Η δεκαετία του ’80 είναι αυτή κατά τη διάρκεια της οποίας ένας ποδοσφαιριστής, ο Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα, μετατράπηκε και αντιμετωπίστηκε σαν κοινωνικό φαινόμενο και αυτή είναι, όντως, η βάση πάνω στην οποία θα πρέπει να κριθεί η επταετή (1984-91) παρουσία του στη Νάπολι, την οποία κατάφερε να βάλει στον ποδοσφαιρικό χάρτη της Ιταλίας. Και η επιρροή του Αργεντίνου ήταν τέτοια ώστε στις 3 Ιουλίου 1990, στον πιο σουρεαλιστικό ημιτελικό Μουντιάλ στην ιστορία της διοργάνωσης, να προσπαθήσει και να καταφέρει να αλλάξει και τον κανονικό χάρτη της γειτονικής χώρας…
Αν κάποιος επισκεφθεί τη Νάπολη σήμερα και φωνάξει «Ντιέγκο», θα είναι πολλοί οι 30-35άρηδες που θα γυρίσουν το κεφάλι τους. Και όχι επειδή θα περιμένουν να δουν τον Μαραντόνα ξαφνικά μπροστά τους σαν όραμα, αλλά επειδή έτσι ονομάζονται. Έτσι βαφτίστηκαν. Έτσι αποφάσιζαν οι γονείς τους, μαζικά, στα χρόνια που ο Αργεντίνος φορούσε το Νο10 της ομάδας της πόλης τους, ότι πρέπει να τους λένε. Και ήταν μια απόφαση που δεν πάρθηκε επειδή ο Ντιέγκο έκανε ντρίμπλες όπως κανείς ή επειδή οδήγησε τη Νάπολι στο πρώτο και στη συνέχεια στο δεύτερο -και τελευταίο σήμερα- πρωτάθλημα της ιστορίας της.
Αποφάσισαν να βαφτίζουν τα παιδιά τους «Ντιέγκο», επειδή ο Μαραντόνα, ναι, τους έκανε πρωταθλητές, αλλά πάνω απ’ όλα τούς έδωσε το δικαίωμα να αισθανθούν νικητές έναντι του πλούσιου βορρά. Η ιστορία δεν είναι η κλασική ρομαντική, στην οποία είναι απαραίτητη και λίγη… μιζέρια, ώστε να πουληθεί καλύτερα. Η ιστορία είναι πραγματική, γιατί οι κοινωνικές και κατ’ επέκταση οικονομικές ανισότητες που παρατηρούνται σήμερα στην Ιταλία ανάμεσα σε βορρά και νότο, τη δεκαετία του ’80 ήταν ακόμη πιο έντονες. Η ομάδα επομένως, η Νάπολι, ήταν το «όχημα» του φτωχού νότου για να… την πει στον πλούσιο βορρά. Και ο Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα ήταν ο εκλεκτός που αναλάμβανε να τους οδηγήσει σε αυτή τη «μάχη» και να τους στέψει, για πρώτη φορά, νικητές.
«Αυτοί σας θέλουν μία μέρα, εγώ είμαι εδώ 365»
Όταν, επομένως, στις 3 Ιουλίου 1990 η Ιταλία, η διοργανώτρια του Μουντιάλ Ιταλία, κατέβαινε στη Νάπολη για να αντιμετωπίσει την Αργεντινή στον ημιτελικό, ο Ντιέγκο αποφάσισε ότι ήταν η κατάλληλη στιγμή. Για ποιο πράγμα; Για να προκαλέσει τους Ιταλούς, να μετρήσει τις δικές του δυνάμεις, να πάρει τους Ναπολιτάνους με το μέρος της δικής του Αργεντινής. Της δικής του πατρίδας. «Αυτοί έρχονται τώρα, μία φορά, για μια μέρα του χρόνου, εδώ και θέλουν την υποστήριξή σας. Εγώ μάχομαι για εσάς 365 μέρες τον χρόνο», ήταν το μήνυμα του προς τη… δική του πόλη. Αυτή που ζούσε στον ρυθμό του. Αυτή που τον λάτρευε. Αυτή που του συγχωρούσε τα πάντα. Ακόμη και το να προσπαθήσει να τη στρέψει κόντρα στην πατρίδα της.
Κανείς άλλος ποδοσφαιριστής δεν θα το επιχειρούσε, γιατί κανείς δεν έφτασε ποτέ σε τέτοιο σημείο αποδοχής και λατρείας από μια πόλη. Και κανείς άλλος, παρά μόνο αυτός, δεν θα μπορούσε να πετύχει αυτό που ήθελε. Στις 3 Ιουλίου 1990, το κατάμεστο Σαν Πάολο δεν πανηγύρισε ολόκληρο και με την ψυχή του το 1-0 του Σκιλάτσι. Δεν στενοχωρήθηκε ολόκληρο και από τα βάθη της καρδιάς του για το 1-1 του Κανίγια. Δεν ήταν ενωμένο στη θλίψη όταν ο Γκοϊκοετσέα απέκρουε τα πέναλτι των Σερένα και Ντοναντόνι και ο Μαραντόνα ευστοχούσε στο δικό του, καθώς η Αργεντινή έσβηνε το όνειρο της Ιταλίας για θρίαμβο στο σπίτι της…
Ο Ντιέγκο είχε βγει νικητής από μια μεγάλη μάχη, χωρίζοντας την Ιταλία στα δύο σε έναν ημιτελικό Μουντιάλ στην έδρα της. Και τελικά αυτό, κάποιους μήνες μετά, θα έφερνε την αποχώρησή του νύχτα από την πόλη και με την κατηγορία του ντοπαρισμένου, έχοντας μπει στο στόχαστρο της Καμόρα που σε αυτόν τον ημιτελικό Μουντιάλ είχε χάσει περιουσίες ολόκληρες στον παράνομο στοιχηματισμό…