Είναι ο ζωντανός θρύλος της ΑΕΚ. Ένας από τους μεγαλύτερους ποδοσφαιριστές του ελληνικού ποδοσφαίρου και κατά πολλούς ο μεγαλύτερος γκολτζής του. Ο Θωμάς Μαύρος «άνοιξε την καρδιά του» στην τηλεόραση της Nova και θυμήθηκε στιγμές από όλη του την καριέρα: από την αρχή της καριέρας του στον Πανιώνιο, το «πώς» έφτασε να προπονείται στα εφηβικά του Ολυμπιακού, την… μετακόμισή του στην ΑΕΚ, τον Λουκά Μπάρλο και τους προπονητές που τον βοήθησαν.
Αναλυτικά η συνέντευξη του…
Για το πώς άρχισαν όλα, για την πρώτη του επαφή με τον Πανιώνιο:
«Ήταν ένα χειμωνιάτικο απόγευμα. Εγώ σχεδόν κάθε Κυριακή πήγαινα στα εντός έδρας παιχνίδια του Πανιωνίου, με έπαιρνε ο πατέρας μου και πηγαίναμε στο γήπεδο. Στο συγκεκριμένο παιχνίδι, ο πατέρας μου δεν μπορούσε να έρθει, ήταν και άσχημος ο καιρός, μου λέει: “εγώ σήμερα δεν μπορώ να πάω στο γήπεδο, άρα δεν θα πάμε”. Εγώ δεν μπορούσα να το δεχτώ αυτό και του λέω: “εγώ θα πάω οπωσδήποτε κι ας έχει άσχημο καιρό”. Μου απάντησε: “τότε άμα το θες τόσο πολύ σήκω και πήγαινε μόνος σου”. Και έφυγα από το σπίτι μου στο Παλαιό Φάληρο, που απείχε δύο-τρία χιλιόμετρα από τη Νέα Σμύρνη, και πήγα. Καθόμουν στην είσοδο από την οποία θα έμπαιναν και οι ποδοσφαιριστές του Πανιωνίου, που ήταν τα ινδάλματά μου την εποχή εκείνη. Έκανε φοβερό κρύο, όπως είπα και όπως ερχόταν η ομάδα με τον αρχηγό της, τον αείμνηστο Τάκη Παπουλίδη, με είδε ο Τάκης και μου λέει: “ρε μικρέ, μόνος σου είσαι; Πού είναι ο πατέρας σου;”. Του λέω: “σήμερα δεν μπόρεσε να έρθει”.
“Είσαι Πανιώνιος;”, με ρώτησε.
“Φυσικά και είμαι Πανιώνιος”.
“Και τι κάνεις εδώ;”
“Τι να κάνω, ήρθα να σας δω”.
“Έχεις εισιτήριο;”
“Όχι”.
“Ά εντάξει, έλα μαζί μας μέσα” μου λέει και πήγα στα αποδυτήρια της ομάδας, καθόμουν απ’ έξω και περίμενα να βγει η ομάδα να κάνει το ζέσταμα. Πριν από τον Πανιώνιο είχε βγει η ομάδα του Πιερικού και είχε αρχίσει ζέσταμα. Τέλος πάντων, το ζέσταμα ήταν κάπως αλλοπρόσαλλο την εποχή εκείνη, είχε πάσες και σουτ με δύναμη και κάνει ένας παίκτης του Πιερικού ένα δυνατό σουτ και με βρίσκει η μπάλα στο πρόσωπο. Πέφτω κάτω, σηκώνομαι κι έκανα ότι δεν πονούσα. Την ίδια στιγμή είχε βγει η ομάδα του Πανιωνίου για ζέσταμα και ο Τάκης ο Παπουλίδης με είδε που έπεσα κάτω και μου λέει “μικρέ χτύπησες στο πρόσωπο; Είσαι καλά;”
“Μια χαρά είμαι κύριε Τάκη δεν έχω τίποτα”, του είπα και για να μου δώσει χαρά και να με ζεστάνει μου λέει :”ξέρεις μπάλα;”
“Ξέρω”.
“Θες να παίξουμε κεφαλιές;”
“Πολύ ευχαρίστως”, λέω.
Μιλάμε τώρα, ότι ο Τάκης Παπουλίδης ήταν ένα θηρίο της εποχής εκείνης, σέντερ μπακ κι εγώ ένας νάνος επτά χρονών τότε. Κάναμε 65 κεφαλιές. Συνεχόμενες χωρίς να πέσει η μπάλα κάτω. Και γυρνά και μου λέει ο Τάκης: “να πας να πεις στον πατέρα σου να σου πάρει μια στολή ποδοσφαιρική του Πανιωνίου και κάθε Κυριακή θα βγαίνεις μαζί με την ομάδα, μαζί με μένα δηλαδή, ως γούρι, μασκότ. Κι έτσι ξεκίνησε η ιστορία μου και η πρώτη επαφή με τα αποδυτήρια της ομάδας της εποχής εκείνης».
Για το αν φανταζόταν από μικρός ότι θα έπαιζε ποδόσφαιρο σε υψηλό επίπεδο:
«Ναι έκανα όνειρα από τότε. Ήταν οι εποχές δύσκολες τότε, δεν υπήρχαν άλλες διασκεδάσεις και νομίζω ότι οι νέοι ήθελαν πιο πολύ τότε να γίνουν ποδοσφαιριστές κι ένα από τα όνειρά μου ήταν να γίνω κι εγώ ένας καλός ποδοσφαιριστής».
Για το πως αποχώρησε σε μικρή ηλικία από τον Πανιώνιο:
«Ο αδερφός μου, όταν εγώ ήμουν μασκότ και στα τσικό, εκείνος έπαιζε στην εφηβική ομάδα του Πανιωνίου. Μία χρονιά τον έκαναν επαγγελματία, αλλά δεν τον έβαλαν ούτε σε ένα ματς της πρώτης ομάδας να παίξει. Ο πατέρας μου το θεώρησε προσβολή και κάπου είχε δίκιο, που δεν τον έβαλαν ούτε για λίγο να τον δει ο κόσμος στην πρώτη ομάδα. Έτσι, έφυγε ο αδερφός μου και με πήρε κι εμένα ο πατέρας μου από τον Πανιώνιο και με πήγε στα τσικό του Ολυμπιακού. Εκεί, μόλις, με είδε ο Ηλίας ο Υφαντής μου λέει: “μικρέ, εσύ ξέρεις πολύ καλή μπάλα και πρέπει να σε πάμε παραπάνω, στους εφήβους”. Κι έκανα κάποιες προπονήσεις με τους εφήβους, έπαιξα και σ’ ένα φιλικό κόκκινοι-άσπροι στο “Καραϊσκάκη” μήνα Αύγουστο και θυμάμαι είχαμε έρθει 2-2 και είχα βάλει ένα γκολ. Και μου είπαν: “να πας να πάρεις το δελτίο σου από τον Πανιώνιο γιατί είσαι πολύ καλός παίκτης, σε θέλει ο Ολυμπιακός και να έρθεις να σε εντάξουμε στους εφήβους”. Πράγμα το οποίο δεν έγινε γιατί ο Πανιώνιος δεν μου έδινε το δελτίο μου. Έτσι έμεινα στον Πανιώνιο»…
Για το αν συνέχισε στον Πανιώνιο μετά από αυτή την εξέλιξη: «Όχι σταμάτησα. Σταμάτησα το ποδόσφαιρο τελείως. Απογοητεύτηκα και λέω δεν θα ξαναπαίξω. Και σταμάτησα μέχρι ένα απόγευμα, όταν ήμουν 14,5 χρονών, που χτύπησε την πόρτα του σπιτιού μου κάποιος κύριος. Ήταν ο έφορος της τότε ομάδας του Πανιωνίου, ο κύριος Παπιδάς και μου είπε αν ήθελα να συνεχίσω να παίξω στην εφηβική ομάδα. Θεώρησα καλή την πρόταση, ξαναήρθαν τα όνειρά μου να γίνω καλός ποδοσφαιριστής και να προσπαθήσω, τέλος πάντων, το δέχτηκα και πήγα στους εφήβους του Πανιωνίου».
Για την προώθησή του στην πρώτη ομάδα του Πανιωνίου σε μικρό χρονικό διάστημα, μόλις στα 16 του χρόνια, από τον Τζο Μάλετ:
«Με είχε δει πρώτα ο Ντέζο Μπούντζακ. Με είχε ξεχωρίσει σε παιχνίδι με τους εφήβους στο Αιγάλεω, είχα βάλει δύο γκολ και είχε νικήσει ο Πανιώνιος το Αιγάλεω 3-1. Είχε έρθει τότε νωρίτερα η πρώτη ομάδα στο γήπεδο, είχε κάνει λάθος στην ώρα και αναγκαστικά είδαν το παιχνίδι των μικρών. Είχα παίξει καλά και αμέσως ήρθε ο κύριος Μπούντζακ και μου λέει: “εσύ από αύριο θα προπονείσαι με την πρώτη ομάδα και θα παίζεις με τους εφήβους. Μέχρι ν’ αδειάσει μία θέση στους επαγγελματίες και να σε κάνουμε επαγγελματία. Στην πορεία όμως, προς το τέλος της σεζόν έφυγε ο κύριος Μπούντζακ κι έτσι έμεινα στους εφήβους με την προϋπόθεση ο καινούργιος προπονητής που θα έρθει, αν με κρίνει κατάλληλο να με κάνει επαγγελματία. Ήταν ο κύριος Τζο Μάλετ. Τότε το καλοκαίρι παίζαμε το πρωτάθλημα ΟΠΑΠ κι εγώ συνέχισα με τους εφήβους και έπαιξα και σε αυτή τη διοργάνωση, όπου ερχόταν ο κύριος Μάλετ κι έβλεπε τα ματς για να πει τις απόψεις του, ποιους παίκτες θέλει, ποιοι να φύγουν κτλ. Στο τελευταίο παιχνίδι λοιπόν, με τον Απόλλωνα στη Ριζούπολη κατέβηκε στα αποδυτήρια και μου είπε: “από αύριο ανήκεις στους επαγγελματίες παίκτες του Πανιωνίου».
Πώς αντιμετώπισε τη νέα προοπτική όταν εκείνη την εποχή ο Πανιώνιος είχε πολύ μεγάλους επιθετικούς, όπως οι Ιντζόγλου, Δέδες, Χάιτας:
«Όταν ξεκίνησα ως επαγγελματίας δεν ήθελα να ξεπεράσω τα ινδάλματά μου γιατί μην ξεχνάτε ότι τον Γιώργο Δέδε, τον Στάθη Χάιτα, τους έβλεπα στην ομάδα όταν εγώ ήμουν μασκότ. Με ήξεραν βέβαια κι αυτό έπαιξε έναν ρόλο γιατί με δέχτηκαν με πολλή αγάπη. Ήξεραν ότι είμαι από τα σπλάχνα του Πανιωνίου και μπορώ να πω ότι με βοήθησαν στα πρώτα στάδια της πορείας μου. Ένιωσα μεγάλη χαρά και περηφάνια, ένιωσα ότι μπήκα σ’ έναν δρόμο που μου άρεσε, που ήθελα να μπω, κι από κει κι έπειτα έπρεπε να δώσω το άπαν των δυνάμεών μου, ώστε να πετύχω τους στόχους μου. Και βέβαια με δέος, με σεβασμό, ήταν άλλες εποχές τότε, και με αγάπη που υπήρχε τότε στον Πανιώνιο. Ήταν πολύ δεμένος σύλλογος, ήταν σαν οικογένεια και νομίζω πως ήταν το καλύτερο ξεκίνημα που μπορούσε να τύχει σ’ έναν νεαρό ποδοσφαιριστή, όπως ήμουν εγώ τότε».
