Την ακτινογραφία της εγκληματικής οργάνωσης Χρυσή Αυγή αποτυπώνει το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων στην απόφαση του που αριθμεί 12.746 σελίδες ενώ μόνο το σκεπτικό είναι περίπου 500.
Στην απόφαση, που καθαρογράφηκε και δημοσιεύτηκε, καταγράφεται η ιεραρχική δομή της οργάνωσης, η ιδεολογία, η ρητορική μίσους αλλά και η δράση της μέσα από τις επιθέσεις των ταγμάτων εφόδου.
Ενάμιση, περίπου, χρόνο μετά την έκδοση της δικαστικής απόφασης οι δικαστές καταγράφουν τα συμπεράσματα που οδήγησαν στην καταδίκη των κατηγορουμένων που φέρονται να δρούσαν στο πλαίσιο εγκληματικής οργάνωσης που λειτουργούσε με πολιτικό μανδύα.
Σύμφωνα με τους δικαστές «η Χρυσή Αυγή ιδρύθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1980 ως ολιγάριθμη ομάδα εθνικοσοσιαλιστικής επιμόρφωσης με επικεφαλής τον κατηγορούμενο Νικόλαο Μιχαλολιάκο, η οποία στη συνέχεια μετεξελίχθηκε σε πολιτικό σχηματισμό κατά τα πρότυπα του γερμανικού εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος με την επωνυμία λαϊκός σύνδεσμος Χρυσή Αυγή».
Αναφερόμενοι στην ναζιστική ιδεολογία της Οργάνωσης λένε πως αποτυπώνεται σε έγγραφα της ίδιας από ιδρύσεως της και καταγράφονται, μεταξύ άλλων, στο κείμενο του Χρήστου Παππά με τίτλο χρυσή “Αυγή Όρκος 30/6/1983”, τα άρθρα του κατηγορουμένου Νικόλαου Μιχαλολιάκου (1987) με τον τίτλο “Χίτλερ για χίλια χρόνια”, στην ιδεολογική διακήρυξη που είναι κείμενο αμιγώς εθνικοσοσιαλιστικό. Επιπλέον, αναφορά γίνεται στον μεγάλο αριθμό φωτογραφιών, εγγράφων, βίντεο του Αδόλφου Χίτλερ των SS με ναζιστικά σύμβολα, ναζιστικές σημαίες και στρατιωτικές στολές των ναζί.
«Η ναζιστική αυτή ιδεολογία δεν άλλαξε από το 1992, ούτε οι υποστηρικτές αυτής απομακρύνθηκαν, όπως αβάσιμα οι κατηγορούμενοι ισχυρίζονται.» σημειώνεται στην απόφαση η οποία συνεχίζει λέγοντας πως αυτό προκύπτει σαφώς «από δηλώσεις, έγγραφα, φωτογραφίες, βίντεο, ναζιστικά σύμβολα, ναζιστικό χαιρετισμό, ομιλίες εντός των γραφείων αλλά και δημόσια ,όπως ενδεικτικά αποσπάσματα δημοσιεύματα στην εφημερίδα χρυσή Αυγή του 2006 δηλώσεις του Νίκου Μιχαλολιάκου ομιλίες του και άλλα».
Οι δικαστές αναφέρουν ότι «την ναζιστική ιδεολογία τους ηγετικά στελέχη της Χρυσής Αυγής την καθιστούσαν εμφανή πλην άλλων και με δερματοστιξία, όπως ο ναζιστικός αετός του Ιωάννη Λαγού, η σβάστικα του Ηλία Κασιδιάρη, το « Sieg Heil » του Παναγιώτη Ηλιόπουλου, όπως και με άλλους τρόπους μεταξύ των οποίων και η εκπαίδευση ενηλίκων με το « χάιλ Χίτλερ».
