Όσο το καλοκαίρι πλησιάζει τόσο αυξάνονται τα διθυραμβικά σχόλια και αντίστοιχα δημοσιεύματα για την Ελλάδα ως ιδανικό προορισμό για φέτος. Χαρακτηριστικό είναι το άρθρο του Guardian, που αυτήν τη φορά αποθεώνει την Ύδρα και τις ομορφιές της.
Το δημοσίευμα φέρει την υπογραφή της συγγραφέως, Πόλι Σάμσον, της οποίας το νέο μυθιστόρημα είναι εμπνευσμένο από τις έντονες ημέρες του Λέοναρντ Κόεν στο νησί, στο οποίο θέλει να πάει ξανά και η ίδια.
Η συγγραφέας έφυγε από την Ύδρα την ημέρα που η ελληνική κυβέρνηση έκλεισε όλα τα σχολεία. Η κόρη της επέστρεψε σχολείο στο Ηνωμένο Βασίλειο. Όμως, σε περίπτωση που βίωναν την καραντίνα στη χώρα μας, θα βίωναν τον ήλιο ενός πεντακάθαρου νησιού.
«Το πρωί έχει πολλές καμπάνες. Αν και το νησί είναι μικρό και το περισσότερο κομμάτι του ακατοίκητο, υπάρχουν πάνω από 300 εκκλησίες, οι περισσότερες από αυτές με καμπάνες, που καμία δεν ηχεί ωραία. Μετά από λίγο, μαθαίνετε να κοιμάστε», γράφει μεταξύ άλλων.
Η συγγραφέας αναφέρεται στη μυρωδιά των λευκών λουλουδιών, τη «σχεδόν πανίσχυρη», αλλά και σε άλλα καθημερινά πράγματα που κάνουν τη ζωή πιο ωραία.
Η Σάμσον επισκέφθηκε την Ύδρα για πρώτη φορά πριν έξι χρόνια, όταν ήταν ένα όμορφο ελληνικό νησί και όχι «ένα μέρος όπου πήγα για να επικοινωνήσω με τα φαντάσματά του». Τότε, ήταν απλώς μέσα Μαΐου και με τους φίλους και τα παιδιά της ήθελαν ένα τεμπέλικο Σαββατοκύριακο και εξασφαλισμένη ηλιοφάνεια.
«Τα πιο καθαρά νερά» και η «μυρωδιά του παραδείσου»
Η δημοσιογράφος Ρόζι Μπόικοτ είχε προτείνει την Ύδρα, επειδή όπως είπε, το νησί έχει τα πιο καθαρά νερά που κανείς μπορεί να κολυμπήσει κανείς. Οι παραλίες δεν έχουν άμμο, αλλά είναι βραχώδεις. Μάλιστα, στέκεται και στις μετακινήσεις, οι οποίες «γίνονται πάντα είτε με τα πόδια, είτε με γαϊδουράκια».
Η συγγραφέας εξηγεί πώς άρχισε να δένεται με το νησί και τις ιστορίες που κρύβει, ενώ σημειώνει πως ονειρεύεται «τη στιγμή που το ιπτάμενο δελφίνι στρίβει αριστερά για το λιμάνι της Ύδρας. Είναι μιάμιση ώρα από τον Πειραιά. Η πρώτη εικόνα του νησιού από το πλοίο είναι οι μεγάλοι, γυμνοί, ασυμβίβαστοι, γκρίζοι και άγονοι βράχοι. Και έπειτα η στροφή και η μεγάλη αποκάλυψη, η λαμπερή ημισέληνος του λιμανιού».
Η συγγραφέας βάζει τον εαυτό της να σκεφτεί πώς θα ήταν εάν βρισκόταν τώρα στην Ύδρα. Η κόρη της τη ρωτά τι συμβαίνει τέτοια εποχή και της εξηγεί: «Ξέρω ακριβώς τι θα έκανες, τι θα έλεγες. Κάνεις ακριβώς το ίδιο κάθε φορά. Σταματάς και παίρνεις μια βαθιά ανάσα και λες “ακριβώς έτσι μυρίζει ο παράδεισος”».