Στις 15 Μαΐου του 1997, ο Φερνάνδο Ρόιγ ανακοίνωνε σε ένα μικρό εστιατόριο της Βίλα Ρεάλ στο Καστεγιόν ότι αγοράζει μια ομάδα δεύτερης κατηγορίας. Όντας πρόεδρος της Παμέσα Βαλένθια στο μπάσκετ, έβλεπε στον σύλλογο που δεν είχε αγωνιστεί ποτέ στην Primera προοπτική. Αγόρασε μια ομάδα με χρέη, χωρίς προπονητικό κέντρο, η οποία έπαιζε σε ένα γηπεδάκι για 3000 θεατές. Το «κίτρινο υποβρύχιο» όμως ήταν έτοιμο να αναδυθεί. Στο τέλος της επόμενης δεκαετίας, η Βιγιαρεάλ απέκλεισε τον Παναθηναϊκό και προκρίθηκε στους «16» του Champions League έχοντας στον πάγκο της τον Μανουέλ Πελεγρίνι και παίκτες όπως ο Ιμπαγάσα, ο Καθόρλα, ο Ρόσι, ο Σένα. Τη φανέλα της είχαν φορέσει ο Σορίν, ο Ρικέλμε, ο Φορλάν και ο Πιρές, ονόματα που από μόνα τους δείχνουν την εκτόξευση που πέτυχε ο σύλλογος του Ρόιγ, ο οποίος έφτασε το 2006 μέχρι τα ημιτελικά του Champions League για να αποκλειστεί από την Άρσεναλ με ένα χαμένο πέναλτι του Πιρές. Ήταν επίσης η μοναδική ομάδα που έσπασε το δίπολο, τερματίζοντας το 2008 δεύτερη πίσω από την Ρεάλ Μαδρίτης και μπροστά από τη Μπαρτσελόνα. Η Βιγιαρεάλ όμως δεν ήταν οικοδομημένη σε σταθερά θεμέλια. Η φούσκα έσκασε με τον υποβιβασμό της περιόδου 2011-12. Η ομάδα του Λοτίνα ξεκίνησε τη σεζόν στο Champions League, όμως έχασε την τελευταία αγωνιστική από την Ατλέτικο Μαδρίτης και η Γρανάδα έκοψε το νήμα έχοντας έναν βαθμό παραπάνω, με αποτέλεσμα να την στείλει στην Σεγούνδα μαζί με τη Χιχόν και τη Σαντατέρ. Το χρέος ξεπερνούσε τα εκατό εκατομμύρια, για κάποιους ίσως και τα 200, ενώ υπήρξαν κατηγορίες για φοροδιαφυγή και προβλήματα με την εφορία που δικάζονται ακόμα. Όμως η Βιγιαρεάλ κατάφερε να αλλάξει ρότα, έστω κι αν χρειάστηκε ο Ρόιγ να «ματώσει» και να πουλήσει ποσοστό από την αλυσίδα σούπερ μάρκετ Μercadona που έχει στην κατοχή του. Βασικό ρόλο έπαιξε το ότι είχε επενδύσει, πέραν των συμβολαίων και σε υποδομές, καθώς και ότι αντιλήφθηκε έγκαιρα τις βασικές αρχές βιωσιμότητας στο σύγχρονο ποδόσφαιρο. Προφανώς, εκτός από την ομάδα έκανε καλό και στην τσέπη του. Ο Ρόιγ απαλλάχθηκε από τα βαριά συμβόλαια, επένδυσε σε εγκαταστάσεις, ακαδημία και στελέχη. Έπρεπε να βρεθεί πλέον τρόπος το «Κίτρινο Υποβρύχιο» να έχει έσοδα και αυτό θα γινόταν μόνο με την διαδικασία της οργάνωσης του σκάουτινγκ και της αξιοποίησης των ταλέντων που θα έρχονταν ή θα παράγονταν. «Η Βιγιαρεάλ δουλεύει με δομημένο τρόπο. Έπεσαν κατηγορία, όμως ανέπτυξαν υποδομές και έχουν μια καλή διοικητική και ποδοσφαιρική βάση», έλεγε το 2013, μετά την επιστροφή στην Πριμέρα, ο Πελεγρίνι. Το δίκτυο σκάουτινγκ επεκτάθηκε και δημιουργήθηκε η πρώτη Ciudad Deportiva, ένα άρτιο προπονητικό κέντρο με εννιά γήπεδα για όλες τις ομάδες και τις ακαδημίες. Το 2015 κατασκευάστηκε και δεύτερο προπονητικό, με 12 γήπεδα και εγκαταστάσεις, τις οποίες μπορεί να χρησιμοποιήσει όχι μόνο η Βιγιαρεάλ, αλλά και άλλες τοπικές ομάδες, στεγάζοντας παιδιά από την ευρύτερη περιφέρεια και φέρνοντας ταλέντα που δουλεύονται για να