Για τις θυσίες που έκανε τότε στην εφηβική του ηλικία:
«Να πω ένα παράδειγμα; Ήταν πολλά. Ότι στην καλοκαιρινή προετοιμασία περνούσαμε με το πούλμαν με κλειστά παράθυρα, με 40 βαθμούς κι έβλεπα τους φίλους μου στην παραλία που έκαναν μπάνιο κι εγώ ήμουν κουρασμένος, χάλια και πήγαινα κατευθείαν για μπάνιο και μετά να πάω σπίτι να κοιμηθώ για να ξεκουραστώ; Τότε δεν υπήρχε η αθλητιατρική, όπως είναι σήμερα και καταλαβαίνετε ότι μόνο το φαγητό και ο ύπνος ήταν οι βοήθειες στους ποδοσφαιριστές. Σίγουρα ξεχνάς όλες τις διασκεδάσεις, που υπήρχαν στους νέους της εποχής εκείνης. Από την πιο μικρή μέχρι την πιο μεγάλη. Αυτό για να το αντιμετωπίσεις όμως, πρέπει να έχεις πολύ μεγάλη αγάπη γι’ αυτό που κάνεις. Αλλιώς, όπως είναι πολλά τα παραδείγματα, πάρα πολλοί ταλαντούχοι ποδοσφαιριστές δεν μπόρεσαν ν’ αντέξουν αυτή τη ζωή και χαθήκανε. Εγώ είχα μεγάλη αγάπη, ήθελα να φτάσω κάπου, ήμουν φιλόδοξος, σωστός φιλόδοξος, όχι με παραφροσύνη μέσα και αγαπούσα αυτό που έκανα. Δηλαδή, το βράδυ δεν κοιμόμουν γιατί ήθελα να πάω την άλλη μέρα στην προπόνηση, να παίξω στο διπλό, ν’ αποδείξω στον προπονητή μου, στους συμπαίκτες μου, στον εαυτό μου, σε όλους, ότι μπορώ, θα γίνω καλύτερος και συνέχεια μου άρεσε να γυμνάζομαι, να προσπαθώ με βοηθητικούς τρόπους να βελτιώσω την απόδοσή μου στο τερέν».
Για το του είχε πει ο Τζο Μάλετ πράγματα που τον είχαν σημαδέψει:
«Βέβαια. Πρώτα απ’ όλα θυμάμαι ένα απόγευμα του Νοέμβρη, που με φώναξε στο γραφείο μετά την προπόνηση και μου είπε: “αν συνεχίσεις έτσι το καλοκαίρι θα σε διώξω. Δεν θα υπάρχεις”. Πραγματικά ένιωθα έτοιμος να λιποθυμήσω, αλλά είχε δίκιο. Τον ρώτησα “γιατί”, μου απάντησε “γιατί όλες τις μονομαχίες στο προπονητικό διπλό τις χάνεις. Ξέρεις μπάλα, είσαι ταλέντο, αλλά εμένα δεν μου αρκεί αυτό. Θέλω να είσαι δυνατός και στις μονομαχίες. Πενήντα-πενήντα να είναι η μπάλα πρέπει να την παίρνεις εσύ”.
Τι να κάνω, αυτό απαιτούσε ακόμα καλύτερη ζωή, περισσότερη εγκράτεια στη ζωή μου τότε. Αυτό έκανα και σ’ έναν μήνα μεταμορφώθηκα και ήμουν ένας άλλος παίκτης, που εμφανίστηκε στις προπονήσεις και στα παιχνίδια που άρχιζε και με έβαζε τότε ο προπονητής για δεκαπέντε λεπτά και μετά με έβαλε την 1η Ιανουαρίου οριστικά. Ήταν ένας δίκαιος προπονητής, ένας προπονητής που με έφτιαξε, ένας προπονητής που μαζί του είπα επτά φορές “πεθαίνω σήμερα”…Μετά την προπόνηση, που έφευγαν όλοι οι παίκτες κι έφευγα κι εγώ μου έλεγε: “Εσύ που πας;”. Λέω: “όπως όλοι οι συμπαίκτες μου, τέλειωσε η προπόνηση, πάω κι εγώ στα αποδυτήρια”. Μου έλεγε: “όχι εσύ. Τέλειωσε για τον Δέδε, τον Σκρέκη, τον Χάιτα, γιατί είναι μεγάλοι, είναι κουρασμένοι, έχουν γυναίκες, παιδιά, όχι για σένα. Εσύ πόσο χρονών είσαι;”. Λέω: “είμαι 16,5” κι απαντούσε “εσύ πρέπει να κάνεις προπόνηση”. Αλλά η προπόνηση η ατομική που μου έκανε ήταν, τι να σας πω, σπριντ, σέντρες ακριβείας και τρέχοντας πίσω, όχι περπατώντας. Και ξανά φεύγεις σπριντ, να βγάλεις σέντρα στο πρώτο δοκάρι ή στο δεύτερο δοκάρι και πάλι τρέχοντας πίσω. Και ξανά. Και να έχει είκοσι μπάλες και να σου κάνει συνέχεια αυτό το πράγμα. Και βεβαίως κι άλλα πολλά. Με βελτίωσε πάρα πολύ στις κεφαλιές μου, στα τελειώματα μέσα στην περιοχή και πάντα με ατομική προπόνηση, που ήταν πάρα πολύ κουραστική, αλλά και πολύ ωφέλιμη αποδείχτηκε στο μέλλον».
Για το ματς με τον Πιερικό όπου σημείωσε το πρώτο του γκολ με την κυανέρυθρη φανέλα:
«Το θυμάμαι.Ήταν ένα λασπωμένο γήπεδο, βαρύ κι εμείς ήμασταν πολύ καλή ομάδα εκείνη την εποχή. Επειδή όμως, το τερέν είχε γίνει βούρκος δεν μπορούσαμε να συνδυαστούμε, όπως συνδυαζόμασταν στα προηγούμενα παιχνίδια. Και φαινόταν ότι λόγω γηπέδου θα γινόταν γκραν γκινιόλ το παιχνίδι. Βρέθηκε εκείνη η φάση, που πετάχτηκα κι έκανα το γκολ στο 65΄ και πραγματικά πιστεύω ότι λυτρωθήκαμε γιατί δεν περιμέναμε να βάλουμε άλλο γκολ, όπως ήταν η κατάσταση. Πήραμε αυτή την σπουδαία νίκη κι εγώ χρίστηκα σκόρερ και είχα την πρώτη μου επαφή με τα δίχτυα».
Για τη μάχη των σκόρερ στον ισόπαλο (2-2) αγώνα με την ΑΕΚ τη σεζόν 1970-1971 στη Νέα Σμύρνη:
«Όπως είπα προηγουμένως ο Πανιώνιος ήταν πολύ δεμένος σύλλογος. Ήμασταν σαν οικογένεια, χαιρόμαστε ο ένας την παρουσία και τις πλάκες του άλλου. Ο Γιώργος (σ.σ. Δέδες) πήγαινε στο συγκεκριμένο παιχνίδι, που τελείωνε και το πρωτάθλημα, να βγει πρώτος σκόρερ και πάλευε με τον Μίμη τον Παπαϊωάννου. Ο Μίμης είχε βάλει γκολ και τον είχε ισοφαρίσει και στη συγκεκριμένη φάση για γκολ ήρθε η μπάλα σε μένα. Γνωρίζοντας όμως, το γνωρίζαμε όλοι, ότι ο Γιώργος πάει για πρώτος σκόρερ, βοήθησα κι εγώ με τον τρόπο μου. Ο Γιώργος ερχόταν από αντίθετη κατεύθυνση, χρειαζόταν κάποιος χρόνος για να έρθει εκεί που ήμουν εγώ με την μπάλα και αποφάσισα να καθυστερήσω λίγο, ώστε να μπορέσει να έρθει και να την σπρώξει στα δίχτυα και να βγει πρώτος σκόρερ. Νομίζω ότι αυτά είναι τα πιο ωραία πράγματα. Να είναι μία ομάδα οικογένεια, να βοηθάει ο ένας τον άλλον όταν πρέπει. Πραγματικά το χάρηκα πιο πολύ από το να έβαζα εγώ το γκολ. Βέβαια, είχα βάλει ένα πριν».
Για τις αναμνήσεις του από τον φιλικό αγώνα της εθνικής μας ομάδας με τη Βραζιλία στο Μαρακανά τη σεζόν 1973-1974:
«Και βέβαια τον θυμάμαι, απλά η μοναδική μου απογοήτευση ήταν ότι δεν είχε παίξει ο Πελέ, που ήταν ο καλύτερος παίκτης του κόσμου. Πιάσαμε τότε τεράστια η απόδοση, καταφέραμε και πήραμε ισοπαλία από την πρωταθλήτρια κόσμου, αλλά σίγουρα ένιωσα και μεγάλη στεναχώρια γιατί έχασα τη μοναδική ευκαιρία που μας παρουσιάστηκε στον αγώνα. Από υπερβολική βεβαιότητα, δεν ξέρω τι, θα είχα σκοράρει μέσα στο “Μαρακανά” και θα είχε νικήσει και η εθνική μας. Δεν χρειάζεται να πω ότι ανατρίχιασα στην προπόνηση που πήγαμε ή στο παιχνίδι σε αυτό το γήπεδο, που είναι ναός, όπως και με τα τεράστια ονόματα, που έπαιζαν τότε, Ριβελίνο Ζαϊρζίνιο και οι υπόλοιποι, αλλά είπαμε, από υπερβολική αυτοπεποίθηση ίσως, έχασα αυτό το γκολ, που στέρησε από την ομάδα μας τη νίκη».
Για την αποχώρησή του από τον Πανιώνιο:
«Ήταν ενσυνείδητη η απόφασή μου. Ορισμένα πράγματα με είχαν πειράξει στον σύλλογο. Το είχα δηλώσει από τον χειμώνα στους τότε διοικούντες ότι εφόσον με ζητήσει κάποια ομάδα, εγώ τέλειωσα. Δεν είμαι συναισθηματικά δεμένος μαζί σας κι έτσι ήμουν καθαρός απέναντι στη διοίκηση, δεν έγινε ξαφνικά».
Για το τι τον είχε πειράξει στον Πανιώνιο:
«Είναι κάποια πράγματα που δεν χρειάζεται να τα πω, αλλά που με πείραξαν και είχα σίγουρα δίκιο. Έκαναν κινήσεις εναντίον μου τότε κάποιοι παράγοντες του Πανιωνίου, ενώ είχα μία πάρα πολύ καλή χρονιά. Με φώναξαν από την ΑΕΚ, μου είπαν αν νιώθω κάτι κι αν θέλω να πάω σε αυτή την ομάδα και είπα αμέσως ναι. Ήταν τότε η μεγάλη εποχή του Λουκά Μπάρλου, που ξεκινούσε, έναν χρόνο πριν μου φαίνεται. Η ΑΕΚ έπαιζε τότε πολύ καλό ποδόσφαιρο και είδα τον εαυτό μου ότι μπορούσα κι εγώ, αν με ήθελαν, να προσφέρω σε αυτή την ομάδα».
Για το αν έπαιξε ρόλο στην απόφασή του η παρουσία του Λουκά Μπάρλου:
«Σίγουρα ένας μεγάλος πρόεδρος είναι πάντα πόλος έλξης για τους ποδοσφαιριστές. Για πολλές απόψεις, όχι μόνο για το χρήμα. Έδινε ένα μεγάλο πρεστίζ στην ομάδα ο Λουκάς την εποχή εκείνη και πάρα πολλά παιδιά ήθελαν να πάνε στην ΑΕΚ».
