Ο βαρώνος Πιερ ντε Κουμπερτέν καταγόταν από τη Γαλλία και θεωρείται ο πατέρας των σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων, αλλά το Παρίσι δεν προτίθεται να τιμήσει φέτος τη μνήμη του παρότι διοργανώνει την κορυφαία αθλητική διοργάνωση.
Με εντολή του Εμανουέλ Μακρόν θα τύχει περιορισμένης προβολής, ενώ απαγόρευσε ρητά να μεταφερθούν τα λείψανά του στο Πάνθεον του Παρισιού, το ιερό για τους εθνικούς ήρωες της χώρας. Αφορμή αποτελούν οι μισαλλόδοξες ιδέες του για τη φυλή και τα φύλα, αλλά και επιστολές που φέρεται να εκθείαζε τους Ναζί.
Σύμφωνα με την ιστοσελίδα coubertin.org που είναι αφιερωμένη στο όνομά του, ο Κουμπερτέν γεννήθηκε στη γαλλική πρωτεύουσα την 1η Ιανουαρίου 1863 από πατέρα ζωγράφο και μητέρα αριστοκράτισσα. Διέμενε σε ένα κάστρο της Νορμανδίας και μορφώθηκε στο κλασικό ιησουιτικό σχολείο του Παρισιού, ενώ αποφοίτησε το 1880 με πτυχίο στη φιλολογία. Στη συνέχεια εντάχθηκε στη φημισμένη στρατιωτική ακαδημία του Saint Cyr ακολουθώντας την αριστοκρατική παράδοση, αλλά αδιαφορώντας για τους πολέμους, φοίτησε στο νομικό τμήμα της Σχολής Πολιτικών Επιστημών.
Σύντομα έχασε το ενδιαφέρον του και στράφηκε στην εκπαίδευση, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορούσε τον αθλητισμό, ενώ έγινε διοργανωτής του Διεθνούς Συνεδρίου Φυσικής Αγωγής. Τότε, ταξίδεψε σε όλη την Ευρώπη για να πάρει ιδέες και έκανε ειδική περιοδεία στη Βρετανία, επειδή η χώρα εφάρμοσε εκπαιδευτικά προγράμματα φυσικής αγωγής. Το 1889 έλαβε πρόσκληση από τον γιατρό William Penny Brookes να παρακολουθήσει τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Wenlock και θαμπώθηκε από τη διοργάνωση, που θεώρησε μια άτυπη αναβίωση των αρχαίων Ολυμπιακών Αγώνων.
Επιστρέφοντας στη Γαλλία επικοινωνεί με πλούσιους και αθλητές για επίσημη αναβίωση, ενώ το 1892 στη Σορβόννη παρουσιάζει ολοκληρωμένα την πρόταση του. «Για κάθε άνδρα, γυναίκα και παιδί, οι Ολυμπιακοί προσφέρουν μια ευκαιρία για αυτοβελτίωση», θα πει χαρακτηριστικά και στις 23 Ιουνίου 1894 στο Διεθνές Συνέδριο του Παρισιού εγκρίνονται οι Ολυμπιακοί Αγώνες που θα διεξαχθούν το 1896 στην Αθήνα.
Οι βάσεις των Ολυμπιακών και οι μισαλλόδοξες ιδέες
Η αθλητική διοργάνωση τυχαίνει ευρείας αποδοχής από όλο τον κόσμο, προσφέροντας ευκαιρίες σε κράτη και ανθρώπους που τότε ήταν σε δεύτερη μοίρα. Χαρακτηριστικά το 1904 ο George Coleman Poage γίνεται ο πρώτος μαύρος και Αφροαμερικανός αθλητής που κερδίζει το χρυσό μετάλλιο, ενώ μετά από λίγο καιρό οι γυναίκες λαμβάνουν μέρος στους αγώνες.
Όμως, ο Κουμπερτέν φέρεται να διαφωνεί με τις παραπάνω συμμετοχές και να τις αποδέχεται, για να μη χάσει τη διεθνή υποστήριξη. Σε επιστολές που έγραψε τις πρώτες δύο δεκαετίες του 20ου αιώνα ανέφερε πως «η συμμετοχή των γυναικών υπονομεύει την ίδια την πειθαρχία των συναγωνιζόμενων ανδρών» και ότι «η ανωτερότητα της λευκής φυλής είναι αδιαπραγμάτευτη», υποστηρίζοντας παράλληλα τη συμμετοχή αθλητών από την αστική τάξη και όχι την εργατική.
Επίσης, οι Times of London έγραψαν σε δημοσίευμα πως ο δημοσιογράφος Αϊμερίκ Μαντού ανακάλυψε επιστολές του βαρώνου σε αρχείο του Τρίτου Ράιχ, όπου εξήρε «τη θαυμάσια επιτυχία» των Αγώνων του Βερολίνου το 1936 και εξέφρασε τη «βαθιά αφοσίωσή» του στον Φύρερ.
Επίσημα η Ολυμπιακή Επιτροπή αναγνώρισε τις μισαλλόδοξες ιδέες του Κουμπερτέν, αλλά όχι και στις επιστολές προς το ναζιστικό καθεστώς, αναφέροντας στην επίσημη ιστοσελίδα της ότι «όπως τόσοι πολλοί οραματιστές, έτσι και ο Κουμπερτέν είχε τα σκοτεινά σημεία του… Παρ’ όλα αυτά, η συμμετοχή των γυναικών στους Ολυμπιακούς Αγώνες εξαπλασιάστηκε υπό την προεδρία του. Με την πάροδο του χρόνου, οι Ολυμπιακοί Αγώνες έγιναν ένας θρίαμβος της διαφορετικότητας για άνδρες και γυναίκες, ενώνοντας όλα τα έθνη με φιλία και ειρήνη μέσω του αθλητισμού στη μεγαλύτερη γιορτή της ανθρωπότητας στον κόσμο».
Παρά τις διαφωνίες που εξέφρασε ο βαρώνος, εργάστηκε πυρετωδώς για να θέσει τις βάσεις των σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων, σχεδιάζοντας τους πέντε δακτυλίους και γράφοντας το καταστατικό της διοργάνωσης. Επίσης, ξόδεψε όλη την περιουσία του προωθώντας την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση και τον ολυμπισμό, με αποτέλεσμα τα τελευταία χρόνια της ζωής του να επιβιώνει χάρη σε δωρεές του αριστοκρατικού του κύκλου.
Στις 2 Σεπτεμβρίου 1937 πέθανε σε ηλικία 74 ετών χτυπημένος από καρδιακή προσβολή και σύμφωνα με την τελευταία του επιθυμία, η σορός του ενταφιάστηκε στο κοιμητήριο της Λοζάνης, ενώ η καρδιά του τοποθετήθηκε σε επιτύμβια στήλη στην Αρχαία Ολυμπία επτά μήνες μετά τον θάνατό του στις 26 Μαρτίου 1938.