Με άρθρο του στην aixmi.gr, ο Χρήστος Σωτηρακόπουλος εξηγεί πώς οι Πορτογάλοι ανέπτυξαν το ποδόσφαιρό τους σε αντίθεση με εμάς που είχαμε μία «χρυσή ευκαιρία» να το κάνουμε πριν από επτά χρόνια.
Στα επτά χρόνια που πέρασαν από τη μαγική νύχτα της 4ης Ιουλίου του 2004 το ελληνικό ποδόσφαιρο είχε την ευκαιρία να ξεφύγει από το τέλμα του. Δεν το δοκίμασε και γι αυτό φταίνε πολλοί. Και η σύγκριση μας με εκείνους που νικήσαμε (και, μάλιστα, δύο φορές) στο δρόμο για την κατάκτηση του EURO, δυστυχώς, μας εκθέτει. Γιατί θυμάστε τι φωνάζαμε στους Πορτογάλους εκείνη τη μέρα; Πως «δεν έβαλαν μυαλό» ύστερα από την ήττα της πρεμιέρας μαζί με όλα τα γραφικά για τον τσολιά και πόσο βαριά ήταν η… στολή του. Οι Πορτογάλοι, όμως, σε αυτά τα επτά χρόνια που μεσολάβησαν, όχι μόνο κατάφεραν να πρωταγωνιστούν συνέχεια, αλλά έφτασαν στο σημείο να πουλάνε όχι μόνο παίκτες (κάτι που χρόνια, άλλωστε, το έκαναν με επιτυχία), αλλά ακόμη και προπονητές!
Ο κύριος Βίλας – Μπόας από απλός σκάουτερ του Μουρίνιο εξελίχτηκε σε hot όνομα και η Τσέλσι πλήρωσε τη ρήτρα των 15 εκατομμυρίων ευρώ και τον πήρε στο Λονδίνο. Το καλοκαίρι του 2004, που πιστεύαμε ότι η Ελλάδα έγινε ο ομφαλός της γης , η Πόρτο του πανέξυπνου Πίντο ντα Κόστα ήταν πρωταθλήτρια Ευρώπης, αλλά και εκποιούσε κομμάτι κομμάτι την προίκα της. Προσοχή στο ρήμα, εκποιούσε , για την ακρίβεια μοσχοπουλούσε γιατί ποτέ δεν ξεπουλούσε.
Ο Μουρίνιο από ένας πολλά υποσχόμενος προπονητής έγινε αυτά τα επτά χρόνια ο πιο ακριβός στον πλανήτη με σημαντικές επιτυχίες, ο Ρονάλντο πέραν του ότι κόστισε περίπου 90 εκατομμυρια ευρώ στη Ρεάλ, βοήθησε στο ενδιάμεσο την Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ να αναδειχτεί πρωταθλήτρια Ευρώπης το 2008. Οι δεκάδες παίκτες που έφυγαν συνολικά από τις πορτογαλικές ομάδες, έκαναν ως επί το πλείστον μεγάλη καριέρα όπου και αν πήγαν, ενώ κατάφεραν ως εθνική ομάδα να είναι στις μεγάλες διοργανώσεις «κάπου εκεί» κάθε φορά. Και το 2006 στο Μουντιάλ μπόρεσαν να μπουν στην τετράδα. Ακόμη και το κύκλωμα που έστηνε παιχνίδια, με ονομασία «χρυσή σφυρίχτρα», κατάφεραν να το εξαρθρώσουν τιμωρώντας (έστω και όσο πατά η γάτα) την Πόρτο, αλλά σε αυτό τον τομέα μάλλον είναι το μόνο στο οποίο ακόμη μοιάζουμε! Φέτος έφεραν τρεις ομάδες στα ημιτελικά του Γιουρόπα Λιγκ, η Πόρτο ξαναπήρε ένα Κύπελλο Ευρώπης και άρχισε ήδη να εκποιεί τους πάντες, ξέροντας πως θα ξανακάνει τον κύκλο της!
Γενικά, οι Πορτογάλοι αυτά τα επτά χρόνια μας έδειξαν ποδοσφαιρικά πως τα πάντα θέλουν κόπο και τρόπο. Για αυτούς τίποτα δεν έτυχε, όπως έγινε με εμάς το 2004, αλλά πέτυχε. Και ας έχασαν δύο φορές το 2004 από μία χώρα που δεν είχε ποτέ στο παρελθόν την παραμικρή διάκριση. Μόνη εξαίρεση σε αυτή την παραφωνία της χώρας μας, αυτά τα επτά χρόνια, η εθνική ομάδα. Που μπορεί μέσα στο hangover του θριάμβου, το 2006 να έλειψε από το Μουντιάλ, αλλά ύστερα πήγε τόσο στο EURO το 2008 όσο και στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 2010 και διεκδικεί και πάλι την πρόκριση στο EURO του 2012. Μπορεί να μην ξαναζήσουμε ποτέ στο μέλλον μέρες και νύχτες σαν τις μαγικές στο Πόρτο και της Λισαβόνα, εκείνο τον Ιούνιο και Ιούλιο του 2004, αλλά η εθνική ομάδα που συνέχισε πάνω σε ένα μοτίβο δείχνει πως δεν είναι όλα τόσο μαύρα αν έχεις ένα πλάνο.
Από την άλλη , η μεγάλη απορία παραμένει. Σε αυτή την επταετία ακόνη δεν αναδείξαμε έναν παίκτη αληθινά υψηλού επιπέδου που να αναγκάσει μία μεγάλη ομάδα από αυτές που τρέχουν να αγοράσουν από τους Πορτογάλους, να έρθει και να μας τον πάρει. Φυσικά, δεν συζητάω πως Μουρίνιο και Βίλας – Μπόας ούτε κατά διάνοια δεν θα βγάλουμε ποτέ, αφού Έλληνες προπονητές οι ομάδες μας δεν εμπιστεύονται και δεν στηρίζουν!
Κατά τα άλλα επτά χρόνια μετά από τη νύχτα που σηκώσαμε το τιμημένο, τα συνθήματα για το αν έβαλαν μυαλό οι Πορτογάλοι ακούγονται κάπου στο βάθος ως υπενθύμιση σε έναν λαό σαν τον δικό μας, που εύκολα απαξιώνει αλλά πολύ δύσκολα αποδέχεται, πως για αυτά που βιώνουμε δεν φταίνε κατ’ ανάγκην πάντα οι άλλοι. Αλλά συνήθως ο κακός μας ο εαυτός και η ανοργανωσιά μας!
Πηγή: aixmi.gr