Η δραματική πορεία της Τζωρτζίνας προς το θάνατο καταγράφεται βήμα – βήμα στο πολυσέλιδο διαβιβαστικό της αστυνομίας με κεντρικό πρόσωπο τη μητέρα του άτυχου παιδιού Ρούλα Πισπιρίγκου που κατηγορείται για την δολοφονία της.
Εννιά, συνολικά, ιατρικά επεισόδια καταγράφονται στο φάκελο του παιδιού που, τελικά, κατέληξε στο νοσοκομείο Παίδων στις 29 Ιανουαρίου.
Μια ημέρα νωρίτερα, σύμφωνα με τους γιατρούς, η κατηγορούμενη ως άλλος… προφήτης φέρεται να τους είχε πει: «Αυτά τα επεισόδια που είδατε δεν είναι τίποτα. Το μεγάλο επεισόδιο δεν το έχει κάνει ακόμα», προβλέποντας, ουσιαστικά, σύμφωνα με τις αρχές, το μεγάλο επεισόδιο του παιδιού που τελικά συνέβη και οδήγησε στον θάνατό του. Οι αναφορές της 33χρονης φέρονται να έκαναν αίσθηση στους γιατρούς καθώς από τα δεδομένα που είχαν στη διάθεση τους τίποτε δεν προμήνυε ένα μεγάλο και, μάλιστα, θανατηφόρο επεισόδιο.
Η τοξικολογική έκθεση ήταν αυτή που σύμφωνα με τις αρχές «ξεκλείδωσε» την υπόθεση και αποκάλυψε τον τρόπο με τον οποίο το παιδί βρήκε φρικτό θάνατο μέσα σε λίγα λεπτά. Σύμφωνα με την έκθεση ο θάνατος του 9χρονου κοριτσιού «επήλθε συνέπεια θανατηφόρου δηλητηρίασης από φαρμακευτική ουσία» καθώς στο «μεταθανάτιο αίμα της διαπιστώθηκε κεταμίνη σε πολύ υψηλή συγκέντρωση 6,5 ml ανά ml».
Η σοκαριστική διαπίστωση των ειδικών είναι πως «ο χρόνος που χρειάστηκε για να δράσει η κεταμίνη είναι από 5 ως 20 λεπτά».
«Το επεισόδιο εξελίχθηκε ραγδαία κανένας από τους γιατρούς και τους νοσηλευτές δεν χορήγησε στο παιδί κεταμίνη» ήταν η διαπίστωση από την οποία άρχισε να ξετυλίγεται το κουβάρι της συγκλονιστικής υπόθεσης.
Η 33χρονη χορηγούσε φαρμακευτική αγωγή στο παιδί από τη γαστροστομία
Η Ρούλα Πισπιρίγκου, σύμφωνα με το διαβιβαστικό, χορηγούσε φαρμακευτική αγωγή στο παιδί από τη γαστροστομία καθώς φέρεται να είχε δηλώσει στους γιατρούς πως γνώριζε τη διαδικασία. Τα νέα επεισόδια, ωστόσο, που παρουσίασε το παιδί οδήγησαν τους γιατρούς να δώσουν εντολή στο νοσηλευτικό προσωπικό να σταματήσει την χορήγηση των φαρμάκων η 33χρονη και να το κάνει αποκλειστικά η νοσοκόμα.
Τα επεισόδια που υπέστη η Τζωρτζίνα σε νοσοκομείο της Πάτρας και στο Παίδων χαρακτηρίστηκαν από τους γιατρούς αιφνίδια. Στο διαβιβαστικό σημειώνεται με νόημα πως το κοριτσάκι δεν εμφάνισε επεισόδιο στο Ωνάσειο, που έγινε και ο γονιδιακός έλεγχος, αλλά ούτε και στις ΜΕΘ που μεταφέρθηκε.
Κοινός παρονομαστής σε όλες τις περιπτώσεις , σύμφωνα με τις αρχές, είναι ότι στα επίμαχα επεισόδια παρούσα ήταν η μητέρα του παιδιού και κατηγορούμενη πλέον για ανθρωποκτονία από πρόθεση. Η Ρούλα Πισπιρίγκου, η οποία θα απολογηθεί την ερχόμενη Δευτέρα, φέρεται να ζητούσε μονόκλινα δωμάτια στα νοσοκομεία, επικαλούμενη διάφορους προσωπικούς λόγους, ενώ καταγράφονται περιπτώσεις που ρωτούσε να ενημερωθεί ακόμη και για την ύπαρξη καμερών.
Όπως χαρακτηριστικά περιγράφεται στο διαβιβαστικό της αστυνομίας, σε κανένα από τα επεισόδια δεν ήταν παρόντες οι γιατροί. «Στις 21 Ιανουαρίου του 2022 η 9χρονη εισήχθη σε ΜΕΘ στο Νοσοκομείο Πατρών, παρέμεινε για 12 ώρες και επέστρεψε σε Παιδιατρική Κλινική. Έπειτα από 24 ώρες εμφανίστηκαν άλλα τέσσερα επεισόδια μικρής διάρκειας, τα συμπτώματα των οποίων υποχώρησαν και μεταφέρθηκε εκ νέου στη ΜΕΘ όπου έμεινε για 36 ώρες και επέστρεψε πίσω στην Κλινική. Έπειτα από 24 ώρες το παιδί εμφάνισε νέο επεισόδιο, με άπνοια, αποκορεσμό, κυάνωση και βραδυκαρδία. Το κορίτσι εισήχθη εκ νέου στη ΜΕΘ και έμεινε εκεί για 24 ώρες χωρίς να έχει συμπτώματα. Τότε αποφασίζεται η διακομιδή του παιδιού στο Παίδων Αγλαΐα Κυριακού».