Για το αν φοβήθηκε το ενδεχόμενο να μην ξαναπαίξει μπάλα με τη δικαστική οδό, που είχε πάρει εκείνο το θέμα και για το γεγονός ότι έμεινε έναν χρόνο εκτός δράσης:
«Κοιτάξτε, ήταν πεντακάθαρο το επιχείρημα το δικό μου και της ΑΕΚ στα δικαστήρια. Ήταν ξεκάθαρο, δεν μπορούσε να το αμφισβητήσει κανένας. Όταν ήμουν 11 χρονών και υπέγραψα στα τσικό του Πανιωνίου δεν υπήρχε η υπογραφή του πατέρα μου. Ήμουν ανήλικος, άρα δεν είχε ισχύ η υπογραφή. Έμεινα τελικά έναν χρόνο εκτός. Το γιατί δεν δόθηκε αμέσως η λύση σ’ ένα απόλυτα δίκαιο αίτημα, δεν το ξέρω. Αυτό που ξέρω είναι ότι ταλαιπωρηθήκαμε έναν χρόνο για να τελειώσει αίσια σ’ έναν χρόνο υπέρ μας, ενώ μπορούσε να τελειώσει πολύ πιο νωρίς».
Για το πώς είχε αντιμετωπίσει ψυχολογικά εκείνη την κατάσταση της απραξίας:
«Σίγουρα το να λείπεις από τα γήπεδα, απ’ όλη την ατμόσφαιρα και ειδικά σε μία ομάδα που έχεις συμφωνήσει και θες να πας, θες να δείξεις, θες να προσφέρεις, είναι πάρα πολύ άσχημο ψυχολογικά. Αλλά τη στιγμή που πήρα μία απόφαση, που ήταν έτσι τα πράγματα, δεν μπορούσες να κάνεις τίποτα διαφορετικό. Έπρεπε να κάνεις υπομονή και το επόμενο δικαστήριο και το επόμενο δικαστήριο και φτάσαμε τον Ιούνιο, αν θυμάμαι καλά, που πήρε η δικαιοσύνη την οριστική απόφαση ότι ανήκω στην ΑΕΚ».
Για τη σπουδαία ευρωπαϊκή πορεία της ΑΕΚ στο Κύπελλο ΟΥΕΦΑ τη σεζόν 1976-1977:
Αυτό ήταν τύχη. Όπως ήταν τύχη που είχα ξεκινήσει σε μία πολύ καλή ομάδα του Πανιωνίου. Είχα την τύχη να πέσω σε μία πολύ καλή ομάδα της ΑΕΚ και να μπω κ εγώ και είχαμε αυτή την πορεία, που αναφέρατε. Αν μάλιστα, είχαμε και λίγη τύχη στην κλήρωση-που είχαμε τύχη γενικά, μην είμαι άδικος- και αντί για τη Γιουβέντους πέφταμε με τη Μπιλμπάο, δεν ξέρεις, μπορεί να πηγαίναμε στον τελικό με τη Γιουβέντους».
Για το τι του έχει μείνει κυρίως από εκείνη την πορεία έως τα ημιτελικά του ευρωπαϊκού κυπέλλου:
«Τότε ξέρετε, οι ελληνικές ομάδες δεν είχαν πολλές επιτυχίες και ήταν άγνωστες στο ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο. Ήταν μία πορεία όπου όλοι μαζί ενωμένοι σαν μια γροθιά, με πολλή αγάπη για την ομάδα, με πολλή πίστη στα όνειρά μας ξεκινήσαμε και όπως σας είπα, είχαμε και τύχη σε ορισμένα παιχνίδια. Υπάρχουν παιχνίδια που μπορείς να χάσεις και με 6-1 και τελικά φέρναμε τον αγώνα εκεί που θέλαμε και προκρινόμασταν. Η τύχη μας εγκατέλειψε στην τελευταία κλήρωση. Αλλά δεν έχει σημασία, η προσπάθεια που κάναμε όλα τα παιδιά ήταν τεράστια. Είχαμε εμπιστοσύνη στις δυνατότητές μας δηλαδή, είχαμε χάσει με 3-0 από την ΚΠΡ στο Λονδίνο, ένα αποτέλεσμα, που κανονικά θα έκανε τη ρεβάνς τυπική διαδικασία, που λέμε κι όμως το θυμάμαι σαν τώρα ότι στο πούλμαν όλοι είπαμε ότι μπορούμε. Με αυτό τον αντίπαλο, παρότι φάγαμε τρία γκολ, λέγαμε ότι μπορούμε στη Νέα Φιλαδέλφεια να το ανατρέψουμε. Και αυτό βγήκε μετά στον αγωνιστικό χώρο στην έδρα μας, όπου βάλαμε τρία γκολ και αργότερα προκριθήκαμε στα πέναλτι».
Για το τι έκανε τους παίκτες να πιστεύουν πολύ στην ανατροπή του προημιτελικού με τους Άγγλους:
«Είχαμε πιστεύω σωστή αυτοκριτική. Σκεφτόμασταν ότι δεν είμαστε και τόσο χάλια ώστε να καταδικάζουμε τον εαυτό μας ότι σε οποιοδήποτε σε βάρος μας αποτέλεσμα είμαστε εξαφανισμένοι. Είχαμε εμπιστοσύνη στους εαυτούς μας, στην ομάδα μας, στον προπονητή μας, στον πρόεδρό μας και βεβαίως στη Φιλαδέλφεια και στους οπαδούς μας. Υπό αυτή την έννοια είδαμε ότι μπορούμε να ανατρέψουμε αυτό το σκορ».
Για το τι σκέφτηκε όταν είδε τον Νίκο Χρηστίδη να μπαίνει στο παιχνίδι στο 119΄
«Ότι θα πιάσει κάποιο πέναλτι. Στις προπονήσεις βαράγαμε πέναλτι και ο Νίκος είχε απίστευτο ρεφλέξ και ήταν πνευματικός τερματοφύλακας. Θέλω να πω ότι έβλεπε τον αντίπαλο και τον ψάρευε πνευματικά. Σκέφτηκα λοιπόν, ότι ο Νίκος σίγουρα κάποιον θα ψαρέψει και θα μας δώσει την πρόκριση».
Για το ότι ο ίδιος δεν είχε χτυπήσει πέναλτι σε εκείνο το ματς:
«Όχι δεν είχα χτυπήσει. Μετά τους πρώτους πέντε ήμουν πολύ πριν ο…επόμενος, αλλά έλεγα “δεν μπορώ” γιατί εγώ είχα παίξει σε αυτό το ματς με διάστρεμμα της Κυριακής με τον Ολυμπιακό και Δευτέρα και Τρίτη ο Νίκος ο Πανταζής, που είναι και τώρα στην ΑΕΚ, έδινε μάχη με το πόδι μου. Έκανα ένεση νοβοκαΐνη, κορτιζόνη στον κύριο Χατζηγιάννη, γνωστό ΑΕΚτζή ορθοπεδικό τότε κι έτσι έπαιξα και μάλιστα το δοκίμασα πριν το παιχνίδι. Αν δεν μπορούσα θα έλεγα στον κύριο Φάντροκ ότι δεν μπορώ να βάλει κάποιον άλλο. Πήρα την απόφαση να παίξω, έβαλα και τα δύο γκολ με το δεξί, το χτυπημένο, αλλά μετά από 120 λεπτά ήταν το πόδι δράμα και δεν ήθελα να το διακινδυνεύσω για να χτυπήσω ένα πέναλτι. Όπως καταλαβαίνετε κρίνονταν πάρα πολλά».
Για την εμπειρία του από τον Φάντροκ και αν συμφωνεί ότι αυτός ο προπονητής ήταν μπροστά από την εποχή του:
«Ναι, ήταν γιατί είχε δουλέψει στην εθνική Ολλανδίας και οι Ολλανδοί την εποχή εκείνη ήταν πάρα πολύ μπροστά. Ήταν εξαίρετος τεχνικός με πάρα πολύ δουλειά. Δηλαδή, η προπόνησή του ήταν πάρα πολύ δυνατή και βέβαια το άλλο που συμπλήρωνε ήταν η φοβερή πειθαρχία. Όλοι οι παίκτες μέσα στο γήπεδο έπρεπε να εκτελέσουμε ο καθένας το κομμάτι της δουλειάς του ακριβώς όπως μας το ‘λεγε».
Για το αν η εκτός έδρας νίκη εναντίον της Ντέρμπι, στην ίδια πορεία, είχε τόσο μεγάλη αξία λόγω των υψηλών δυνατοτήτων τότε της αγγλικής ομάδας:
«Ναι, ναι. Κατ’ αρχήν η Ντέρμπι Κάουντι ήταν πολύ μεγάλη ομάδα την εποχή εκείνη. Και βέβαια, κανένας δεν μπορούσε να διανοηθεί ότι θα πήγαινε επί αγγλικού εδάφους να κερδίσει την οποιαδήποτε ομάδα εκείνης της εποχής, όχι την Ντέρμπι. Ήταν μεγάλη η απόσταση τότε, βλέπαμε μόνο από την τηλεόραση τα αγγλικά ματς. Η Ντέρμπι τότε με τον Τσάρλι Τζορτζ μπροστά, έναν πολύ καλό παίκτη με πολλά μαλλιά. Παίξαμε πάρα πολύ καλά και πήραμε πολύ σημαντική νίκη και πρόκριση».
Για τον χαμένο τελικό Κυπέλλου απέναντι στον Πανιώνιο:
«Για μένα ήταν καθαρά ζήτημα περηφάνιας και εγωισμού όλων μας και αλαζονείας απέναντι στον συγκεκριμένο αντίπαλο. Δεν δίνω καμία άλλη εξήγηση. Εκατό τοις εκατό φταίμε εμείς. Εμφανιστήκαμε απροετοίμαστοι ψυχολογικά, ίσως να ήταν και το μοναδικό παιχνίδι, δεν θυμάμαι άλλο, που είχαμε τόσο πολύ τη μύτη σηκωμένη. Κι αυτό πληρώνεται στο ποδόσφαιρο. Και ο Πανιώνιος μας νίκησε και τη χαρά του πρωταθλήματος που θα τη συνδυάζαμε με το νταμπλ μάς την έκοψε δικαίως κι εμείς μείναμε με άσχημες αναμνήσεις να περάσουμε τις διακοπές μας και το καλοκαίρι μας. Κι έπεσε να είναι πάνω σε τελικό και ήταν σκληρό το δίδαγμα. Δεν ήταν σ’ ένα παιχνίδι όπου μπορούσες μετά να ρεφάρεις, να πάρεις βαθμούς. Ήταν ένα δίδαγμα ότι η αλαζονεία, η περηφάνια, ότι εγώ είμαι και ποιος είναι ο άλλος, πληρώνονται πολύ ακριβά».
Για την ποιότητα εκείνης της ΑΕΚ:
«Η ΑΕΚ έπαιζε τότε ποιοτικό ποδόσφαιρο. Ήταν μία εποχή όπου εχθροί και φίλοι την αναγνώριζαν, που πηγαίναμε οπουδήποτε στην Ελλάδα και δεν μπορούσαμε να βρούμε ησυχία γιατί ο κόσμος ερχόταν για να δει τους μεγάλους παίκτες της ΑΕΚ. Ήταν αναγνωρισμένη με τη στάμπα της καλύτερης ομάδας στο ελληνικό ποδόσφαιρο. Και νομίζω πως αυτές ήταν οι καλύτερές μου χρονιές».
