«Πολύ χρήσιμες» χαρακτηρίζει τις συνομιλίες μεταξύ της Ρωσικής Ομοσπονδίας και των Ηνωμένων Πολιτειών ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών, Σεργκέι Λαβρόφ, αναφέροντας ότι οι δύο πλευρές «δεν περιορίστηκαν στο να ακούσουν η μία την άλλη, αλλά κατανόησαν τις θέσεις τους. Έχω κάθε λόγο να πιστεύω ότι η αμερικανική πλευρά αντιλαμβάνεται τη θέση μας».
Είπε επίσης ότι υπήρξε συμφωνία ως προς την επίσπευση της διαδικασίας τοποθέτησης πρέσβεων σε Μόσχα και Ουάσινγκτον, καθώς και στην άρση των περιορισμών «που επιβλήθηκαν εδώ και πολλά χρόνια, κυρίως από τη διοίκηση Μπάιντεν τα τελευταία τέσσερα έτη».
Επίσης, ανακοίνωσε ότι οι δύο χώρες θα ξεκινήσουν άμεσα διαδικασίες για την πραγματοποίηση ειρηνευτικών συνομιλιών σχετικά με την Ουκρανία, τονίζοντας ότι το Κρεμλίνο αναμένει τον διορισμό των αμερικανών εκπροσώπων για τις διαπραγματεύσεις, ώστε να ορίσει και η δική του πλευρά αντιστοίχως τα κατάλληλα πρόσωπα. Συν τοις άλλοις, επανέλαβε τα βασικά σημεία που είχαν διατυπωθεί νωρίτερα από τον Μάρκο Ρούμπιο και τον Μάικ Γουόλτς, κάνοντας λόγο για τη δημιουργία συνθηκών ευρύτερης συνεργασίας μεταξύ ΗΠΑ – Ρωσίας.
«Αυτό περιλαμβάνει την επανέναρξη διαβουλεύσεων για γεωπολιτικά ζητήματα και την άρση «τεχνητών εμποδίων» που περιορίζουν την αμοιβαία επωφελή οικονομική συνεργασία. Υπήρξε ουσιαστική συμφωνία για την ανάγκη επίλυσης ζητημάτων που αφορούν τη λειτουργία των διπλωματικών αποστολών» σημείωσε.
Τέλος, ερωτώμενος για το ενδεχόμενο οποιασδήποτε ανάπτυξης νατοϊκών δυνάμεων στην Ουκρανία, απέρριψε την πρόταση ως «εντελώς απαράδεκτη». Και πρόσθεσε: «Ο πρόεδρος Τραμπ ήταν ο πρώτος από τους δυτικούς ηγέτες που είπε ότι το να σύρουμε την Ουκρανία στο ΝΑΤΟ ήταν ένας από τους κύριους λόγους για ό,τι συμβαίνει, ένα από τα μεγαλύτερα λάθη του Μπάιντεν. Εάν ο Τραμπ ήταν ο πρόεδρος, αυτό δεν θα είχε συμβεί ποτέ. Ο πρόεδρος Πούτιν τόνισε περισσότερες από μία φορές ότι η επέκταση του ΝΑΤΟ και η απορρόφηση της Ουκρανίας από το ΝΑΤΟ αποτελούσε άμεση απειλή για τη Ρωσική Ομοσπονδία και την κυριαρχία μας. Και εξηγήσαμε σήμερα ότι οποιαδήποτε εμφάνιση ενόπλων δυνάμεων από τις χώρες του ΝΑΤΟ υπό κάποια σημαία, υπό την ευρωπαϊκή σημαία ή υπό σημαίες, δεν αλλάζει τίποτα. Είναι φυσικά εντελώς απαράδεκτο».