Για μισό αιώνα περίπου, λειτούργησε ως λεπροκομείο. Άνθρωποι από την Κρήτη, αλλά και από άλλα μέρη της Ελλάδας που έπασχαν από λέπρα, στέλνονταν στην Σπιναλόγκα. Έτσι, το μικρό νησάκι απέναντι από το χωριό Πλάκα, της Κρήτης έγινε το μέρος που φώλιασε η δυστυχία των ανθρώπων που εξορίστηκαν από την κοινωνία λόγω της ασθένειάς τους, βιώνοντας σιωπηλά τον πόνο της απόρριψης, αφού μαζί με την αξιοπρέπεια, στους ασθενείς με λέπρα, η τότε κοινωνία είχε πάρει και τη φωνή τους.
Δεν είχαν πάρει, όμως, τα όνειρά τους και την όρεξη για ζωή, και πάνω σε αυτό το μόλις 85 στρεμμάτων νησάκι, έφτιαξαν τη δική τους μικρή κοινωνία και πολιτεία. Και σήμερα, περισσότερο από μισό αιώνα από το κλείσιμό της, η Σπιναλόγκα αποτελεί δημοφιλή προορισμό – συναγωνίζεται σε δημοτικότητα ακόμα και την Κνωσό – όπου εκατομμύρια επισκέπτες από όλο τον κόσμο, καταφτάνουν εδώ για να δούνε από κοντά το μέρος, όπου έζησαν οι λεπροί ως απόκληροι της κοινωνίας.
Και είναι τόσο βαριά η σκιά του σκοτεινού παρελθόντος που όταν σεργιανάς στα στενά της Σπιναλόγκας, δεν γίνεται να μην αισθανθείς δέος, αλλά κι ένα βάρος στην ψυχή σου για το πώς αντιμετώπιζαν την συγκεκριμένη κατηγορία ασθενών. Η αλήθεια είναι πως για το «νησί των λεπρών» είχαμε ακούσει αρκετά, όμως, ουσιαστικά μάθαμε – ακόμα κι εμείς οι Έλληνες – για εκείνο, μέσα από τη σειρά του Mega, «Το Νησί» το 2010 που ήταν μεταφορά του βιβλίου της Βικτόρια Χίσλοπ. Και στάθηκε αυτό ο λόγος για να περάσει η φήμη της Σπιναλόγκας τα σύνορα της χώρας, προκαλώντας το ενδιαφέρον και των ξένων τουριστών, καθιστώντας την τον δεύτερο πιο επισκέψιμο χώρο της Κρήτης μετά την Κνωσό.
Η Σπιναλόγκα είναι ένα ακατοίκητο νησάκι 85 στρεμμάτων στον γραφικό κόλπο της Ελούντας, στο Λασίθι της Κρήτης. Επί αιώνες ήταν γνωστή με το αρχαίο ελληνικό της όνομα (Καλυδών), με το οποίο υπαγόταν στην επικράτεια της πόλης-κράτους Ολούς. Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας ήταν χωριό στο οποίο κατοικούσαν Τούρκοι. Το 1903 οι αρχές της Κρητικής Πολιτείας αποφάσισαν ότι, μιας και υπήρχε ήδη οικισμός, ήταν ιδανική τοποθεσία για τη μαζική μεταφορά των λεπρών του νησιού. Τη θέσπισαν λοιπόν κι επισήμως ως λεπροκομείο (με απαγόρευση εξόδου) και το 1904 απομόνωσαν εκεί 148 άνδρες και 103 γυναίκες.
Το 1913, μετά την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα, συνέχισε να λειτουργεί ως λεπροκομείο, δεχόμενο πλέον και ασθενείς από άλλες περιοχές της χώρας. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα τη συγκρότηση μιας πολιτείας λεπρών με άξονα τις διώροφες, πετρόχτιστες οικίες και τα μαγαζιά που άφησαν πίσω τους οι Τούρκοι. Το 1957 και αφού βρέθηκε η θεραπεία για τη νόσο του Χάνσεν, πάρθηκε η απόφαση να σταματήσει να λειτουργεί ως λεπροκομείο.
Μόνο ένας παπάς έμεινε ως το 1962 , ώστε να μνημονεύει τους νεκρούς. Από τότε και μετά η Σπιναλόγκα έμεινε ακατοίκητη, με τη σκιά του πρόσφατου σκοτεινού παρελθόντος της να είναι απλωμένη παντού.
Το 1970, λόγω της ιδιαίτερης ιστορίας της, ανακηρύχθηκε και επίσημα σε προστατευμένη αρχαιολογική περιοχή, οπότε άρχισε σταδιακά και η αναστήλωση-ανακαίνιση των παλιών κατοικιών και μαγαζιών της από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Λασιθίου. Ταυτόχρονα, άρχισε να αναπτύσσεται και σημαντική τουριστική κίνηση, χάρη σε επισκέπτες από την Ελλάδα, μα και από πολλές χώρες του εξωτερικού, που ενδιαφέρονταν να δουν από κοντά το «νησί των λεπρών».