Για το αν ήταν εκείνη η ΑΕΚ η καλύτερη όλων των εποχών:
«Χωρίς να φανώ εγωιστής πιστεύω ότι ναι. Υπήρχε και μία άλλη ΑΕΚ μετά, που άρεσε και μένα, επί Μελισσανίδη, Μπάγεβιτς, Καρρά, που έπαιζε ωραίο ποδόσφαιρο, αλλά νομίζω ότι η ΑΕΚ του Λουκά Μπάρλου ήταν λίγο πιο πάνω».
Για το γεγονός πως όταν του απονεμήθηκε το ασημένιο παπούτσι είχε πάει και ο Λουκάς Μπάρλος στην εκδήλωση κι αν αυτό έδειχνε ότι η ΑΕΚ ήταν μία οικογένεια:
«Βέβαια. Και όλα ξεκινούν από ψηλά, δηλαδή από τον πρόεδρο, από τη διοίκηση και φτάνουν μέχρι τα τελευταία τμήματα. Πατέρα τον λέγαμε. Όλοι οι παίκτες, όχι μόνο εγώ. Ο άνθρωπος μας έβλεπε σαν παιδιά του. Όχι σαν ποδοσφαιριστές, σαν κάποιους που τους δίνει χρήματα, τους επαγγελματίες, που όφειλαν να κάνουν τη δουλειά τους. Συνέπασχε μαζί ας χαιρόταν μαζί μας, καλαμπούριζε μαζί μας. Ήταν εκπληκτικός. δεν έχω ξαναδεί τέτοιο πρόεδρο και νομίζω ότι οι περισσότεροι παίκτες της ΑΕΚ συμφωνούν με αυτό. Και βέβαια, στην απονομή του παπουτσιού, που αναφέρατε προηγουμένως ήρθε μαζί μου γιατί συμμετείχε στη χαρά μου. Γι’ αυτό, δεν είχε καμία διάθεση να κάνει ταξίδι στη Γαλλία. Αλλά σου λέει το παιδί μου τιμάται, να είμαι κι εγώ σαν πατέρας του δίπλα, να χαρώ αυτή τη στιγμή και να δείξουμε και προς τους έξω βέβαια ότι είμαστε μία οικογένεια».
Για τη μεγάλη νίκη με 6-1 εναντίον του Ολυμπιακού:
«Πρώτα απ’ όλα θυμάμαι ότι την τελευταία μισή ώρα ήταν 30 χιλιάδες ΑΕΚτζήδες όρθιοι, δεν καθόταν κανένας και πανηγύριζαν και φώναζαν και ήταν έτοιμοι να μπουν στο γήπεδο. Στο αγωνιστικό μέρος, αιφνιδιαστήκαμε μ’ ένα γρήγορο γκολ που φάγαμε, αλλά ήταν, σας λέω, τόσο καλή η ομάδα, που ξεπερνούσε τέτοιες ψυχολογίες. Ανταποδώσαμε γρήγορα και στο ημίχρονο ήμασταν μπροστά 3-1. Το τρίτο που θυμάμαι είναι ότι φώναζα σε όλους τους συμπαίκτες μου – γιατί στο ποδόσφαιρο είναι νόμος αυτό- πως όταν βρίσκεις κάποιον αντίπαλο σε αδυναμία καλώς ή κακώς πρέπει να τον τελειώσεις. Δηλαδή, μπορούσαμε να βάλουμε και δέκα γκολ ή οκτώ ή επτά. Εννοώ να κάνουμε φάσεις ώστε να μπουν κι άλλα γκολ. Τέλος πάντων, δεν γίνανε, μείναμε στο 6-1, αλλά ήταν τεράστιο αποτέλεσμα και σίγουρα μία πολύ καλή εμπειρία δική μου με τη φανέλα της ΑΕΚ στα ντέρμπι με τον Ολυμπιακό».
Για την ευρεία νίκη κόντρα στην Πόρτο, επίσης με 6-1:
«Αυτό ήταν ένα ανεπανάληπτο, ένα μαγικό βράδυ. Ήταν μία καταπληκτική μέρα για την ΑΕΚ όπου ό,τι κάναμε μας έπιανε κι έτσι έγινε αυτό το 6-1 απέναντι σε μία πολύ μεγάλη ομάδα. Ήταν πολύ σεβαστή στην Ευρώπη η Πόρτο τότε, αλλά όπως είπα οτιδήποτε κάναμε ήταν γκολ και φτάσαμε σε αυτό το σκορ μαμούθ για ευρωπαϊκό παιχνίδι».
Για το αν κινδύνευσε η ομάδα στη ρεβάνς, καθώς είχε χάσει με 4-1
«Ναι. Παρόλο που με το δικό μου γκολ ή προηγηθήκαμε ή ισοφαρίσαμε, μετά το 4-1 οπότε απέμεναν περίπου 20 λεπτά περάσαμε δύσκολες στιγμές. Ήταν λίγο άσχημα τα πράγματα, αλλά ευτυχώς έμεινε το σκορ σε αυτό το επίπεδο».
Για την πρώτη πρόκριση της εθνικής ομάδας σε τελική φάση Ευρωπαϊκού πρωταθλήματος:
«Άποψή μου είναι κατ’ αρχήν ότι η καλύτερη εθνική ήταν εκείνη του ’70, που έχασε την πρόκριση για το Μουντιάλ του Μεξικού. Μετά πιστεύω ότι ήταν αυτή του ’80. Κοιτάξτε, είναι συγκεκριμένα όλα, μη νομίζετε ότι γίνονται τίποτα μαγικά. Είναι οι παίκτες που γνωρίζονται μεταξύ τους, παίκτες που έχουν κοινά οράματα και φιλοδοξίες, το κυριότερο είναι να είσαι μία οικογένεια να μην υπάρχουν έριδες και τσακωμοί, να μην λέμε από εδώ Παναθηναϊκοί, από εκεί Ολυμπιακοί και ΑΕΚτζήδες και ΠΑΟΚτζήδες. Όλοι φίλοι, όλοι αδέρφια, όλοι είμαστε μία ομάδα την στιγμή που φοράμε τη φανέλα με το εθνόσημο. Αυτά είναι και υπήρχαν βέβαια και παίκτες ικανοί. Παίκτες πολύ καλοί για την εποχή εκείνη και κάναμε αυτή την ευχάριστη έκπληξη να πάμε πρώτη φορά στον πρωτάθλημα Εθνών».
Για την εμπειρία του στη διοργάνωση, όπου είχε πάρει μέρος και στους τρεις αγώνες:
«Σίγουρα ήμασταν κάπως τρακαρισμένοι όλοι γιατί μπήκαμε σ’ ένα άλλο επίπεδο ποδοσφαίρου, να σε βλέπει όλη η Ευρώπη, να είσαι δίπλα σε μεγάλες προσωπικότητες. Παρότι για μένα η παρουσία μας ήταν πολύ καλή και στα τρία ματς, θα ήμασταν ακόμα καλύτεροι αν δεν είχαμε αυτό: Το γεγονός δηλαδή, ότι επειδή είμαστε πρωτάρηδες και μπήκαμε σε ένα άλλο επίπεδο ποδοσφαίρου παρουσιαστήκαμε λίγο μαγκωμένοι. Δεν αφήσαμε τον εαυτό μας ελεύθερο να δείξει αυτά που μπορεί και να εμφανίσουμε κάτι καλύτερο, γιατί μας είχαν κριτικάρει οι δημοσιογράφοι».
Για την εξαιρετική συνεργασία του με τον Ντούσαν Μπάγεβιτς στο γήπεδο:
«Πιστεύω ότι με τον Ντούσαν “πιανόμασταν” εγκεφαλικά πάνω στο παιχνίδι. Όταν κάναμε επιθέσεις εμείς, ξέραμε που θα πάει ο ένας που θα πάει ο άλλος. Ο ένας ήξερε το παιχνίδι του άλλου. Που θα τοποθετηθεί. Αν πήγαινε η μπάλα στον Ντούσαν ήξερα εγώ ότι θα την κόψει εκεί και πήγαινα. Δηλαδή, συνεννοούμασταν εγκεφαλικά. Αυτό ήταν το βασικό. Από κει και πέρα υπήρχε κι ένας συνδυασμός σωματότυπου. Ο Ντούσαν ήταν ψηλό παιδί, κλασικός σέντερ φορ, κι εγώ ήμουν περισσότερο της αναμπουμπούλας, πιο εκρηκτικός, πιο γρήγορος μέσα στην περιοχή και αυτός ήταν επίσης κρίκος πολύ δυνατός στο παιχνίδι μας. Η εξήγηση ότι βρισκόμασταν με αυτό τον τρόπο είναι ότι και ο Ντούσαν και εγώ είχαμε μάθει το σωστό ποδόσφαιρο. Δηλαδή όταν η μπάλα είναι εδώ, θα πρέπει να πάει εκεί. Όταν κάποιος την έδινε αλλού, για μας ήταν λάθος. Άρα αφού το βλέπαμε ακριβώς το ίδιο καταλαβαίνετε ότι μπορούσαμε να συνδυαστούμε με κλειστά μάτια λόγω σκέψης. Α, είναι εκεί ο Θωμάς πρέπει να δώσω την μπάλα εκεί. Ή πάει ο Ντούσαν προς τα εκεί, πρέπει να του τη δώσω εκεί. Κι αυτό έβγαινε στο παιχνίδι και γίναμε το καλύτερο δίδυμο στην Ελλάδα κι ένα από τα πιο αποδοτικά στην Ευρώπη για τρία-τέσσερα χρόνια».
Για το τι άλλαξε το καλοκαίρι του ’79 και από εκεί που η ΑΕΚ είχε μία πενταετία γεμάτη επιτυχίες άρχισε μία περίοδος όπου έμεινε μακριά από τους τίτλους με εξαίρεση ένα Κύπελλο το ’83:
«Ήταν ότι ο κύριος Μπάρλος έπαθε οικονομικό κραχ, δεν μπορούσε άλλο να συνεχίσει στην ομάδα. Επιπλέον, κάποιοι παίκτες μεγάλωσαν, έπρεπε να φύγουν και μπήκαμε σε μία άλλη κατάσταση, με πολύ λιγότερα χρήματα, με μικρότερο πρεστίζ. Όλα αυτά που είχαμε δηλαδή, έσβηναν και μπήκαμε στον χειμώνα μας. Συμβαίνει στη ζωή, συμβαίνει στις ομάδες, συμβαίνει παντού. Μετά το ανέβασμα να υπάρχει περίοδος άσχημη για την ομάδα. Και βέβαια ήταν λυπηρό και για μένα γιατί χάθηκαν πάρα πολλοί καλοί συμπαίκτες μου κι έμεινα σχεδόν μόνος μου, να πολεμάμε όσο μπορούμε, να έχουμε τη σημαία της ΑΕΚ όσο γίνεται πιο ψηλά».
