Η περιγραφή της φρίκης που βίωσε η Ελένη Τοπαλούδη στο σπίτι – κολαστήριο της Ρόδου, τον Νοέμβριο του 2018, από τα χείλη της εισαγγελέως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου προκάλεσαν το ξέσπασμα της μητέρας της.
«Σε τρεις μέρες έφαγες το παιδί μου ρε βρωμιάρη. Ήρθατε από την Αλβανία να σπείρετε τον πόνο» φώναξε απευθυνόμενη στους δυο νεαρούς κατηγορούμενους που κάθονται στο εδώλιο. Η γυναίκα δεν άντεξε την ένταση και συγκλονισμένη οδηγήθηκε έξω από τη δικαστική αίθουσα για να ηρεμήσει. Στο πλευρό της η Ελένη Κρεματσιώτη, μητέρα της δολοφονημένης Ερατούς από τη Λέσβο.
Οι δυο κατηγορούμενοι, οι οποίοι πρωτόδικα έχουν καταδικαστεί σε ισόβια για τη δολοφονία της άτυχης φοιτήτριας και επιπλέον 15 χρόνια ο καθένας για ομαδικό βιασμό, άκουσαν την εισαγγελέα της έδρας να ζητεί την ενοχή τους όπως και στον πρώτο βαθμό, χωρίς κανένα ελαφρυντικό.
Η εισαγγελική λειτουργός, αφού σημείωσε ότι δεν διαπίστωσε ψυχοπαθολογίες που θα μπορούσαν να επηρεάσουν τις πράξεις των κατηγορουμένων, εξέφρασε τη βεβαιότητα πως έδρασαν μαζί απαντώντας με αυτό τον τρόπο στην προσπάθεια τους να ρίξει ο ένας στον άλλον την ευθύνη.
«Η ανθρωποκτονία τελέστηκε και από τους δυο προκειμένου να σωπάσει η κοπέλα. Αν κάποιος δεν ήθελε, θα καλούσε σε βοήθεια. Η γιαγιά και ο παππούς του ενός ήταν στο ισόγειο. Όλες οι μετέπειτα ενέργειες τους αποδεικνύουν ότι έγιναν όλα από κοινού» ανέφερε η εισαγγελέας στην πρόταση της στην οποία μίλησε για τον βασανιστικό θάνατο της Ελένης και το «ένστικτο» της ότι κάτι κακό θα συμβεί.
«Το κορίτσι προσπάθησε να αντισταθεί και προειδοποίησε ότι θα τους καταγγείλει» είπε η εισαγγελέας εξηγώντας τι ήταν αυτό που οδήγησε τους δυο κατηγορούμενους μετά το βιασμό της να την χτυπήσουν βάναυσα, μέχρι αναισθησίας.
«Η άσκηση βίας αποδεικνύεται από τις αμυχές στο κορμί της, τις κακώσεις, τα σημάδια από τα μαχαίρια. Οι κακώσεις έγιναν εν ζωή. Η μη ύπαρξη κακώσεων στα γεννητικά όργανα δεν προβληματίζει αφού έμεινε για αρκετή ώρα στο νερό» τόνισε. «Σκεπτόμενοι τις συνέπειες αυτού της κατάφεραν πλήγματα στο κεφάλι με σίδερο προκαλώντας της αιμορραγία και οίδημα. Οι κατηγορούμενοι αντιλαμβανόμενοι την κατάσταση τη μετέφεραν στο μπάνιο κι εκείνη αιμορραγούσε ακατάσχετα. Όταν είδαν την κρισιμότητα της κατάστασης την μετέφεραν στο αυτοκίνητο» περιέγραψε.
Η εισαγγελική λειτουργός εξήγησε πως για την μεταφορά της Ελένης, η οποία ήταν ένα ψηλό κορίτσι, απαιτούνταν δυο άτομα, απορρίπτοντας τους ισχυρισμούς των κατηγορουμένων για το αντίθετο.
«Για τη μεταφορά είναι βέβαιο ότι απαιτούνταν δυο άτομα αφού το κορίτσι δεν θα μπορούσε να σταθεί στα πόδια του. Αντί την ύστατη στιγμή να τη βοηθήσουν, την οδήγησαν σε ερημική παραλία. Σταμάτησαν σε ένα πλάτωμα. Έριξαν την Ελένη ζωντανή στη θάλασσα για να μην εντοπιστεί ποτέ και να πεθάνει εκεί. Και οι δυο σήκωσαν το σώμα, παρά τους αντίθετους ισχυρισμούς τους. Προκύπτει από την κατάθεση του ιατροδικαστή ότι η Ελένη ήταν ψηλή κοπέλα, βρισκόταν σε κωματώδη κατάσταση και δεν ήταν δυνατόν να την σηκώσει κάποιος μόνος. Ούτε υπάρχουν σημάδια από σύρσιμο επάνω της. Τεκμαίρεται ότι συνεργάστηκαν και οι δυο για να πετάξουν την Ελένη στη θάλασσα» ανέφερε χαρακτηριστικά στην εισήγηση της η εισαγγελέας η οποία στη συνέχεια υπογράμμισε ότι οι κατηγορούμενοι επιχείρησαν να καλύψουν τα ίχνη του εγκλήματος τους όταν επέστρεψαν στο σπίτι και καθάρισαν. Μάλιστα, τόνισε το γεγονός ότι οι δυο νεαροί κατηγορούμενοι επέστρεψαν στο σημείο που είχαν ρίξει την Ελένη «για να ξεφορτωθούν τα πράγματα της. Όμως, πολλά κόλλησαν στη βλάστηση γιατί ο γκρεμός δεν ήταν κάθετος».
«Ο θάνατος θα ερχόταν έτσι κι αλλιώς, απλώς διάλεξαν να την πετάξουν στη θάλασσα» είπε η εισαγγελική λειτουργός και πρόσθεσε «Τα σκισμένα ρούχα της Ελένης καταδεικνύουν την υπέρμετρη πάλη που προηγήθηκε…Αν η Ελένη συμμετείχε σε αυτό το σκηνικό οικεία βουλήσει θα ζούσε ακόμα και δεν υπήρχε λόγος για όλο αυτό που έγινε».
Στην περίπτωση που το δικαστήριο κάνει δεκτή την εισαγγελική πρόταση για καταδίκη των κατηγορουμένων χωρίς την αναγνώριση ελαφρυντικών δεν θα «σπάσουν» τα ισόβια που ήδη εκτίουν.