Η πυγμαχία στους Ολυμπιακούς Αγώνες και ειδικά στην κατηγορία βαρέων βαρών ήταν βασικά υπόθεση των ΗΠΑ, οι αθλητές της οποίας στη συνέχεια έγιναν επαγγελματίες κερδίζοντας τίτλους και χρήματα. Αυτά τα δύο, όμως, δεν απασχόλησαν ιδιαίτερα τον άνθρωπο που έβαλε τέλος στην αμερικάνικη κυριαρχία και έγινε ο αγαπημένος αθλητής του Φιντέλ Κάστρο. Ο λόγος για τον Τεόφιλο Στίβενσον, τον κορυφαίο ερασιτέχνη πυγμάχο όλων των εποχών.

Γεννηθείς το 1952, ο πιτσιρικάς Τεόφιλο έβλεπε ή μάθαινε για τους θριάμβους των Αμερικανών πυγμάχων στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Ο Κάσιους Κλέι, ο Τζο Φρέιζερ, ο Τζορτζ Φόρμαν, όλοι τους υπήρξαν χρυσοί Ολυμπιονίκες και στη συνέχεια έγιναν επαγγελματίες και πρόσθεσαν στο βιογραφικό τους τίτλους και στον τραπεζικό τους λογαριασμό χρήματα. Ο πιτσιρικάς Στίβενσον τα έβλεπε ή ενημερωνόταν για όλα αυτά επειδή ο πατέρας του είχε υπάρξει ερασιτέχνης πυγμάχος και αγαπούσε, όπως είναι λογικό, το άθλημα.

Δεν άργησε, επομένως, να διαπιστώσει ότι ο γιος του είχε ταλέντο, θα μπορούσε να μπει σε ρινγκ και να σταθεί μια χαρά. Έτσι, άρχισε να τον προπονεί, να τον βάζει στο κλίμα, να τον προετοιμάζει για τις μάχες που θα έρχονταν. Κάποιες από αυτές ο Τεόφιλο Στίβενσον τις κέρδισε, κάποιες τις έχανε. Σημασία έχει ότι είχε αγαπήσει και ο ίδιος το μποξ και η καριέρα του, η ζωή του, θα άλλαζε όταν η Σοβιετική Ένωση θα έστελνε στην Κούβα προπονητές για να βοηθήσουν στην ανάπτυξη του αθλήματος. Έτσι, τρεις εξ αυτών και συγκεκριμένα οι Αντρέι Τσερβολένκο, Γεβγένι Ογκουρένκοφ και Βασίλι Ρομανόφ θα αναλάμβαναν τον έφηβο Τεόφιλο διακρίνοντας και οι ίδιοι το ταλέντο του.

Οι προπονήσεις ήταν σκληρές, όταν όμως ήρθε το χρυσό μετάλλιο στο πρωτάθλημα Νέων της Κούβας, ο 17χρονος Στίβενσον κατάλαβε ότι άξιζε τον κόπο. Θα ακολουθούσε το χάλκινο μετάλλιο στους Παναμερικανικούς Αγώνες του 1971 και το επόμενο βήμα ήταν οι Ολυμπιακοί Αγώνες της επόμενης χρονιάς. Έτσι, το 1972 ο Τεόφιλο Στίβενσον ήταν στην αποστολή της Κούβας για τους Αγώνες του Μονάχου, όπου θα άρχιζε να χτίζει τον μύθο του.

Τεόφιλο Στίβενσον

Ο επιβλητικός (1.96μ.) Κουβανός, ο οποίος ήταν εντυπωσιακά ευκίνητος για τη σωματοδομή του, έπρεπε πρώτα να διώξει τα… φαντάσματα της ήττας του από τον Νουέιν Μπόμπικ ένα χρόνο νωρίτερα στους Παναμερικανικούς Αγώνες. Όταν, επομένως, τον αντιμετώπισε στον προημιτελικό του 1972, ήρθε το ξέσπασμα: Μετά τους πρώτους δύο γύρους ο Τεόφιλο μπήκε αφηνιασμένος στον 3ο και ισοπέδωσε τον αντίπαλό του, ρίχνοντάς τον τρεις φορές κάτω. Αποτέλεσμα; Ο διαιτητής διέκοψε τον αγώνα με νίκη του Κουβανού, ο οποίος από εκεί και πέρα απλά διέλυε όποιον έβρισκε μπροστά του.

Ο Στίβενσον κατέκτησε εύκολα το χρυσό μετάλλιο στο Μόναχο και επανέλαβε την επιτυχία του το 1976 στο Μόντρεαλ με τέσσερα συνεχόμενα νοκ άουτ. Οι επιτυχίες του, φυσικά, αποτελούν θέμα συζήτησης και θα δεχθεί πρόταση 5 εκατ. δολαρίων για να γίνει επαγγελματίας και να αντιμετωπίσει τον Μοχάμεντ Άλι, με τον ίδιο όμως να αρνείται. «Η αγάπη των 8 εκατομμυρίων Κουβανών είναι πάνω από τα λεφτά», θα πει και θα αρνηθεί, μεγαλώνοντας κι άλλο τον μύθο του στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Μόσχας το 1980.

Εκεί όπου θα κατακτήσει ξανά, για τρίτη συνεχόμενη φορά, το χρυσό μετάλλιο και θα κερδίσει τον τίτλο του κορυφαίου ερασιτέχνη πυγμάχου όλων των εποχών, όπως και αυτόν του αγαπημένου αθλητή του Φιντέλ Κάστρο, ο οποίος δεν έχανε αγώνα του.