εξελιχθούν και όχι απλά για να γεμίζουν τις προπονήσεις. «Η Βιγιαρεάλ αποτελεί μοντέλο για το πως πρέπει να λειτουργούν τα μικρά κλαμπ και δείχνει την σημασία του να έχεις έναν ιδιοκτήτη που να σκέφτεται το μέλλον», δήλωνε ο ειδικός σε θέματα ποδοσφαιρικής οικονομίας και καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Σέφιλντ, Νταν Πλάμλεϊ. «Όλα έχουν να κάνουν με το βαθμιαίο χτίσιμο κατά τη διάρκεια των χρόνων στην επένδυση νέων ταλέντων, στην ανάπτυξη της ακαδημίας, στο χτίσιμο δεσμών με την κοινότητα και την λειτουργία ως βιώσιμη επιχείρηση. Οι οπαδοί συμφωνούν με την προσέγγιση του Ρόιγ, επειδή βλέπουν τα αποτελέσματα που έχει». Το κομμάτι της προσέγγισης με την κοινότητα ήταν εμφανές από πριν και δεν ήταν τυχαίο ότι τη μέρα που η Βιγιαρεάλ υποβιβάστηκε, ο πρόεδρός της χειροκροτήθηκε. Ήταν το 2008, όταν η ύφεση πρωτοχτυπούσε την Ισπανία, που έδωσε δωρεάν εισιτήρια διαρκείας σε ανέργους. Επίσης δημιούργησε σχολείο για παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες και πήρε μέρος σε μια σειρά από κοινωνικά πρότζεκτ. «Καλό ποδόσφαιρο, επένδυση σε νέους και καθόλου χρέη. Θα ξοδεύουμε μόνο όσα βγάζουμε», έλεγε πριν από μερικά χρόνια στο περιοδικό Panenka ο Ρόιγ συνοψίζοντας την φιλοσοφία του και με το κλείσιμο του deal για τον Μπακαμπού, φτάνει τα 150 εκατομμύρια από πωλήσεις την τελευταία τριετία. Ο πρώτος σκόρερ της Βιγιαρεάλ αγοράστηκε το 2015 από την Μπούρσασπορ για 7.5 εκατομμύρια και πάει στην Γκουοάν του Πεκίνου με 40. Στην ίδια ομάδα όπου πουλήθηκε ο Πάτο έπειτα από μόλις μια σεζόν στο Μαδριγάλ, με τους «κίτρινους» να βάζουν στα ταμεία τους 18 εκατομμύρια, σχεδόν 9 φορές περισσότερα χρήματα από όσα δαπάνησαν για να τον αποκτήσουν. Ο Γκάμπριελ εντοπίστηκε στη Βραζιλία και αποκτήθηκε για τρία εκατομμύρια, για να πωληθεί δύο χρόνια στην Άρσεναλ για 16. Ο αντικαταστάτης, Ερίκ Μπαγί, κόστισε 5.7 και παραχωρήθηκε για 38. Ο Λουτσιάν Βιέτο, που επέστρεψε στην περιοχή για τη Βαλένθια, αγοράστηκε για 5.5 εκατομμύρια και πωλήθηκε για 20, ενώ ο Μουσάκιο χρειάστηκε τέσσερα και έφυγε με 18! Ακόμα πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα από τον Μπακαμπού είναι ο Ρόντρι, τον οποίο αρκετοί βλέπουν ως τον αντικαταστάτη του Μπούσκετς στην εθνική Ισπανίας. Επιβιβάστηκε στο «Κίτρινο Υποβρύχιο» από τα τμήματα υποδομής της Ατλέτικο, ανέβηκε στην πρώτη ομάδα και όπως αναφέρουν τα ρεπορτάζ αναγκάζει τους ροχιμπλάνκος να βγάλουν από τα ταμεία τους 20 εκατομμύρια για να τον φέρουν το καλοκαίρι πίσω στη στη Μαδρίτη. Η Βιγιαρεάλ φυσικά δεν πουλάει μόνο. Φροντίζει πριν το κάνει να έχει ήδη προγραμματίσει την επόμενη μέρα. Γι’ αυτό και πέρυσι βγήκε ξανά Ευρώπη, γι’ αυτό και έκλεισε το 2017 στην πεντάδα. Στη μπουτίκ μπορεί να μην πωλούνται πια φανέλες του Πιρές και του Ρικέλμε, όμως τα παιδιά της πόλης έχουν πλέον παραπάνω λόγους για να φορούν με καμάρι την κίτρινη φανέλα και να στηρίζουν την ομάδα, γνωρίζοντας ότι αυτή τη φορά δεν θα «σκάσει». Πηγή: gazzetta.gr