Για τα λάθη που κατά τη γνώμη του έγιναν εκείνη την περίοδο στην ΑΕΚ:
«Κατ’ αρχήν κατέβηκε πάρα πολύ το μπάτζετ της χρονιάς, οπότε δεν μπορούσες ν’ αγοράσεις πρωτοκλασάτους παίκτες, ενώ με τον Λουκά δεν υπήρχε αυτό. Ένα είναι αυτό. Το δεύτερο είναι ότι αυτοί που διοικούν -και το λέω και μέχρι τώρα- πρέπει να ξέρουν και λίγη μπάλα για να κάνουν καλύτερες επιλογές. Αν δεν ξέρουν μπάλα καταστρέφουν την ομάδα τους χωρίς να το θέλουν, δεν λέμε ότι το κάνουν κακοπροαίρετα, αλλά με την ασχετοσύνη τους κάνουν επιλογές τέτοιες που την πληρώνει η ομάδα. Κι έγιναν κι εκείνη την εποχή τέτοια πράγματα. Εγώ είχα πει για κάποιον προπονητή, που τον προσέλαβε τότε η ομάδα. Όχι ότι δεν είναι καλός. Ότι δεν κάνει για την ομάδα. Δεν εννοούσα να τον μειώσω τον άνθρωπο, ότι είναι άσχετος. Έλεγα απλά ότι δεν κάνει για τη συγκεκριμένη ομάδα. Δεν με άκουσαν, τον πήρανε. Μετά τρέχαμε να φέρουμε άλλον προπονητή, που αποδείχτηκε πολύ καλός και από 7οι να πάμε 2οι. Αυτά τα λάθη πληρώθηκαν γιατί μέχρι να τον διώξουν είχαμε χάσει πολλά παιχνίδια και βαθμούς, με τους οποίους μπορεί να είχαμε πάρει το πρωτάθλημα. Και τότε. Γιατί νόμιζαν ότι αυτός ο κύριος θα κάνει αυτό, θα κάνει το άλλο και δεν ακούνε κιόλας. Δεν είχα κανένα λόγο, ούτε κανένα συμφέρον, το καλό της ομάδας κοιτούσαμε όλοι μας κι αν μπορούσα να πω την άποψή μου την έλεγα ευθαρσώς για το καλό της ομάδας. Τίποτα άλλο. Όχι για μένα».
Για το βάρος που ο ίδιος σήκωνε εκείνη την περίοδο σαν σημαία της ΑΕΚ:
«Σ’ ένα παιχνίδι που είχα χάσει ένα γκολ είχαν έρθει κάποια παιδιά και μου είπαν άμα κερδίζουμε εσύ θ’ ακούς όλα τα καλά λόγια, άμα χάνουμε θα τ’ ακούς μόνο εσύ. Δεν υπάρχει κανένας άλλος. Και το αποδέχτηκα, γιατί έτσι ήταν το σωστό. Ήταν βάρος. Ήταν. Γιατί έπρεπε να φροντίσω τον εαυτό μου. Έπαιρνα πολλά παιδιά και τους μιλούσα το Σάββατο. Τότε ήταν μικροί ο Μανωλάς, ο Βλάχος, ο Γεωργαμλής, ο Παραπλαστανίτης και άλλα παιδιά και μαζευόμασταν στο δωμάτιό μου και ήθελα ψυχολογικά να τους βάλω στο κλίμα της άλλης ημέρας και να τους ανεβάσω το ηθικό, που για μένα είναι το παν, να μπαίνεις δηλαδή, με πίστη ότι μπορείς να κερδίσεις, όποιος κι αν είναι ο αντίπαλός σου κι όσα προβλήματα κι αν έχεις. Και μετά το παιχνίδι ήμουν ράκος ούτε να φάω ήθελα, ούτε να μιλάω για το ποδόσφαιρο. Ήθελα να ξεκουραστώ για μια μέρα και να ξεκινήσουμε μετά για το επόμενο ματς. Τι να κάνεις όμως; Τα καλά κόποις κτώνται και αυτό φάνηκε στον κόσμο. Ο κόσμος το κατάλαβε και μπορώ να σας πω ειλικρινά ότι εκεί ενώθηκα πιο πολύ με τον κόσμο λόγω των άσχημων στιγμών, που περνούσε εκείνη την εποχή η ομάδα. Οπότε βγήκε πολύ δυνατό συναίσθημα και αγάπη ανιδιοτελής που δεν θα χαλάσει ποτέ».
Για το αν τον άγχωσε αυτή η κατάσταση:
«Δεν μπορώ να πω άγχος, αλλά ήθελα την επιθυμία των οπαδών μας να την κάνω πράξη. Τι σημαίνει απλά; Να νικήσουμε. Αυτό το πράγμα μού έδινε μεγαλύτερη δύναμη να προπονούμαι κατ’ αρχήν εγώ. Πήγαινα το πρωί κι έφευγα το βράδυ. Για να βελτιώνω όσο μπορώ τον εαυτό μου ώστε μία ευκαιρία αν μου παρουσιαζόταν να την έκανα γκολ. Δεν υπήρχε δεύτερη. Είχα συνηθίσει τον εαυτό μου μία στη μία. Δεν έχεις την πολυτέλεια πολλών ευκαιριών. Και βέβαια, να βοηθάω κι άλλα παιδιά μετά το τέλος της προπόνησης. Και τον Μανωλά όταν ξεκινούσε, του έλεγα: “που πας να φύγεις;”. Ό,τι μου έκανε ο Μάλετ το έκανα του Στέλιου. Πιτσιρίκος ήταν, του έλεγα: “που πας; Έλα εδώ θα κάτσεις μαζί μου. Θα κάνουμε ατομική προπόνηση”. Και βελτιώθηκε κι έγινε μετά και ο Στέλιος που ξέρουμε. Σκοπός ήταν να βοηθάμε κι άλλους παίκτες να διορθώνουν τα οποιαδήποτε λάθη τους ώστε να είμαστε κάπως καλύτεροι κάθε Κυριακή. Κάτι άλλο που θέλω να σας πω είναι ότι δεν μ’ αρέσει η λέξη άγχος. Έχω περάσει αυτά τα χρόνια τα πολύ δύσκολα. Το άγχος δηλώνει αδυναμία. Ναι η αυτοκριτική, ναι γνωρίζουμε ότι δεν είμαστε η Ρεάλ ή η Μπαρτσελόνα, αλλά όχι να φοβηθούμε. Τρελαινόμουν να έβλεπα συμπαίκτη μου να φοβάται γιατί θα παίζαμε με τον Παναθηναϊκό του Νικουλάε ή των Βαρδινογιανναίων, που είχαν αναλάβει την εποχή εκείνη ή τον Ολυμπιακό του Νταϊφά που έπαιρνε τα πρωταθλήματα ή τον ΠΑΟΚ στην Τούμπα. Απαγορεύεται. Ξέρουμε ποιοι είμαστε, προσπαθούμε όλη την εβδομάδα να βελτιωθούμε και ατομικά και ομαδικά και μπαίνουμε μέσα με το σκεπτικό ότι εμείς θα κερδίσουμε. Κι ας χάσεις. Αλλά τουλάχιστον να κάνεις υπερήφανο και τον εαυτό σου και τον οπαδό σου. Να μπαίνεις μοιρολατρικά και να φοβάσαι και να λες να πάω πίσω και το σύστημα να το φτιάξω έτσι και να χάνεις, δεν το κατάλαβα ποτέ μου”.
Για τη μάχη Κυπέλλου με τον Ολυμπιακό το 1983:
«Στο πρώτο παιχνίδι κερδίσαμε 2-1, αλλά πολύ δύσκολα. Μ’ ένα γκολ που νομίζω ήταν οφσάιντ νικήσαμε και ανατρέψαμε το 0-1 κι εκεί μπήκαν οι βάσεις ώστε να πας με κάποια αισιοδοξία στη ρεβάνς στο “Καραϊσκάκη”, όπου μπορώ να σας πω ότι είχαμε πολλή τύχη στο πρώτο ημίχρονο γιατί ο Ολυμπιακός έχασε έξι-επτά ευκαιρίες από αυτές που λέμε είναι γκολ. Αλλά έτσι είναι το ποδόσφαιρο, ας πρόσεχες. Τα χάσανε και στο ημίχρονο έκανε κάποιες αλλαγές στη μεσαία γραμμή ο Σενέκοβιτς και παρουσιαστήκαμε κάπως καλύτεροι στο δεύτερο μέρος. Μου έγινε κι ένα πέναλτι, το οποίο δεν έδωσαν κι έγινε και το γκολ και φύγαμε με την πρόκριση μέσα από το “Καραϊσκάκη”. Ο κόσμος του Ολυμπιακού έφυγε μετά το γκολ στο 75΄είδαν ότι δεν θα άλλαζε τίποτα και άρχιζαν και φεύγανε».
Για το αν υπήρχε από κάποιο σημείο και μετά μία ψυχολογία στους οπαδούς του Ολυμπιακού ότι όποτε έπαιρνε την μπάλα μπορεί να έβαζε γκολ κατά της ομάδας τους:
«Πάρα πολλοί φίλοι του Ολυμπιακού μου έλεγαν “τί σου έχουμε κάνει και μόνο εμάς κυνηγάς;”. Εντάξει, δεν μου είχαν κάνει τίποτα οι άνθρωποι, προς Θεού. Τύχαινε και βάζαμε τα γκολ και παίρναμε τις νίκες και τις χαιρόμασταν γιατί είναι σημαντικά τέτοια παιχνίδια. Όλοι προσπαθούν να νικήσουν γιατί εκεί κάνεις υπερήφανους τους οπαδούς της ομάδας σου κι εκεί κατατάσσεις τον εαυτό σου στους μεγάλους παίκτες» .
Για το γκολ εναντίον του ΠΑΟΚ το 1982, σε ματς που έληξε 1-1 στην Τούμπα, όπου είχε σηκωθεί όλη η Τούμπα και τον χειροκροτούσε:
«Ναι, έτσι έγινε και στην αρχή εγώ νόμιζα ότι με βρίζουν. Και γύρισα και τους κοίταξα και μόλις τους κοίταξα σηκώθηκαν όλοι και με χειροκρότησαν και αναγκάστηκα κι εγώ και τους ευχαρίστησα γι’ αυτό το χειροκρότημα που το άκουσα απ’ όλους τους φιλάθλους».
Για το αν ως ηθική ικανοποίηση υπάρχει κάτι πιο μεγάλο από το να σε αναγνωρίζουν οι αντίπαλοι: «Νομίζω όχι. Νομίζω ότι είναι η μεγαλύτερη ευχαρίστηση οι αντίπαλοι οπαδοί να σε χειροκροτούν και να σε θαυμάζουν. Βέβαια, πρέπει κι εσύ, εκτός από τα αγωνιστικά προσόντα, να έχεις και χαρακτήρα τέτοιο, ώστε να μη δίνεις δικαιώματα, να μην μειώνεις. Να σέβεσαι τους φιλάθλους και την ιστορία της κάθε ομάδας. Απλά να κάνεις τη δουλειά σου όσο μπορείς καλύτερα. Τίποτα άλλο».
Για το πώς συγκεντρώνεται ο ποδοσφαιριστής για τέτοια ματς όταν υπάρχουν ιδιαίτερα γεγονότα στην οικογένειά του, καθώς εκείνες τις ημέρες, στον επαναληπτικό του 1983 με τον Ολυμπιακό, γεννούσε η γυναίκα του:
«Ναι, γέννησε την παραμονή του αγώνα. Εντάξει, σας είπα, ήμουν πολύ επαγγελματίας για εκείνη την εποχή και μπορούσα να ξεχωρίζω τα του οίκου εκεί, τα του ποδοσφαίρου εκεί. Είχα χαρεί πάρα πολύ στο ξενοδοχείο μόλις έμαθα ότι γεννήθηκε το κοριτσάκι μας, η Ιωάννα, αλλά από την άλλη είχαμε ένα φοβερό παιχνίδι την άλλη μέρα όπου…καιγόμασταν. Απλά την άλλη ημέρα έφυγα κατευθείαν μετά το ματς και πήγα στο μαιευτήριο και της είπα της γυναίκας μου “είναι πολύ τυχερό αυτό εδώ το παιδί. Πήραμε μία μεγάλη νίκη και πρόκριση και είναι γουρλίδικο».
