Συνταγματική έκρινε το Συμβούλιο της Επικρατείας τη νομοθετική διάταξη που προβλέπει ότι οι αστυνομικοί και οι υπηρετούντες στα σώματα ασφαλείας που φεύγουν από την υπηρεσία τους στα 25 έτη, με πρόωρη σύνταξη, θα λάβουν το εφάπαξ που δικαιούνται μόλις συμπληρωθεί ο ελάχιστος χρόνος ασφαλίσεως που είναι τα 30 χρόνια.
Η επταμελής σύνθεσης του Α΄ Τμήματος του Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου (1952/2018) απέρριψε την προσφυγή αστυνομικών οι οποίοι ζητούσαν την ακύρωση της σχετικής υπουργικής απόφασης κρίνοντας ότι το μέτρο υπαγορεύθηκε «από την ανάγκη διασφαλίσεως της βιωσιμότητας του Τομέα Πρόνοιας Αστυνομικών (Τ.Π.ΑΣ.), ιδίως μέσω της αποτροπής της μαζικής εξόδου των μετόχων του λόγω συνταξιοδοτήσεως με τη συμπλήρωση 25 ετών υπηρεσίας».
Οι σύμβουλοι Επικρατείας υπογραμμίζουν ότι η επίμαχη υπουργική απόφαση εκδόθηκε μετά την εκπόνηση αναλογιστικής μελέτης και σημειώνουν ότι «εξυπηρετεί σκοπό δημοσίου συμφέροντος, διότι απέβλεψε στην αποτροπή μαζικής πρόωρης εξόδου από τον Τ.Π.ΑΣ. των μετόχων που είχαν θεμελιώσει συνταξιοδοτικό δικαίωμα με τη συμπλήρωση 25ετούς υπηρεσίας προκειμένου να διασφαλισθεί η βιωσιμότητα και η οικονομική σταθερότητα του εν λόγω Ταμείου».
Μάλιστα, οι δικαστές επισημαίνουν πως «δεν επιφέρει στέρηση της ασφαλιστικής παροχής του εφάπαξ βοηθήματος, ούτε μείωση του ποσού αυτού αλλά μεταθέτει χρονικά (από ένα έως πέντε έτη κατά περίπτωση) την λήψη του για τους μετόχους που εξέρχονται από το Σώμα της Ελληνικής Αστυνομίας και συνταξιοδοτούνται κατόπιν αιτήσεώς τους με χρόνο ασφαλίσεως μικρότερο των 30 ετών». Τέλος, οι σύμβουλοι Επικρατείας τονίζουν ότι η πρόωρη συνταξιοδότηση «ουδαμού παρατηρείται στον Δημόσιο τομέα, πλην απειροελαχίστων εξαιρέσεων (λόγοι υγείας, ανήλικα τέκνα, τρίτεκνοι, κ.λπ.), με αποτέλεσμα να τυγχάνει αποκλειστική πρωτοτυπία – προνομία των ενστόλων και μόνον αυτών».