Τις πιθανότητες επιστροφής του Δημήτρη Διαμαντίδη στην Εθνική Ελλάδος γνωστοποίησε ο Γιώργος Βασιλακόπουλος, με τον πρόεδρο της ΕΟΚ να παραδέχεται η πρόσληψη του Γιόνας Καζλάουσκας δεν αποτέλεσε την ιδανικότερη λύση για το πόστο ομοσπονδιακού τεχνικού. Ο νέος πρόεδρος της ΕΟΚ, Γιώργος Βασιλακόπουλος, μίλησε στον ραδιοφωνικό σταθμό «ΑΘΗΝΑ 9.84».
Αποσπάσματα από την συνέντευξή του
– Η επιστροφή σας στον προεδρικό θώκο της Ελληνικής Ομοσπονδίας Καλαθοσφαίρισης, σημαίνει μεγαλύτερη ενασχόλησή σας με τα θέματα του ελληνικού μπάσκετ;
«Σαφέστατα, ναι. Βεβαίως και επιπλέον ανάληψη όλων των ευθυνών που έχει αυτή. Νομίζω ότι ήταν υποχρέωσή μου να το κάνω αυτό, γιατί πράγματι την προηγούμενη δεκαετία, χωρίς φυσικά να ξεχνώ τις υποχρεώσεις που είχα απέναντι στο ελληνικό μπάσκετ, είχα αφιερώσει πολύ χρόνο στην οργάνωση της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας, διότι, μην ξεχνάτε ότι ήμουν αυτός που ουσιαστικά έφτιαξε την ανεξάρτητη Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία το 2001.
Φυσικό ήταν, μιας και το θεωρώ δημιούργημά μου, να έδωσα αυτό το διάστημα ένα μεγάλο μέρος της δραστηριότητάς μου, χωρίς όμως πάντα –επαναλαμβάνω– να ξεχνώ ότι έχω υποχρέωση στο ελληνικό μπάσκετ και στη χώρα μου. Πάντα υποστήριζα, με ιδιαίτερο σθένος, τα συμφέροντα του ελληνικού μπάσκετ και τα συμφέροντα του ελληνικού αθλητισμού.
Ποτέ δεν ξέχασα ότι είμαι Έλληνας και ότι έχω υποχρεώσεις σε αυτή τη χώρα. Δυστυχώς, αυτό δεν ισχύει για όλους που κατέχουν θέσεις σε διεθνείς οργανισμούς. Δυστυχώς».
– Δεν είναι λίγοι εκείνοι που πιστεύουν ότι είσαστε ο κορυφαίος παράγοντας στην ιστορία του ελληνικού, αλλά και του ευρωπαϊκού, μπάσκετ. Βλέπετε να υπάρχει διάδοχη κατάσταση;
«Πιστεύω ότι θα υπάρχει, διότι πρώτον “ουδείς αναντικατάστατος”, όπως λέει και ο λαός μας και δεύτερον, διότι οι ηγέτες βγαίνουν μέσα από την αναζήτηση του συγκεκριμένου κοινωνικού σώματος. Λοιπόν, μέσα από την αναζήτηση που θα αναπτυχθεί, θα βγουν και οι νέες ηγεσίες του ελληνικού μπάσκετ. Δεν υπάρχουν αναντικατάστατοι. Όχι, δεν υπάρχουν. Υπάρχουν καλοί, μέτριοι, και κακοί. Θα δούμε στην πορεία».
– Τι πιστεύετε ότι φταίει για την κρίση στα σπορ και τα προβλήματα που ταλανίζουν τους συλλόγους;
«Κοιτάξτε, είναι κρίση κοινωνίας γενικότερα. Αυτή τη στιγμή, η κοινωνία σε παγκόσμιο επίπεδο αναζητά την ταυτότητά της. Φυσιολογικό είναι επίσης, από τη στιγμή που η οικονομική εξουσία έχει επιβληθεί όλων των άλλων εξουσιών και ιδιαίτερα της πολιτικής, η κρίση που διέρχεται το παγκόσμιο μοντέλο να έχει επηρεάσει και την κοινωνία, και έκφραση της κοινωνίας είναι ο αθλητισμός. Αυτή είναι η δική μου ανάλυση και η δική μου εκτίμηση».
– Θα θέλατε να μας δώσετε τη δική σας εκτίμηση για τους λόγους που οδήγησαν την εθνική μας ομάδα μπάσκετ στην αποτυχία, στο παγκόσμιο πρωτάθλημα της Τουρκίας; Είναι αλήθεια ότι μας απογοήτευσε όλους, αυτό που είδαμε από τα παιδιά μας…
«Όχι, η απογοήτευση είναι πολύ σκληρό συναίσθημα. Οπωσδήποτε, ήταν μία αποτυχία. Θα πρέπει όμως να δούμε το θέμα, με την έννοια ότι αυτοί που έχουν προσφέρει τόσες μεγάλες επιτυχίες, έχουν δικαίωμα και στην αποτυχία. Έτσι, λοιπόν, η κριτική μας απέναντι σε αυτά τα παιδιά θα πρέπει να είναι κάπως συγκρατημένη, λαμβάνοντας υπόψη και το παρελθόν και τις μεγάλες επιτυχίες που έχουν φέρει.
