δεν σταματούσαν εκεί. Από τη στιγμή που η μοιχεία ήταν ποινικό αδίκημα στη σκηνή του… «εγκλήματος» επενέβαινε και η αστυνομία που είχε ειδοποιηθεί και έτσι οι δυο δράστες μεταφέρονταν στα κατά τόπους αστυνομικά τμήμα φορώντας μόνο τα… σεντόνια τους, ως απόδειξη της μοιχείας! Ποιος δεν έχει δει άλλωστε την κωμωδία του Ντίνου Δημόπουλου «Η βίλα των οργίων», παραγωγής 1964, με πρωταγωνιστές τους Λάμπρο Κωνσταντάρα και Διονύση Παπαγιαννόπουλο που υπάρχει η «θρυλική» πλέον σκηνή με τα σεντόνια; Στη συνέχεια, τη σκυτάλη της διαπόμπευσης των παράνομων εραστών έπαιρναν οι εφημερίδες οι οποίες με πηχυαίους τίτλους και… γαργαλιστικά ρεπορτάζ έδιναν όλες τις λεπτομέρειες από οποιαδήποτε ιστορία μοιχείας έφτανε στα αστυνομικά τμήματα ή τις δικαστικές αίθουσες.
Τι ισχύει σήμερα
Η μοιχεία αποποινικοποιήθηκε στη χώρα μας από την πρώτη κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου που θέλησε να φέρει την… «αλλαγή» και σε αυτόν τον τομέα, στο πλαίσιο της φιλελευθεροποίησης του πλέγματος των διατάξεων που αφορούσαν το Οικογενειακό Δίκαιο. Όπως είναι εύκολα κατανοητό η Εκκλησία της Ελλάδος αντέδρασε άμεσα, υποστηρίζοντας ότι «η αποποινικοποίηση της μοιχείας θα κλονίσει τα θεμέλια της οικογένειας και του γάμου». Μέχρι και μικρές διαδηλώσεις έγιναν αλλά η κυβέρνηση Παπανδρέου δεν έκανε πίσω και κατάργησε το άρθρο 357 του Ποινικού Κώδικα με το άρθρο 8 του Νόμου 1272/82, που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 20 Αυγούστου 1982. Έτσι, όσον αφορά στις αστικές συνέπειες, με το Νόμο 1329/1983 η μοιχεία έπαψε να αποτελεί απόλυτο λόγο διαζυγίου. Μπορεί, όμως, να επιφέρει τη λύση του γάμου μόνο αν κριθεί ότι από αυτή έχουν διαταραχθεί τόσο σοβαρά οι συζυγικές σχέσεις, ώστε βάσιμα η εξακολούθηση της έγγαμης σχέσης να είναι αφόρητη για τον ενάγοντα (άρθρο 1439 Α.Κ). Δείτε όλα τα θέματα του Weekend