Προσφυγή κατά της απόφασης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που υποχρέωνε την Apple να καταβάλει 13 δισ. ευρώ ως αναδρομικούς φόρους στην Ιρλανδία, κατέθεσε ο αμερικανικός κολοσσός, υποστηρίζοντας πως η απόφαση «αντίκειται στην πραγματικότητα και την κοινή λογική».
Η κατασκευάστρια εταιρία του iPhone κατηγόρησε επίσης την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ότι χρησιμοποιεί τις εξουσίες της για την καταπολέμηση της κρατικής βοήθειας προκειμένου να «επιφέρει αλλαγές στην εθνική νομοθεσία», στην προσπάθεια ουσιαστικά να αλλάξει το διεθνές φορολογικό σύστημα και δημιουργώντας στη διάρκεια της διαδικασίας νομική αβεβαιότητα για τις επιχειρήσεις.
Η υπόθεση της Apple ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, του δεύτερου υψηλότερου δικαστηρίου της ΕΕ, ήρθε μετά την απόφαση της Κομισιόν που έκρινε το 2016 ότι ο τεχνολογικός γίγαντας ωφελείται από παράνομη κρατική βοήθεια λόγω δύο ιρλανδικών φορολογικών αποφάσεων, που μείωσαν τεχνητά τη φορολογική της επιβάρυνση για περισσότερες από δύο δεκαετίες.
Η υπόθεση είναι κρίσιμη για την εκστρατεία καταστολής από την Επίτροπο Μαργκρέτε Βεστάγκερ των ευνοϊκών συμφωνιών για τις πολυεθνικές, μια εκστρατεία η οποία έχει οδηγήσει επίσης σε δράση εναντίον των Starbucks, Fiat, Engie, Amazon και άλλων.
Ο οικονομικός διευθυντής της Apple Λούκα Μαέστρι ηγείται εξαμελούς αντιπροσωπείας στο δικαστήριο, όπου ένα πάνελ πέντε δικαστών θα ακούσει τα επιχειρήματα των δύο πλευρών, καθώς και της Ιρλανδίας, του Λουξεμβούργου, της Πολωνίας και της Εποπτικής Αρχής της Ευρωπαϊκής Ζώνης Ελεύθερων Συναλλαγών (EFTA), μέσα σε δύο ημέρες.
«Η Επιτροπή διατείνεται ότι ουσιαστικά όλα τα κέρδη της Apple από όλες τις πωλήσεις της εκτός της αμερικανικής ηπείρου πρέπει να αποδοθούν σε δύο παραρτήματα στην Ιρλανδία», δήλωσε στο δικαστήριο ο δικηγόρος της Apple Ντέιβιντ Μπίαρντ.
Είπε πως το γεγονός ότι τα iPhone, iPad, App Store και άλλα προϊόντα και υπηρεσίες της Apple και βασικά δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας έχουν αναπτυχθεί στις Ηνωμένες Πολιτείες, και όχι στην Ιρλανδία, δείχνει τα κενά στην υπόθεση της Επιτροπής.
«Οι δραστηριότητες των παραρτημάτων δεν περιλάμβαναν τη δημιουργία, ανάπτυξη ή διαχείριση αυτών των δικαιωμάτων. Με βάση τα γεγονότα αυτής της υπόθεσης, η κύρια γραμμή αντίκειται στην πραγματικότητα και την κοινή λογική», είπε ο Μπίαρντ. «Οι δραστηριότητες αυτών των δύο παραρτημάτων στην Ιρλανδία απλώς δεν μπορούν να είναι υπεύθυνες για τη δημιουργία σχεδόν όλων των κερδών της Apple εκτός της αμερικανικής ηπείρου».
Ο Μπίαρντ, όπως μεταδίδει το ΑΜΠΕ, απέρριψε τις επικρίσεις για τον φορολογικό συντελεστή 0,005% που κατέβαλε η κύρια μονάδα της Apple στην Ιρλανδία το 2014, την οποία αναφέρει στην απόφασή της η Επιτροπή, λέγοντας πως η ρυθμιστική αρχή επιδιώκει απλώς «πρωτοσέλιδα παραθέτοντας μικρούς αριθμούς».
Καταβάλλοντας κατά μέσο όρο παγκόσμιο φορολογικό συντελεστή 26%, η Apple έχει πει πως είναι ο μεγαλύτερος ‘φορολογούμενος’ παγκοσμίως και ότι τώρα καταβάλλει γύρω στα 20 δισεκ. ευρώ σε φόρους στις ΗΠΑ για τα ίδια κέρδη που η Επιτροπή λέει ότι θα έπρεπε να έχουν φορολογηθεί στην Ιρλανδία.
Το τρέχον οικονομικό τρίμηνο, η Apple αναμένει έσοδα 61-64 δισεκ. δολαρίων και μικτό κέρδος 37,5-38,5%. Η Ιρλανδία, που η οικονομία της έχει ωφεληθεί από τις επενδύσεις πολυεθνικών εταιριών που προσελκύονται από τους χαμηλούς φορολογικούς συντελεστές, προσφεύγει επίσης κατά της απόφασης της Επιτροπής.
«Όπως έχει τονίσει ήδη η Ιρλανδία, [η απόφαση της Κομισιόν] υπονομεύει τη νομική βεβαιότητα, … και η νομική βεβαιότητα είναι μια αρχή κλειδί του δικαίου της ΕΕ — μία αρχή στην οποία στηρίζονται οι επιχειρήσεις», είπε ο Μπίαρντ.
«Μερικοί μπορεί να θέλουν να αλλάξουν το διεθνές φορολογικό σύστημα αλλά αυτό είναι ένα θέμα της φορολογικής νομοθεσίας — όχι κρατική βοήθεια», είπε.
Η Ιρλανδία έχει πει πως έχει υποστεί εντελώς αδικαιολόγητες επικρίσεις και πως η φορολογική υπόθεση της Apple οφείλεται σε μια ασυμβατότητα ανάμεσα στα φορολογικά συστήματα της Ιρλανδίας και των ΗΠΑ.
«Η απόφαση της Κομισιόν έχει θεμελιώδη κενά», δήλωσε ο Πολ Γκάλαχερ, δικηγόρος για την Ιρλανδία, στο δικαστήριο.
Οι δικηγόροι της Επιτροπής θα παρουσιάσουν τα επιχειρήματά τους επίσης σήμερα. Το δικαστήριο αναμένεται να αποφανθεί μέσα στους ερχόμενους μήνες — ο χαμένος της υπόθεσης αναμένεται ότι θα προσφύγει στο Δικαστήριο της ΕΕ και η τελική απόφαση μπορεί να πάρει πολλά χρόνια μέχρι να εκδοθεί.