Μία φορά κι έναν καιρό, Αργεντινή και Ουρουγουάη πολέμησαν για αυτό που τις χωρίζει, αλλά τελικά είναι και εκείνο που τις ενώνει. Το μεγάλο ποτάμι, ο Ρίο ντε λα Πλάτα, ανήκει και στις δύο. Στις όχθες του είναι που δημιουργήθηκε και εξελίχτηκε κάτι μοναδικό, ξεχωριστό και που δεν είναι το κανονικό ποδόσφαιρο, όπως το ξέρω εγώ κι εσύ. Κυρίως όμως στην ανατολική ακτή, γύρω από το αλλοτινό Παρίσι της Νότιας Αμερικής, η μπάλα άλλαξε ύφος και όνομα και απέκτησε έναν σκληρό χαρακτήρα, που όμοιο της δεν είδε ξανά το παιχνίδι. Το football που μετέφεραν εκεί στα τέλη του 19ου αιώνα οι Αγγλοι, μύριζε αίμα. Πίσω από το λιμάνι του Μοντεβιδέο οι εργαζόμενοι στην σιδηρόδρομο έστηναν σκληρές μάχες με τους ναυτικούς. Δεν υπήρχαν οι κανόνες που το περιόριζαν πίσω στην πατρίδα τους. Περισσότερο είχε τις ρίζες του σε αυτό που οι Βρετανοί αποκαλούσαν κάποτε «hacking» και ήταν ένα υβρίδιο μεταξύ ποδοσφαίρου και ράγκμπι. Στους μετανάστες και τους πρώην σκλάβους άρεσε. Το υιοθέτησαν, το αποκάλεσαν «zancadilla» και το έστησαν στα δικά τους μέτρα. Αυτό λοιπόν αποτέλεσε την βάση για ό,τι ακόμα αραδιάζουν στις αλάνες οι Ουρουγουανοί και ανέκαθεν χαρακτήριζε τον τρόπο παιξίματός τους. Σταδιακά του έδωσαν διάφορες ονομασίες. Το είπαν «fútbol de potrero», «el picado», «mete-gol-entra», «centro-gol», «cañito-la liga». Κάθε ένα από δαύτα είχε και κάποια παραλλαγή. Ολα όμως αποτυπώνονταν σε αυτό που στα χρόνια της ιστορίας του ποδοσφαίρου μόνο εκείνοι μπόρεσαν να εφαρμόσουν. Εάν στα ισπανικά η λέξη μπάλα μεταφράζεται σε «bola» και το παιχνίδι ως «fútbol», στον Ρίο ντε λα Πλάτα μόνο η «pelota» είναι που επικρατεί. Είναι αυτό που όταν το πρωτοσυνάντησαν οι Ευρωπαίοι τους μπέρδεψε. Τους αμυντικούς τους αποκάλεσαν «ζώα» για την σκληρότητα τους και τους επιθετικούς «αρτίστες» για τις απρόσμενες κινήσεις. Στις λάσπες του παλιού Μοντεβιδέο πάντρεψαν το πιο δολοφονικό μαρκάρισμα με την «gambeta», την κοφτή ντρίμπλα δηλαδή. Αυτή την τελευταία την δημιούργησαν όχι για το θέαμα. Ηταν η ίδια η ανάγκη της αποφυγής του τάκλιν, της κλωτσιάς. Το να είσαι επιθετικός στην παλιά Ουρουγουάη, ήταν το μεγαλύτερο ρίσκο της ζωής σου. Ολα αυτά χωρίς κανόνες, διαιτητές, αλλαγές για τους τραυματίες και συμπόνοια. Εάν έμπαινες, ήξερες ότι μπορούσαν να σου συμβούν τα πάντα. Πλέον η παγκοσμιοποίηση, η τηλεόραση, τα διαφορετικά πρότυπα, έχουν αλλοτρίωση την γνησιότητα της «pelota». Ακόμα και οι Ουρουγουανοί έχουν αρχίσει και γίνονται πιο soft. Ειδικά με το που μπήκε ο 21ος αιώνας, τα χαρακτηριστικά έχουν μεταβληθεί. Το πνεύμα των γηραιότερων τύπου Πάολο Μοντέρο της Γιουβέντους, δεν τα συναντάς πια τόσο ξεκάθαρα. Υπάρχει όμως το DNA που αντιστέκεται. Αν και σε πιο εξευγενισμένη μορφή, στον Ντιέγο Γκοδίν, τον Μάρτιν Κάσερες μπορείς να διακρίνεις μέρος του δοξασμένου παρελθόντος. Περισσότερο όμως θα το δεις, εάν παρατηρήσεις το βρώμικο παιχνίδι του Λουίς Σουάρες. Καθώς την Τρίτη έγινε 30 ετών, ο φορ της Μπαρτσελόνα συνεχίζει κάτι που μπορείς αντίστοιχα να εντοπίσεις μόνο στον Ντιέγκο Κόστα. Ενώ το άθλημα στο ύψιστο επίπεδο έχει πρεσαριστεί στα στενά καλούπια της οικονομικής εποχής, εκείνος έχει διατηρήσει όλα τα συναισθήματα της «pelota», που είχε και όταν ως 15χρονος είχε ρίξει κουτουλιά σε διαιτητή και του είχε σπάσει την μύτη. Αυτό το «κωλόπαιδο» του σύγχρονου ποδοσφαίρου, δαγκώνει ακόμα, όπως ορμάγαμε όλοι μας σαν πιτσιρικάδες στους αντιπάλους. Δεν του έχει περάσει ποτέ αυτή η φούρια που κάνει τον παγκόσμιο τύπο να τον χαρακτηρίσει «Hannibal», έπειτα από κάθε ξεγυρισμένη δαγκωνιά που έχει ρίξει. Δεν μπορεί να καταλάβει τι κάνει. Είναι μουρλός. Καθώς ανοίγει τα σαγόνια του στην αρένα της Premier League, του Μουντιάλ ή πατάει τον αντίπαλο εκτός φάσης στην La Liga, στο μυαλό του κάνει συννεφάκι εκείνη την ποδοσφαιρική αλήτρα που τσαλαβουτούσε στη λάσπη, παλεύοντας χωρίς κανόνες απέναντι στους εκκολαπτόμενους σκληρούς Ουρουγουανούς αμυντικούς. Το σύνδρομο της επιβίωσης δεν του έφυγε ποτέ. Δεν μπορεί να το διαχειριστεί, ούτε καν όταν μονομαχεί με τη γκλάμουρ φανέλα της Μπαρτσελόνα. Έτσι, για κάθε εκπληκτικό χατ τρικ, για ένα ιδανικό μονοκόμματο τελείωμα, για κάθε «gambeta», θα έχει να συνδυάζει κάτι αντιαθλητικό. Αντιαθλητικό με τους κανόνες της εποχής και όχι με όσα τον γαλούχησαν. Αυτό λοιπόν είτε το γουστάρεις, είτε όχι. Σε καμία περίπτωση όμως δεν μπορείς να αντικρούσεις το ότι αυτός ο ποδοσφαιρικά γοητευτικός ψυχοπαθής, που μοιάζει άδειος από συναίσθηση των πράξεων του, είναι ότι πιο υπέροχο κυκλοφορεί σε φορ στην γενιά του. Πηγή: gazzetta.gr