Από την ακροαματική διαδικασία για τους δικαστές προέκυψε με σαφήνεια ότι η Οργάνωση λειτουργούσε με ιεραρχική δομή, με επικεφαλής τον αρχηγό της Νίκο Μιχαλολιάκο, τους βουλευτές του κόμματος, οι οποίοι είχαν οριστεί και περιφερειάρχες σε συνενωμένες μεγάλες εκλογικές περιφέρειες για τον συντονισμό των δράσεων, αλλά και τους υπεύθυνους κάθε τοπικής οργάνωσης που αποκαλούνταν πυρηνάρχες. «Η εγκληματική τους δράση που σκοπό είχε την διά της βίας αντιμετώπιση των αλλοδαπών, των ιδεολογικών τους αντιπάλων, των αντιφρονούντων εκδηλωνόταν μέσω των τοπικών οργανώσεων και πάντα υπό την καθοδήγηση ανώτερου στην ιεραρχία στελέχους της» εξηγούν οι δικαστές και συμπληρώνουν ότι «η ιεραρχική δομή ήταν τέτοια ώστε να εξασφαλίζει, όχι μόνο ότι κάθε κατώτερο όργανο θα υπακούει στις εντολές του ανώτερου, αλλά περαιτέρω ότι καμιά κομματική ενέργεια δεν θα υλοποιείται χωρίς την ρητή εκ των προτέρων εντολή του ανώτερου οργάνου».
Οι δικαστές αναφερόμενοι στα μέλη της εγκληματικής οργάνωσης μιλούν για «απαρέγκλιτη, τυφλή και απόλυτη πειθαρχία» των κατώτερων στους ανώτερους, με τους πρώτους να μην έχουν ούτε δικαίωμα απορίας, αλλά και για «απόλυτη, απεριόριστη και αδιαμφισβήτητη εξουσία και πίστη στον αρχηγό, που ανάγεται σε επίπεδο μεταφυσικό».
Η επιχειρησιακή δράση της Χρυσής Αυγής περιγράφεται με λεπτομέρειες στην χιλιάδων σελίδων απόφαση όπως και η ύπαρξη ομάδων ατόμων που συμμετείχαν σε παραστρατιωτικές εκπαιδεύσεις και έφεραν ομοιόμορφη στρατιωτική ενδυμασία, κατείχαν σχεδόν όλοι παράνομα όπλα, μαχαίρια, κοντάρια, ξύλα και σίδερα. «Οι επιθέσεις ήταν γρήγορες, διάρκειας 10 με 15 λεπτών, ενώ συχνά υπήρχε παράγγελμα τέλους της επίθεσης» αναφέρουν χαρακτηριστικά.
Στον Ηλία Κασιδιάρη αποδίδεται ο κομβικός ρόλος του εκπαιδευτή την ώρα που τα θύματα, σύμφωνα με την απόφαση, «επιλέγοντό ανάμεσα σε κατηγορίες ανθρώπων που είχαν χαρακτηριστεί ως «εχθροί» (πρόσφυγες, μετανάστες, πολιτικοί αντίπαλοι κι άλλα). Η στοχοποίηση εκφραζόταν μέσω της ρητορικής μίσους, που στη συνέχεια γινόταν πράξη μέσα από τις επιθέσεις των ταγμάτων εφόδου».
«Η δημόσια αυτή ρητορική μίσους του αρχηγού, της ηγετικής ομάδας και υψηλόβαθμων στελεχών του κόμματος απέναντι σε όσους σκέφτονται διαφορετικά, απέναντι σε πολιτικούς αντιπάλους, αντιφρονούντες, μετανάστες απέναντι σε κατηγορίες ανθρώπων που ανήκουν στους χαρακτηρισμένους εχθρούς τους, καλλιεργούσαν την ιδέα και πράξη της φυλετικής υπεροχής, διαμόρφωναν σκόπιμα και όχι τυχαία σε ορισμένους οπαδούς στελέχη και μέλη αντίστοιχη συνείδηση, εξουδετέρωναν τους ενδοιασμούς, ηθικούς φραγμούς και αναστολές τους και εξοικειώνουν αυτούς με τη χρήση βίας και με το έγκλημα» τονίζουν οι δικαστές.