Για την ιδιαίτερη σχέση με τα δίχτυα στα παιχνίδια απέναντι στον Ολυμπιακό:
«Τον Ολυμπιακό τον έβλεπα σίγουρα σαν μία μεγάλη ομάδα του ελληνικού ποδοσφαίρου, που ήταν, είναι και θα είναι πάντα μεγάλη ομάδα. Από κει και πέρα και στα εσωτερικά διπλά ήθελα πάντα να κερδίζω και να βάζω γκολ. Αυτό το πιστεύω είχα μέσα μου. Με οποιονδήποτε αντίπαλο να παίξεις καλά και να σκοράρεις. Τώρα, με τον Ολυμπιακό σίγουρα θέλεις να παίξεις καλύτερα και θέλεις ν’ αποδείξεις στους οπαδούς σου ότι η ομάδα μας είναι καλύτερη από τον Ολυμπιακό. Αυτό μετρούσε παραπάνω για να μπαίνεις με ακόμα μεγαλύτερο πάθος, πίστη, να λες να βάλω γκολ, να συμμετέχω κι εγώ σε ενδεχόμενη νίκη της ομάδας μου. Ήταν μεγάλη ομάδα, τη σεβόμασταν, αλλά από την άλλη ήξερες ότι άμα την κερδίσεις θα πάρεις αίγλη. Ενώ δεν θα την έπαιρνες αν κέρδιζες τον Πανσερραϊκό στη Φιλαδέλφεια. Άρα ήταν ένα έξτρα κίνητρο κι έτσι λειτουργούσα κι εγώ στις προπονήσεις. Σκεφτόμουν τον Ολυμπιακό, τον προσωπικό μου αντίπαλο, τον τερματοφύλακα, για να είμαστε έτοιμοι την ώρα του παιχνιδιού και να τους αιφνιδιάσουμε αν μπορούμε. Κάτι το οποίο έχει γίνει γιατί μου είχε πει ο Σαργκάνης υπήρξε αυτός ο αιφνιδιασμός. Είχαμε πάει μαζί στην Αγγλία για δίπλωμα προπονητών και μου είπε: “δεν ήξερα ότι το δεξί σου πόδι είναι τόσο καλό σαν το αριστερό”. Του λέω: “δεν έστειλες κανέναν κατάσκοπο στη Φιλαδέλφεια να δεις ότι κάνω μυστικές προπονήσεις και βαράω συνεχώς σουτ με το δεξί».
Για τις σχέσεις του με τον συμπαίκτη του στην εθνική ομάδα Νίκο Σαργκάνη, ο οποίος άκουγε πειράγματα για τα γκολ που δεχόταν από τον ίδιο:
«Πολύ καλές ήταν και μπορώ να σας πω ότι αν όχι ο καλύτερος, ο Σαργκάνης είναι από τους καλύτερες μεταπολεμικούς γκολκίπερ στην Ελλάδα. Ήμασταν σ’ ένα εστιατόριο στην Αγγλία και βρέθηκε εκεί παρέα με 10-15 φοιτητές Έλληνες. Έτυχε να είναι ΑΕΚτζήδες και άρχισαν μέσα στο εστιατόριο και φώναζαν τα γνωστά συνθήματα. Και σηκώθηκε ο Νίκος και τους λέει “ρε παιδιά γιατί φωνάζετε; Ποιός μου τα έβαζε; Ο Μαύρος μού τα έβαζε. Που είναι το κακό;” Εκεί σταμάτησαν και τον χειροκρότησαν γιατί ήταν πολύ ωραία η απάντησή του».
Για ένα περιστατικό στη Φιλαδέλφεια όπου είχε πει κάτι στον Αναστόπουλο και τον Μητρόπουλο πριν από ντέρμπι με τον Ολυμπιακό:
«Κοιτάξτε, πάνω στην ένταση λες κάποια πράγματα. Ήμασταν και φίλοι στην Εθνική, αλλά ναι πάντοτε ήθελα να κερδίσω και αυτό είπα. Όχι άσχημα πράγματα. Ότι μην το έχετε καθόλου στο μυαλό σας ότι θα κερδίσετε. Λέγονται αυτά. Καλά είναι. Δεν βρίζεις, δεν μειώνεις, απλά λες ότι εγώ θα κερδίσω».
Για το αν φανταζόταν την πορεία του μέχρι τη συμμετοχή στη μεικτή κόσμου:
«Είναι μία διαδρομή για ταινία. Ένα σενάριο εκπληκτικό, που δεν μπορούσα να το φανταστώ. Εγώ όταν ήμουν μικρός έπαιζα στις αλάνες ή στα τσικό του Πανιωνίου κι έλεγα αν μπορέσω να φτάσω λίγο τα τότε ινδάλματα του Πανιωνίου, τον Δέδε, τον Χάιτα, θα ήμουν φοβερά ικανοποιημένος με την πορεία μου. Και από μασκότ, από τα τσικό, τους εφήβους, τη μεγάλη ομάδα του Πανιωνίου, την ΑΕΚ, την εθνική νέων, Ελπίδων, Ενόπλων, ανδρών, τη μικτή Ευρώπης το ’81 και τελικά τη μεικτή κόσμου. Νομίζω είναι μία διαδρομή στα αστέρια ποδοσφαιρικά. Όχι, δεν το είχα ποτέ πιστέψει και στην πορεία που έβλεπα να πηγαίνουν τα πράγματα καλύτερα για μένα ως απόδοση και αγάπη του κόσμου, δεν το φανταζόμουν και δεν το σκεφτόμουν. Δηλαδή, ξαφνικά ήρθαν τα τηλεγραφήματα και της μεικτής Ευρώπης και της μεικτής κόσμου. Δεν είχα εγώ το μυαλό μου σε αυτά ή να αγωνιώ. Μόνο τη δουλειά μου κοιτούσα, την προπόνησή μου και να πηγαίνω όσο μπορούσα καλύτερα με την ομάδα μου».
Για το πως καταφέρνει ένα παιδί στην αρχή κι ένας ενήλικας μετά να πατάει στη γη με όλες αυτές τις μεγάλες στιγμές που ζει:
«Δεν είναι καθόλου εύκολο και μου έχει συμβεί αυτό που λέτε και είναι πολύ σωστή η ερώτησή σας. Έχω περάσει δύσκολες ώρες, ενώ υποτίθεται ότι είναι χαρά αυτά τα πράγματα. Είναι πάρα πολύ δύσκολο να επικοινωνήσεις μετά με τους ανθρώπους που…είναι στη γη γιατί σε έχουν πάει, είτε θες είτε δεν θες στον ουρανό και κάπου μετά αντιδράει η ψυχή να…κατέβει κάτω και να συνομιλήσει μ’ έναν απλό άνθρωπο. Θέλει πολύ μεγάλη προσπάθεια από μέρους μου να διώξω αυτή τη χαρά, την τιμή από μέσα μου και να πω είμαι ένας άνθρωπος απλός που προσπαθώ να κάνω όσο γίνεται καλύτερα τη δουλειά μου, όπως ο χασάπης στη γειτονιά και ο άλλος ο άνθρωπος εκεί και δεν έχω καμία μα καμία διαφορά από αυτούς. Έκανα κόντρα εγώ δηλαδή, στις πιέσεις που δεχόμουν από τον κόσμο. Αν δεν προσπαθήσεις, νομίζω ότι έχεις αφεθεί στο τσουνάμι και δεν έχεις επιστροφή. Είναι πράγματα που φαίνονται και είναι πολύ ευχάριστα, αλλά αν μπεις μέσα σε αυτά δεν βγαίνεις και υποφέρεις μετά. Κι επειδή δεν ήθελα να υποφέρω εγώ, τα έβγαλα την ώρα που έπρεπε, με το να λέω ότι είμαι άνθρωπος με τα προτερήματά μου και τα ελαττώματά μου και προσπαθώ, όπως ο καθένας, να κάνω καλά τη δουλειά μου».
Για το αν έχει κάνει λάθη σε συμπεριφορά εξαιτίας τέτοιων ιδιαίτερων καταστάσεων:
«Όχι γιατί σου είπα, δεν ενοχλούσα και δεν προσέβαλα ποτέ κανέναν. Απλά μέσα μου και η σκέψη ότι είμαι στον ουρανό και ξεχωρίζω από σένα, που είσαι τώρα απέναντι, με τρόμαζε, με ενοχλούσε και το έδιωχνα. Να κάνω κάτι σε σένα στον οποιονδήποτε την εποχή εκείνη, όχι. Ήμουν απλό παιδί με τις πλάκες μου».
Πώς ήταν μεγάλοι ποδοσφαιρικοί αστέρες που γνώρισε όπως ο Μπεκενμπάουερ, ο Κρόιφ, ο Κίγκαν, ο Πφαφ, ο Κρολ, ο Ούγκο Σάντσεζ
«Ειδικά ο Μπεκενμπάουερ, που ήταν και αρχηγός τότε, γιατί αγωνιζόταν στον Κόσμο, μου είπε “α, ήρθες επιτέλους στη Νέα Υόρκη;».
Γιατί το είχε πει αυτό: «Γιατί με είχε ζητήσει ο Κόσμος, είχε συμφωνήσει και ο πρόεδρος ο Λουκάς, ένα εκατομμύριο δολάρια κι ένα φιλικό στη Φιλαδέλφεια κι ενώ είχα συμφωνήσει προφορικά κι εγώ, μετά άλλαξα γνώμη και δεν πήγα. Είχε ενημερωθεί και ο Μπεκενμπάουερ ως αρχηγός ότι θα πήγαινα στον Κόσμο, ενώ και μία φορά ένα καλοκαίρι που με είχαν καλέσει για κάτι φιλικά και μου έδιναν και κάποια λεφτά πάλι δεν είχα πάει. Έτσι με είδε την τρίτη φορά ο Μπεκενμπάουερ γι’ αυτό μου είπε “ήρθες επιτέλους”. Νομίζω ότι ήταν απλά παιδιά και να ξέρετε ότι όλοι οι σταρ είναι απλά παιδιά και δεν κάνουν τον κάποιον. Πλάκες ατελείωτες μεταξύ μας, γέλιο και διασκέδαση, καθώς το ποδόσφαιρο είναι άθλημα που φέρνει χαρά».
Για τη μη μετακίνησή του στον Κόσμο της Νέας Υόρκης:
«Να σας πω την αλήθεια είχαμε ένα παιδί με τη γυναίκα μου και δεν ήθελα να την αφήσω μόνη εδώ στην Ελλάδα. Γιατί ο Κόσμος τότε πήγαινε ταξίδια πέντε και έξι ώρες μακριά για να παίξει παιχνίδια και το καλοκαίρι έκανε τουρνέ στην Ευρώπη. Οπότε δεν θα βλεπόμασταν, θα διαλύαμε και το σπίτι μας και δεν ήταν σωστό αυτό το πράγμα. Και προτίμησα με μεγάλη μου χαρά να μείνω στην ΑΕΚ και στην Ελλάδα. Ο Λουκάς λίγο θύμωσε, είχε πάει και στο “Χίλτον” μία μέρα και δεν πήγα εγώ και μου ‘λεγε “γιατί με έστησες;»
Γιατί τελικά δεν δοκίμασε την τύχη του στο εξωτερικό ενώ είχε κι άλλες καλές προτάσεις και από την Αγγλία και από την Ιταλία κι αν ήταν και τότε οικογενειακοί οι λόγοι:
«Η άλλη περίπτωση ήταν το ‘ 80 στο Εθνών όταν με ζήτησε η Νάπολι. Μετά πήγε ο Μαραντόνα. Από το γραφείο του Κρόιφ, ήταν ένας Ολλανδός μάνατζερ, που μου μετέφερε την πρόταση, αλλά δεν δέχτηκα. Πιστεύω ναι, ήταν θέμα οικογένειας και τότε δεν ήταν όπως τώρα, που τα παιδιά φεύγουν στο εξωτερικό λες και πάνε από το Σύνταγμα στη Γλυφάδα. Ήταν λίγο δύσκολο να ξενιτευτείς, να πας σε άλλη ομάδα. Αλλά δεν ήταν τόσο αυτό το θέμα, όσο ότι ήθελα να μείνω στην οικογένειά μου στην Ελλάδα και στην ομάδα μου» .
