Η δόνα Σιμόνε είχε δώσει εντολή να γυρίσει πίσω στο πατρικό. Εκεί στην Γκάμα, στην κεντρική Βραζιλία, η μητέρα και δασκάλα θα τον φρόντιζε καλύτερα. Κανείς στην οικογένεια Ιζακσον Περέιρα Λέιτε δεν μπορούσε να αποτραβήξει τη σκέψη από το χειρότερο σενάριο. Εκείνο που οι γιατροί είχαν περιγράψει ορθά κοφτά στον πατέρα Μπόσκο ως σοβαρή πιθανότητα αναπηρίας. Ο γιος του, ο 18χρονος τότε Ρικάρντο, είχε υποστεί το απίθανο. Εκεί που χαλάρωνε σε μία πισίνα, είχε σοβαρό ατύχημα, στο οποίο έσπασε το λαιμό του και κανείς δεν γνώριζε αρχικά πώς θα εξελισσόταν η αποθεραπεία. Δίπλα στην μητέρα του προσπαθούσε να αντλήσει πίστη από τον Ιησού. Εχοντας μυηθεί στην Ευαγγελική εκκλησία από τα 12 του και προερχόμενος από ευκατάστατη οικογένεια, είχε δύο πράγματα για να βρίσκει δύναμη. Αν και τόσο νεαρός, ο σούπερ ταλαντούχος πιτσιρικάς που άπαντες περίμεναν να λάμψει στη Σάο Πάουλο, έβαζε απαλά να ακούει τα γκόσπελ, φτιάχνοντας παράλληλα τη λίστα με τους 10 στόχους της ζωής του, δίχως όμως να ξέρει εάν το τραυματισμένο κορμί του θα ήταν ποτέ σε θέση να τον βοηθήσει να τους υλοποιήσει.
Στο Νο1 των επιθυμιών βρισκόταν το να επιστρέψει στο ποδόσφαιρο και όσα ακολουθούσαν είχαν επίσης σχέση με την μπάλα. Στο Νο9 ήταν το να αγωνιστεί σε ομάδα της Ιταλίας και στο Νο10 να κατακτήσει το Μουντιάλ. Περίπου ένα χρόνο αργότερα, το 2001, η αρχική του σκέψη γινόταν πραγματικότητα, με τη Σάο Πάουλο να τον καλεί να υπογράψει επαγγελματικό συμβόλαιο. Καθώς γινόταν ολοένα και πιο γνωστός στο «Μορουμπί», άπαντες άρχιζαν να μιλούν για τον Κακά, όνομα που του έμεινε για πλάκα, επειδή ο μικρότερος αδερφός του απλά δεν μπορούσε να προφέρει το Ρικάρντο. Σταδιακά θα συνέβαιναν και όλα τα άλλα υπέροχα ποδοσφαιρικά της λίστας του κι ας μην είχε ουσιαστική συμβολή στην κούπα του 2002 στα γήπεδα της Ασίας. Ηταν ένα θαύμα από τον Θεό και μόνο που βρισκόταν εκεί. Για τα εκπληκτικά που έκανε και βίωσε στο μαγικό για εκείνον 2007, όταν και του έδωσαν όλο το χρυσάφι και τα ασημικά της μπάλας, ο Βραζιλιάνος δεν τα είχε φανταστεί καν για να τα προσθέσει στον κατάλογο των ευσεβών πόθων.
Το 2003 βρέθηκε στη Μίλαν και σταδιακά άρχισε και η Ευρώπη να μαγεύεται. Χρόνια αργότερα, σε συνέντευξή του ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι θα γελούσε στην κάμερα και φουσκώνοντας από καμάρι, θα χαρακτήριζε «φιστίκια» τα 8,5 εκατ. που είχε πληρώσει τότε. Από κοντά ο μέντοράς του Κάρλο Αντσελότι, έσπευδε να εξηγήσει με μία κουβέντα τη μοναδικότητά του παίκτη του: «Δεν θα σκεφτεί ποτέ να κινηθεί παράλληλα. Παίρνει την μπάλα και αυτόματα φεύγει κατά μέτωπό, πάντα κάθετα. Ουδέποτε όμως θα ακουμπήσει την μπάλα περισσότερο απ’ όσο χρειάζεται».
Σταδιακά η καριέρα του κατρακύλησε. Ουσιαστικά υπήρξε βραχύβια η πορεία του στην κορυφή. Μόλις για έξι χρόνια (2003-2009) τον θαυμάσαμε στα καλύτερά του. Ως enganche όπως ορίζουν οι Αργεντινοί τη θέση ή αλά ιταλικά trequartista, ο Κακά έκανε τρελό κέφι να ενώνει το κέντρο με τον επιθετικό, να ανοίγει διαδρόμους, να μοιράζει γκολ. Και να βάζει εκείνος τα πιο όμορφα, κάνοντας τους αντιπάλους να κουτουλάν μεταξύ τους, όπως χαρακτηριστικά είχε συμβεί σε εκείνον τον ημιτελικό με τη Γιουνάιτεντ στο «Ολντ Τράφορντ» (2007), με τους Εβρά, Χάιντσε να είναι οι άτυχοι της υπόθεσης.
Και ο Βραζιλιάνος είχε μόνο τέτοια για τους οπαδούς της Μίλαν και για όσους τον γούσταραν τρελά. Κάθε φορά που ο έπαιρνε την μπάλα, ήταν λες και ηχούσαν τα εκκλησιαστικά όργανα. Και ήξερες δύο δεδομένα: Οτι έτρεχε με το τόπι πιο γρήγορα από τον καθένα και ότι κάτι όμορφο θα συνέβαινε. Πηγή: gazzetta.gr