Όσο για τους λόγους της αποτυχίας, αυτοί δεν είναι πάρα πολλοί, αλλά -εν πάση περιπτώσει- δεν πρέπει να στεκόμαστε και να τους αναζητάμε πάντα, αλλά σαφέστατα πρέπει να τους εντοπίζουμε, να προσπαθούμε να διορθώνουμε τα λάθη και να τα ξεπερνάμε, για να πάμε στην επόμενη μέρα.
Βρισκόμαστε ήδη στο στήσιμο της επόμενης μέρας και δεν στεκόμαστε, ούτε μένουμε στους λόγους, τι έφταιξε, γιατί δεν μπήκε εκείνο το καλάθι ή γιατί έγινε οτιδήποτε άλλο.
Οπωσδήποτε στοίχισαν στην πορεία της εθνικής ομάδας τα γεγονότα που συνέβησαν στον αγώνα με τη Σερβία, γεγονότα τα οποία είναι καταδικαστέα από όλους όσοι συμμετέχουν στο αθλητικό κίνημα της χώρας.
Αυτό στοίχισε και δημιούργησε κενά στην εθνική μας ομάδα, οπωσδήποτε επηρέασε τη συνέχεια. Κάναμε τα δύο πρώτα παιχνίδια χωρίς δύο πρωτοκλασάτους παίκτες και αυτό μας οδήγησε στην αποτυχία. Επιμένω ότι ήταν μία αποτυχία, αλλά αυτά τα παιδιά έχουν δικαίωμα και στην αποτυχία».
– Πώς κρίνετε την απόφαση του Διαμαντίδη, να αποχωρήσει από το αντιπροσωπευτικό μας συγκρότημα;
«Θα μου επιτρέψετε να πω ότι υπάρχουν πάντα και δεύτερες σκέψεις και ο Δημήτρης έχει όλο το χρόνο να σκεφτεί την απόφαση την οποία, δυστυχώς, ανακοίνωσε αμέσως μετά τον αγώνα με την Ισπανία. Υπάρχουν δεύτερες σκέψεις.
Και επειδή γνωρίζω πολύ καλά το χαρακτήρα του και επειδή επίσης και αυτός γνωρίζει ότι το ελληνικό μπάσκετ τον έχει ανάγκη, θα προχωρήσει σε δεύτερες σκέψεις.
Αν και είμαι αρκετά κοντά με τους παίκτες, δυστυχώς αιφνιδιαστήκαμε και από τη σπουδή των φίλων σας εκεί, οι οποίοι για πρώτη φορά τον πήραν και τον έβγαλαν να κάνει αμέσως δηλώσεις.
Εν πάση περιπτώσει, δεν λέω ότι το λάθος ήταν των συναδέλφων σας – για όνομα του Θεού. Νομίζω και πάλι επιμένω, ότι ο Δημήτρης θα το ξανασκεφτεί. Τον έχει ανάγκη το ελληνικό μπάσκετ. Τον έχουμε ανάγκη όλοι. Θα το ξανασκεφτεί και θα είναι κοντά μας πάλι».
– Πρόεδρε, τελικά ήταν λάθος η επιλογή Καζλάουσκας;
«Μην ξεχνάτε ότι πέρυσι ήταν τρίτος ως προπονητής, δηλαδή γιατί ο πρώτος χρόνος ανήκει πάντα στους πρωταγωνιστές, που είναι οι παίκτες. Αυτό το λέω συνέχεια και ύστερα από πολύ μεγάλες επιτυχίες, ότι οι μεγάλοι πρωταγωνιστές είναι οι παίκτες. Βέβαια, ο προπονητής ήταν ο Καζλάουσκας. Οπωσδήποτε έχει και αυτός το ποσοστό συμμετοχής στην αποτυχία.
Νομίζω ότι ο Καζλάουσκας είναι ένας καλός τεχνικός, δεν χρειάζεται τα εύσημα από εμάς. Ήταν ήδη καταξιωμένος στο παγκόσμιο και ευρωπαϊκό μπασκετικό στερέωμα, ένας πολύ καλός κύριος. Εν πάση περιπτώσει, δεν πήγαμε καλά στη δεύτερη φάση της παρουσίας του, ως εθνικός προπονητής».
– Θα ήθελα μια πιο ξεκάθαρη απάντηση στο ερώτημά μου για τον πρώην εθνικό προπονητή…
«Όχι, δεν ήταν λάθος η επιλογή του. Πέρυσι ήταν πετυχημένος. Φέτος είχε τη δική του συμβολή στην αποτυχία. Επαναλαμβάνω ότι δεν ήταν λάθος. Δεν ήταν ίσως η ιδανικότερη λύση, αλλά μην ξεχνάτε ότι όλα αυτά προέκυψαν ύστερα από τη φυγή του Παναγιώτη Γιαννάκη, οπωσδήποτε μια παρελκυστική πολιτική χάσαμε χρόνο με τον Μεσίνα και καταλήξαμε στον Καζλάουσκας, γιατί εκείνη τη στιγμή ήταν ό,τι καλύτερο υπήρχε στη διεθνή αθλητική πιάτσα».
Πηγή: gazzetta.gr