Για το αν πέρασαν σκέψεις μήπως έκανε λάθος, που δεν επιχείρησε αυτό το βήμα:
«Όχι, όχι. Είμαι πάρα πολύ ευχαριστημένος».
Για το αν τον βόλευε, με βάση το στυλ παιχνιδιού του, να έχει δίπλα του έναν κλασικό σέντερ φορ:
«Ναι. Όπως και με τον Ντούσαν. Και ο Χόκαν (σ.σ. Σάντμπεργκ) ήταν ψηλό παιδί, εύσωμο και βοηθούσε στο ψηλό παιχνίδι, στις σέντρες. Παρόλο ότι ήμουν κι εγώ καλός κεφαλοσφαιριστής κι έχω βάλει τα περισσότερα γκολ από κεφαλιές, βοηθούσε και ήταν και εξαίρετος χαρακτήρας και σαν ποδοσφαιριστής πολύ καλός, αυτό που μπορούσε να κάνει το έκανε. Είχαμε πολύ καλή συνεργασία και μαζί με τον Εστερχάζι, που ήρθε αργότερα φτιάξαμε πολύ καλό τρίο και νομίζω παίξαμε καλό ποδόσφαιρο τότε».
Για ένα δικό του γκολ κόντρα στον Απόλλωνα, τη σεζόν ’84-85΄, όπου συνδυάστηκαν με το κεφάλι με τον Σάντμπεργκ:
«Ναι, ήταν ένα πολύ ωραίο γκολ. Εγώ το έδωσα στον Χόκαν να το βάλει, εκείνος το έδωσε σε μένα, ε, λέω εντάξει θα το βάλω».
Για τα πέντε γκολ απέναντι στο Αιγάλεω την ίδια σεζόν και τις αυξημένες απαιτήσεις που είχε από τον εαυτό του όταν σκεφτόταν ότι μία ευκαιρία πρέπει να είναι ένα γκολ:
«Ναι, ήμουν σκληρός με τον εαυτό μου. Μου το είχε μάθει ο πατέρας μου ο συχωρεμένος, ο οποίος ήξερε πολύ καλή μπάλα. Έβαλα τα πέντε γκολ με το Αιγάλεω και μετά που με είδε μου λέει:”έπαιξες καλά σήμερα;”. Τον κοιτάω να καταλάβω το νόημα της ερώτησής του λέω: “δεν ξέρω, εσύ θα μου πεις”. “Χάλια” μου απαντάει. Λέω “έτσι με έκρινες;”. Μου λέει “ναι”.
“Το γιατί μπορείς να μου το πεις γρήγορα γιατί είμαι κουρασμένος;”
“Γιατί έπρεπε να βάλεις οκτώ”. Αυτό λοιπόν, ήταν το πνεύμα του πατέρα μου και το είχα πάρει κι εγώ και το θεώρησα πολύ δίκαιο, πολύ αντρικό και πολύ σωστό και το έκανα πράξη στον εαυτό μου».
Για τη σχέση του με τα ρεκόρ:
«Εγώ είμαι ένα άτομο που μου αρέσουν και τα ρεκόρ. Δηλαδή, στο τελευταίο ματς πρωταθλήματος με τη Λάρισα την περίοδο ΄84-΄85 μου δόθηκε η ευκαιρία να κερδίσω ένα δεύτερο παπούτσι, το χάλκινο μου φαίνεται. Υπήρχε ο Χαλίλχοτζιτς στη Ναντ που είχε σημειώσει 27 γκολ. Είχε ένα παιχνίδι ακόμα και η Ναντ αλλά ο Χαλίλχοτζιτς δεν θα έπαιζε γιατί είχε θλάση. Αν λοιπόν, έβαζα τρία γκολ ή και δύο γκολ θα έπαιρνα το παπούτσι, που προσωπικά μου άρεσε πολύ η προοπτική να κερδίσω δύο παπούτσια. Και βάζω δύο γκολ απέναντι στη Λάρισα, στη νίκη με 3-1, αλλά τι συνέβη: Στο 92΄του τελευταίου αγώνα της η Ναντ κέρδισε πέναλτι και σήκωσαν τον Χαλίλχοτζιτς από τον πάγκο με θλάση – και μπράβο τους – για να χτυπήσει εκείνος το πέναλτι. Ευστόχησε, με πέρασε ένα γκολ κι έχασα το δεύτερο παπούτσι. Συγχαρητήρια σαν ομάδα στη Ναντ γιατί έβγαλαν ένα πολύ όμορφο κλίμα. Προσωπικά πάντως στεναχωρήθηκα πολύ εκείνη τη βραδιά…»«.
Για το πώς χάλασε το κλίμα με την ΑΕΚ κι έφτασε στην απομάκρυνση από την ομάδα με προπονητή τον Αλέφαντο:
«Το κλίμα χάλασε γιατί είχα τραυματιστεί. Σε μία σύγκρουση με τον Πια το γόνατό μου είχε ξεκολλήσει τελείως και χρειάστηκε να κάνω τέσσερις-πέντε μήνες βάρη και βγήκα τελείως εκτός προγράμματος. Και τελικά έδωσα μόνο τρία παιχνίδια και είχε έρθει τότε ένας προπονητής στην ΑΕΚ, που θεώρησε ότι εγώ είχα τελειώσει. Ήταν τόσο μεγάλος προπονητής που αυτό πίστευε και αυτή ήταν η εισήγησή του στους διοικούντες ότι “έχει τελειώσει ο Μαύρος και να ψάξουμε για κανέναν άλλον”. Κι αυτό οι διοικούντες τότε το αποδέχτηκαν. Νομίζω πως ήταν η πιο δύσκολη στιγμή στην ποδοσφαιρική μου ζωή γιατί είχα συνδεθεί πάρα πολύ με τον κόσμο, πίστευα ότι ήταν αδικία εκατό τοις εκατό, ότι δεν είχε καμία ποδοσφαιρική λογική. Για κάποιο λόγο αυτός ο προπονητής, ο μέγας και τρανός, είπε κι έβαλε τα στήθια του μπροστά ότι εγώ τελείωσα ποδοσφαιρικά. Οι άλλοι, οι μεγάλοι παράγοντες με φοβερές ποδοσφαιρικές γνώσεις και δέσιμο με τον κόσμο της ομάδας, το αποδέχτηκαν και μου ανακοίνωσαν ότι ο μεγάλος Μαύρος ήταν μέχρι εδώ, ότι είμαι ελεύθερος και ότι μπορώ να πάω όπου θέλω».
Για το ότι είχε πει καλά λόγια για τον Νίκο Αλέφαντο και χάρη στη δική του γνώμη είχε πάει ο συγκεκριμένος προπονητής στην ΑΕΚ:
«Κοιτάξτε, έχω μάθει στη ζωή μου να μην μετανιώνω για τα καλά που κάνω και να μην τα αναφέρω γιατί δεν πιάνουν και τόπο άμα τα αναφέρεις. Αυτός ο άνθρωπος, ανεξάρτητα από το τι μου αναφέρατε, δεν μου έδινε ευκαιρίες να παίξω. Παίζαμε μεταξύ μας διπλό, οι βασικοί με τους αναπληρωματικούς, εγώ ήμουν με τους αναπληρωματικούς και έβαζα έξι-επτά γκολ. Τα παιδιά της πρώτης ομάδας του λέγανε: “μίστερ εδώ, έχει μεγάλη φόρμα, βάλτον”. Τίποτα. Εκεί φάνηκε το σκοτεινό μυαλό αυτού του ανθρώπου, ότι πήρε μία απόφαση φοβερή και τρομερή, που θα τον καταξίωνε στην ποδοσφαιρική Ελλάδα ως μέγα προπονηταρά και δεν ξέρω κι εγώ τι άλλες μπούρδες».
Για την επιστροφή στον Πανιώνιο:
«Ήταν αντιπρόεδρος τότε ο φίλος, με τον οποίο για ένα-δύο χρόνια ήμασταν και ίδιο δωμάτιο, ο Γιώργος ο Σκρέκης και μου είπε: “Θωμά, ο Πανιώνιος έχει την αγκαλιά του ανοιχτή για σένα αν θες”. Και συμφώνησα, ήταν αντιπρόεδρος ο Σκρέκης και πρόεδρος ο Γεράσιμος Βεντούρης και πήγα στην παλιά μου ομάδα».
Για το πως κατάφερε να έχει μία πολύ καλή σεζόν με 17 γκολ όταν την προηγούμενη χρονιά είχε τον σοβαρό τραυματισμό και είχε παίξει σε ελάχιστα ματς:
«Πολύ σημαντικό και σωστά το επισημάνατε ότι εγώ είχα κάτσει εκτός πάρα πολύ καιρό και σε μία ηλικία κρίσιμη και θα υπήρχε μεγάλο πρόβλημα να ξαναβρώ τη φόρμα μου. Νομίζω ότι τα πάντα κάνει η ψυχή. Δυσκολεύτηκα πάρα πολύ στην προετοιμασία και σε κάποια φιλικά στον Αύγουστο ήρθαν στιγμές ζόρικες στην ψυχή μου όπου αμφέβαλα εγώ αν θα μπορέσω ν’ αποδώσω. Αλλά με την πίστη “όχι θα παίξω καλά”, νομίζω πήγαν όλα φοβερά κι αν θυμάμαι καλά με το καλημέρα και μέχρι τον Μάρτιο ήμουν πρώτος σκόρερ. Τότε έγινε ένα παιχνίδι με τον Ολυμπιακό στη Νέα Σμύρνη που κερδίσαμε 2-0. Στο συγκεκριμένο παιχνίδι κατά λάθος ο Γιώτης ο Τσαλουχίδης, χωρίς να το θέλει σε μία εναέρια μονομαχία έπεσε πάνω μου και μου γύρισε το πόδι. Και έκατσα 20-25 μέρες εκτός και έχασα την πρωτιά στους σκόρερ. Είναι ο αγώνας όπου ήταν ο κύριος Λίμπρεχτς προπονητής του Ολυμπιακού και ήρθε στην καταπακτή μετά και με συνεχάρη και απ’ ό,τι διάβασα την άλλη μέρα παραιτήθηκε».
Για το ότι πήγε στον Πανιώνιο σε μία περίοδο όπου ο βασικός κορμός από τη μεσαία γραμμή της ομάδας, με τον Μπαρζόφ τότε, είχε φύγει:
«Είχα και αυτή την ατυχία, αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Από την ΑΕΚ που έφυγα, είχε στη μεσαία γραμμή πολύ καλούς ποδοσφαιριστές, Οκόνσκι, Σαββίδη, μετά Σαβέβσκι, Μπατίστα, ενώ και στον Πανιώνιο που είχε δύο καλά χαφ τον Μπαρζόφ και τον Όουεν να φύγουν. Παρόλα αυτά σας είπα. Έπρεπε να κερδίσουμε, έπρεπε να κερδίσουμε».