Πολιτικό – ιδεολογικό το κίνητρο της δολοφονίας Φύσσα
Στο σκεπτικό της απόφασης που αφορά στη δολοφονία του Παύλου Φύσσα, γίνεται αναφορά στην έκθεση νεκροψίας – νεκροτομής, από την οποία όπως υπογραμμίζεται αποδεικνύεται ότι το θύμα δέχτηκε επίθεση και χτυπήματα από τα μέλη της Χρυσής Αυγής, πριν το θανάσιμο τραυματισμό του.
«Ο Παύλος Φύσσας δεν πρόλαβε να αντιδράσει απέναντι στον Ρουπακιά, ο οποίος ενεργώντας βάση σχεδίου κινήθηκε κυκλωτικά, σε σχέση με τους υπόλοιπους επιτιθέμενους Χρυσαυγίτες που με τα αλλεπάλληλα κύματα επιθέσεων σε βάρος του Παύλου Φύσσα, ανέμεναν το Ρουπακιά να έρθει από διαφορετική κατεύθυνση και να αιφνιδιάσει τον Παύλο Φύσσα όπως και έγινε. Ο εν λόγω δράστης δεν είχε οποιαδήποτε προσωπική σχέση, αντιπαλότητα, αντιδικία η αντιπαράθεση με το θύμα, αλλά η εγκληματική του ενέργεια αποτέλεσε εκτέλεση συγκεκριμένου σχεδίου και εντολής. Συνάγεται αβίαστα ότι το σχέδιο επίθεση σε βάρος του ήταν στοχευμένο και οργανωμένο» υπογραμμίζουν.
Οι δικαστές επικαλούνται τις καταθέσεις αυτοπτών μαρτύρων σημειώνοντας πως ο Γιώργος Ρουπακιάς δεν έδρασε μόνος και αυτοβούλως, αλλά ότι η δολοφονία του άτυχου μουσικού ήταν αποτέλεσμα της οργανωμένης κινητοποίησης της τοπικής οργάνωσης Νίκαιας της Χρυσής Αυγής, ενώ το κίνητρο ήταν πολιτικό – ιδεολογικό.
Επιπλέον, οι δικαστές εντοπίζουν επιχείρηση συγκάλυψης της δολοφονίας από την ηγεσία και επιφανή στελέχη της Χρυσής Αυγής και επικαλούνται τα σχεδιαγράμματα των τηλεφωνικών κλήσεων που έγιναν το μοιραίο βράδυ, κάνοντας μνεία, μεταξύ άλλων, και στη συνομιλία Λαγού – Πατέλη. Ακόμη, υπογραμμίζεται πως η Χρυσή Αυγή έκλεισε τυπικά τα γραφεία της στη Νίκαια αφού «όπως προκύπτει από τις τηλεφωνικές συνομιλίες των μελών της συγκεντρώνονταν, πλέον, στα γραφεία της τοπικής του Πειραιά ενώ προέκυψε ότι ο Λαγός στην προσπάθεια συγκάλυψης που γινόταν έδινε εντολές «να καθαρίσουν τα σπίτια» δηλαδή να απαλλαγούν από όπλα και τυχόν άλλο υλικό ενοχοποιητικό για τη Χρυσή Αυγή, όσοι δε κατηγορούμενοι γνώριζαν ότι παρακολουθούνται τα τηλέφωνα, ενίοτε προσπαθούσαν να περάσουν στην γραμμή ότι δεν είχαν ιδέα τι είχε συμβεί ενώ κάποιοι από αυτούς πέταξαν τα τηλέφωνά τους και τα αντικατέστησαν με καινούργια».