Το πρώτο 24ωρο το παιδί δεν παρουσίασε κανένα επεισόδιο, ενώ το δεύτερο 24ωρο το παιδί παρουσίασε νέο επεισόδιο συνολικής διάρκειας 3,5 λεπτών, το οποίο αντιμετωπίστηκε από τους γιατρούς. Η 9χρονη , σύμφωνα με το διαβιβαστικό, από 28 Ιανουαρίου έως 29 Ιανουαρίου εμφανίζει μικρής διάρκειας τέτοια επεισόδια, ενώ στις 29 του μήνα παρουσιάζει επεισόδια άπνοιας με αποτέλεσμα οι γιατροί να αποφασίσουν τη διασωλήνωση της . Στις 13.50 ώρα την ίδιας ημέρας το παιδί κατέληξε.
Στο πλαίσιο της έρευνας τους οι αστυνομικοί εξέτασαν το σύνολο του νοσηλευτικού και ιατρικού προσωπικού τόσο στο Ωνάσειο όσο και στο Παίδων Αγλαϊα Κυριακού. «Κατά τη νοσηλεία στο Ωνάσειο δεν κατεγράφη κανένα επεισόδιο επικίνδυνης ταχυκαρδίας και διαπιστώθηκε η κανονική λειτουργία του απινιδωτή που είχε τοποθετηθεί στο παιδί. Επίσης, έγιναν εξετάσεις για τα γονίδια, εξειδικευμένος γενετικός έλεγχος και εξετάστηκαν όλα τα σύνδρομα που προκαλούν αιφνίδιο θάνατο με αρνητικό αποτέλεσμα σε όλα» φέρεται να τονίζεται στο διαβιβαστικό.
Ήταν ψύχραιμη μπροστά στις απεγνωσμένες προσπάθειες των γιατρών να σώσουν το παιδί
Από τις μαρτυρικές καταθέσεις φαίνεται να προκύπτει ότι όταν το παιδί μεταφέρθηκε και πάλι στο Παίδων η Ρούλα Πισπιρίγγου που συνόδευε την κόρη της, ζήτησε από την εφημερεύουσα γιατρό να μείνουν σε μονόκλινο δωμάτιο.
Όπως καταγράφεται το πρώτο βράδυ της νοσηλείας στο δωμάτιο του νοσοκομείου ήταν και ο πατέρας, ενώ από τις 27 Ιανουαρίου και μετά στο πλευρό του παιδιού ήταν μόνον η μητέρα της. Η κατηγορούμενη φέρεται να ρωτούσε το νοσηλευτικό προσωπικό αν υπάρχουν κάμερες στο νοσοκομείου, δηλώνοντας αγχωμένη επειδή αφήνει τα πράγματα της στο δωμάτιο και φοβόταν για κλοπές.
Από τις καταθέσεις των μαρτύρων, σύμφωνα με πληροφορίες, προκύπτει ότι «κάποια από τα φάρμακα που εχορηγούντο στο παιδί ήταν ενδοφλέβια και κάποια από τη γαστροστομία που έφερε για τη σίτιση του.
Η Ρούλα Πισπιρίγκου δήλωσε ότι γνώριζε να χορηγεί τα φάρμακα από τη γαστροστομία και γι αυτό αποφασίστηκε να τα δίνει η ίδια στο παιδί. Μέσα στο νοσοκομείο το παιδί παρουσίασε νέα επεισόδια και εξαιτίας αυτών δόθηκε εντολή στο νοσηλευτικό προσωπικό να σταματήσει την χορήγηση των φαρμάκων η Ρούλα Πισπιρίγκου αλλά να το κάνει αποκλειστικά η νοσοκόμα». Οι αρχές, μέσα από τις μαρτυρικές καταθέσεις, κατέγραψαν τις ψύχραιμες κινήσεις της 33χρονης την μοιραία ημέρα. «Ο τρόπος που περπατούσε και το γεγονός ότι δεν καλούσε σε βοήθεια έδωσαν στη νοσηλεύτρια την εντύπωση ότι θα ζητούσε κάποιο σεντόνι η κάτι άλλο.
Πλησιάζοντας τη νοσηλεύτρια της είπε κάτι χαμηλόφωνα που εκείνη δεν το άκουσε και δεν το κατάλαβε. Όταν η νοσηλεύτρια κατάλαβε ότι το παιδί έκανε πάλι επεισόδιο ενημέρωσε την γιατρό που εφημέρευε και σε δευτερόλεπτα βρέθηκαν στο θάλαμο του παιδιού» περιγράφεται χαρακτηριστικά στο διαβιβαστικό ενώ σημειώνεται ότι «κατά την είσοδο των γιατρών στο θάλαμο διαπιστώθηκε ότι το παιδί είχε κυάνωση, ήταν απνοικό και τόσο η γιατρός όσο και η νοσηλεύτρια παρατήρησαν ότι από το οξύμετρο που ήταν συνδεδεμένο με το παιδί δεν ακουγόταν, χαρακτηριστικός ήχος που κάνει, όταν πέσουν οι σφυγμοί του παιδιού. Το παιδί διασωληνώθηκε και πάλι και λίγο αργότερα 15.50 κατέληξε».
Από την έρευνα προέκυψε ότι στο νοσοκομείο Παίδων τα επεισόδια ξεκίνησαν μετά την αποχώρηση του πατέρα, ενώ όταν εκδηλώθηκε το τελευταίο επεισόδιο η κατηγορούμενη περιγράφεται ως «ψύχραιμη» κατά τη διάρκεια των απεγνωσμένων προσπαθειών των γιατρών να σώσουν το παιδί της.