Για το ότι τη δεύτερη χρονιά στον Πανιώνιο, τη σεζόν ’88-’89, έκανε για ένα μικρό διάστημα δίδυμο με τον Αναστόπουλο, αλλά γενικά δεν είχαν παίξει πολύ μαζί ούτε στην εθνική ομάδα:
«Είναι ένα ερώτημα που απευθύνεται στους προπονητές της εθνικής την εποχή εκείνη. Εγώ δεν είχα κανένα πρόβλημα με τον Νίκο. Ίδιο δωμάτιο ήμασταν. Έτυχε και βρεθήκαμε στον Πανιώνιο από σύμπτωση».
Για το ρεκόρ του πρώτου σκόρερ όλων των εποχών:
«Αν δεν με απατά η μνήμη μου τον έφτασα (σ.σ. εννοεί τον Μίμη Παπαϊωάννου) σ’ ένα ματς με τον ΟΦΗ στο Αίγιο και τον πέρασα σ’ ένα ματς με τον Απόλλωνα στην Καλαμαριά. Ούτε κι αυτό το φανταζόμουν στην καριέρα μου. Στο τέλος το είδα κι έδειξα ενδιαφέρον για να πάρω το ρεκόρ».
Για το ότι τα γκολ με τον Πανιώνιο στο τέλος ήταν πιο δύσκολα από εκείνα με την ΑΕΚ:
«Ήταν πιο ώριμα, πιο ποιοτικά μπορώ να πω, γιατί εμπειρία τόσων ετών έβγαινε στο τέλος με τον Πανιώνιο. Κάτι κεφαλιές, κάτι σουτ. Ήξερα που ακριβώς θα πάει η μπάλα, ενώ τα προηγούμενα χρόνια έκανα κάποια λάθη κι έχασα ορισμένες ευκαιρίες. Εκείνα ήταν απολύτως ώριμα γκολ».
Τα στοιχεία που τον βοήθησαν να βγει πρώτος σκόρερ του ελληνικού πρωταθλήματος στα 36 του χρόνια:
«Άμα αγαπάς αυτό που κάνεις και κάνεις και τη ζωή που πρέπει να κάνεις κι έχεις και το κορμί δουλεμένο από χρόνια, γιατί εγώ έκανα βάρη 16 χρονών, δεν σας τα είπα αυτά. Πήγα στις Σέρρες και είδα δυο θηρία και του λέω του Χάιτα: “κύριε Στάθη τι κάνουμε εδώ τώρα;” και μου λέει: “αν περάσεις τη γραμμή έχεις…πεθάνει”. Γύρισα προβληματισμένος στην Αθήνα και σκέφτηκα ότι πάλι θα τους συναντήσω αυτούς τους κυρίους. Γιατί ήμουν αδύνατος με πολλή τεχνική, αλλά εδώ μιλάμε ότι οι άνθρωποι ήταν ο Ταρζάν και ο Γκαούρ. Και κατέβηκα στην αίθουσα του Πανιωνίου και βρήκαν έναν αθλητή που σήκωνε 150 -200 κιλά, όλα τα βάρη τα είχε βάλει στην μπάρα και σήκωνε. Του λέω μήπως μπορείτε να με βοηθήσετε λίγο γιατί είμαι ποδοσφαιριστής του Πανιωνίου, αν μπορούμε να συνεργαστούμε γιατί τελειώνει το πρωτάθλημα; Έτσι το καλοκαίρι ξεκίνησα τα βάρη. Δεν τα ξέραμε τότε, για το ’71 μιλάμε. Και όταν έκανα βάρη είδα ότι με ωφέλησαν πολύ. Και σαν ψυχή και σαν σώμα και σαν έκρηξη και σαν άλμα, στα πάντα. Και στην περιοχή να βάλεις τα χέρια στο σώμα σου, να μπορέσεις να σταθείς υπό την πίεση, που σε σπρώχνουν δύο-τρεις να μπορέσεις να βάλεις το γκολ. Όλα αυτά μ’ έκαναν να βγω πρώτος σκόρερ 36 ετών, η υποδομή και η εργασία από 16 χρονών».
Για το πως ένιωσε όταν σκόραρε στη Νέα Φιλαδέλφεια σε βάρος της ΑΕΚ και αποθεώθηκε από τον κόσμο της ΑΕΚ:
«Τα συναισθήματα ήταν τρελά. Τι να πω. Η καρδιά μου πήγαινε πέρα-δώθε σαν το φύλλο στο βοριά. Ήμουν πολύ συνδεδεμένος και αυτό απέδειξε ότι και ο κόσμος της ΑΕΚ με αγαπούσε γιατί ό,τι κι αν ήταν τους έβαλα γκολ στο 1-1, δεν τους το έβαλα στο 5-0. Οπότε να πεις, ε, το κάναμε για τον Θωμά, αφού είμαστε σίγουροι ότι θα κερδίσουμε. Το έκανα στο 1-1, που μπορεί το παιχνίδι να έπαιρνε άλλη τροπή. Ήταν τρομερό, έχει μείνει στην καρδιά μου δεν το ξεχνάω, αλλά όπως είπα ήταν αυτά τα έξι χρόνια τα πέτρινα, όπου γνώρισαν πιο καλά και ο κόσμος τον Θωμά και ο Θωμάς τον κόσμο της ΑΕΚ. Αυτά τα δύσκολα χρόνια, που υποφέραμε όλοι μαζί, ο καθένας από την πλευρά του, έφεραν τεράστια ένωση μεταξύ εμένα και του κόσμου της ΑΕΚ».
Για το τι είναι η ΑΕΚ για τον ίδιο:
«Είναι αυτό που λέω καμία φορά σε Πανιώνιους, σε νεαρούς φιλάθλους που έρχονται και μου λένε γιατί αγαπάς πιο πολύ την ΑΕΚ. Τους λέω “δεν έχει καμία σχέση η αγάπη που έχω στον Πανιώνιο και ό,τι έκανα στον Πανιώνιο με την αγάπη της ΑΕΚ. Γιατί ο Πανιώνιος είναι η μητέρα μου, όταν άνοιξα τα μάτια μου τα ποδοσφαιρικά βρέθηκα στους χώρους εκεί στο γήπεδο και η ΑΕΚ είναι η γυναίκα μου. Το παιδί μεγάλωσε, έφυγε μετά και παντρεύτηκε”. Η ΑΕΚ για μένα είναι η γυναίκα μου, που είμαι ερωτευμένη μαζί της και ο Πανιώνιος η μάνα μου ποδοσφαιρικά. Έφυγα από τη μάνα μου και βρήκα τη γυναίκα των ονείρων μου και την παντρεύτηκα”.
Για την κορυφαία προσωπική στιγμή στην καριέρα του: “Αναμφισβήτητα η μεικτή κόσμου».
Για τους συμπαίκτες που ξεχώρισε στην τεράστια πορεία του:
«Στον Πανιώνιο που ξεκινούσα ήταν πάρα πολλοί, ο Γιώργος Δέδες, ο Στάθης Χάιτας, ο Θανάσης Ιντζόγλου, ο Βίκτωρας Θεοφιλόπουλος, μπακάρα μεγάλη αυτός, που τσάμπα δεν έγινε τεράστιος. Στην ΑΕΚ ήταν ο Μίμης Παπαϊωάννου, που γνώρισα. Ήμασταν στο ίδιο δωμάτιο έναν χρόνο και πήρα πολλά, ωφελήθηκα πολύ ως μικρότερος από τον Μίμη. Ο Ντούσαν Μπάγεβιτς, που ήμασταν ένα δίδυμο, για το οποίο ακόμα μιλάει ο κόσμος. Και τα παιδιά τα άλλα, ο Τάκης Νικολούδης, ο Χρήστος Αρδίζογλου. Να ξέρετε όμως, ότι εμείς οι επιθετικοί σίγουρα ευχαριστούμε για τα καλά λόγια, αλλά εξαρτώμεθα κι από τα παιδιά τα υπόλοιπα. Καμιά φορά υπάρχει αδικία σε αυτό, δηλαδή κάποιες πάσες μπορεί να καλύπτονται από το φως των σκόρερ. Πάρα πολλά όμως, οφείλουμε στα παιδιά αυτά. Και ο Μίμης Δομάζος όταν είχε έρθει στην ΑΕΚ δεν θα ξεχάσω ότι σε δεκαπέντε λεπτά από την έναρξη του αγώνα μου είχε δώσει τρεις πάσες και είχα βάλει τρία γκολ! Παίζουν ρόλο και οι συμπαίκτες σου από πίσω».
Για το αν είχε κάποιον παίκτη ως αγωνιστικό πρότυπο όταν ξεκινούσε και να έπαιρνε κινήσεις από αυτόν:
«Ξένος ήταν. Είχα τον Τζορτζ Μπεστ, που τότε μεσουρανούσε και μου άρεσε πάρα πολύ. Είχα δει ορισμένα πράγματα και προσπαθούσα να κάνω κάποιες κινήσεις του. Στην αρχή μικρός είχα δει λίγο ότι ψιλό-μοιάζουμε (χαμογελάει)».
Για τους καλύτερους προσωπικούς αντιπάλους που αντιμετώπισε:
«Πολλά παιδιά. Και ο Πέτρος ο Μίχος. Και ο Άνθιμος ο Καψής. Υπάρχουν αμυντικοί που με σέβονταν και τους σεβόμουν».
Για το καλύτερο γκολ που έχει βάλει:
«Όλα τα γκολ είναι σαν παιδιά μου και τα αγαπώ εξίσου. Το καλό που θέλω να πω και είμαι ευχαριστημένος με μένα, είναι ότι έμπαιναν γκολ γιατί τα υπολόγιζες, τα σκεφτόσουν και τα έπραττες. Δεν έμπαιναν γκολ τυχαία. Δεν ξέρω αν το καταλαβαίνετε, ήταν όλα σχεδιασμένα. Κι ένας δημοσιογράφος μεγάλος και έγκριτος και ΑΕΚτζής είχε γράψει για ένα γκολ ότι θα το ζήλευε και ο Πελέ. Ήταν ένα ματς με το Αιγάλεω με βροχή στη Νέα Φιλαδέλφεια. Είχα σημειώσει τρία γκολ και για το ένα από αυτά είχε γράψει ότι θα το ζήλευε και ο Πελέ. Ήταν κι αυτό περηφάνια για μένα».
Για το αν οι μεγάλοι παίκτες είναι για τα μεγάλα παιχνίδια:
«Κανονικά ο μεγάλος παίκτης πρέπει να παίζει σε όλα τα παιχνίδια. Αλλά ειδικότερα σε μεγάλα παιχνίδια, όπου ο κόσμος είναι σε αγωνία, εσύ πρέπει να είσαι μπροστάρης για να τους δώσεις χαρά να πάνε να υπερηφανευτούν αυτοί απέναντι στους άλλους».
Για το πως προέκυψε η επιλογή στον αριθμό 11 για τη φανέλα του:
«Από μικρός ήθελα να πάρω ένα διαφορετικό νούμερο. Τότε υπήρχε το 9άρι και το 10άρι. Όποιος έβαζε το 9 ήταν γκολτζής, όποιος έπαιρνε το 10 ήταν δεκάρι, ήταν ο Δομάζος ας πούμε. Είπα λοιπόν, εγώ θα πάω κόντρα, εγώ θα πάρω το 11 και θα δημιουργήσω ένα δικό μου, ένα καινούργιο νούμερο».
Πηγή: Sport-fm.gr