Ήταν Ιούνιος του 1976 όταν ο Β.Α. και η σύζυγός Σ.Α. επέστρεψαν στο σπίτι τους στη Νίκαια με το νεογέννητο κοριτσάκι τους στην αγκαλιά. Στο σπίτι τους περίμενε ο 3χρονος γιος τους. Είχαν περάσει μόλις δέκα μέρες από τη στιγμή που το ζευγάρι κάλεσε «έντρομο» φίλους και συγγενείς για να τους ειδοποιήσει ότι το νεογέννητο βρέφος είχε πεθάνει από αναρρόφηση. Η επίπλαστη εικόνα της ευτυχισμένης οικογένειας άρχισε να καταρρέει.
Η ιστορία της βρεφοκτονίας στη Νίκαια είχε σοκάρει το πανελλήνιο και θεωρείται ακόμα και σήμερα ένα από τα πλέον αποτρόπαια εγκλήματα στην ελληνική ιστορία. Όλα αυτά βέβαια πριν την υπόθεση του θανάτου των τριών κοριτσιών στην Πάτρα και τη σύλληψη της μητέρας τους Ρούλας Πισπιρίγκου με την κατηγορία της ανθρωποκτονίας από πρόθεση για την 9χρονη Τζωρτζίνα.
Η δολοφονία του βρέφους το 1974 στη Νίκαια φέρνει επίσης στη μνήμη και την υπόθεση με τη «Μήδεια» του Καλαμακίου όπως είχε χαρακτηριστεί από τον Τύπο της εποχής η γυναίκα η οποία στραγγάλισε τα παιδιά της για να εκδικηθεί τον σύζυγό της.
Τα κροκοδείλια δάκρυα και το μυστικό του τάφου στη Μαγούλα
Όταν οι συγγενείς και οι φίλοι του νεαρού ζευγαριού πήγαν στο σπίτι τους το ίδιο βράδυ του τραγικού γεγονότος αντίκρισαν 2 γονείς «καταρρακωμένους» να κλαίνε και να οδύρονται για το χαμό του μόλις δέκα ημερών βρέφους. Δεν φαντάζονταν ότι είχαν μπροστά τους δύο παιδοκτόνους.
Επίσης το ίδιο βράδυ και οι δυο γονείς, πήγαν το άψυχο σώμα του μωρού σε ιδιωτική κλινική όπου απλώς διαπιστώθηκε ο θάνατός του αλλά δεν τους δόθηκε πιστοποιητικό θανάτου αφού, όπως τους ειπώθηκε, έπρεπε να πραγματοποιηθεί νεκροτομή. Κάτι που τους χαλούσε το σχέδιο συγκάλυψης. Το ζευγάρι πήρε από το νοσοκομείο το πτώμα του μωρού αλλά αντί να απευθυνθεί σε ιατροδικαστή πήγε σε μια ερημική τοποθεσία στη Μαγούλα, κοντά σ’ ένα εκκλησάκι, όπου έσκαψε και το έθαψε, σ΄ έναν αυτοσχέδιο τάφο.
Το καλοκαίρι του 1977, ένα χρόνο δηλαδή από το θάνατο του παιδιού προσκυνητές ανακάλυψαν τον μικρό τάφο και ειδοποίησαν την αστυνομία. Οι αρχές ξεκίνησαν έρευνες καθώς τα ευρήματα που είχαν στα χέρια τους άφηναν ανοικτό το ενδεχόμενο εγκληματικής ενέργειας. Τα στοιχεία όμως ήταν ισχνά. Το μυστικό βρισκόταν σε εκείνον τον αυτοσχέδιο τάφο στη Μαγούλα.
Η «ομολογία» του 1979
΄Ήταν Μάρτιος του 1979 όταν η 25χρονη Σ.Α. εμφανίστηκε οικειοθελώς στην αστυνομία και κατήγγειλε τον οικοδόμο σύζυγο της Β.Α. για την δολοφονία της κόρης τους, τρία χρόνια νωρίτερα. Η γυναίκα είπε πως ο 28χρονος, με τον οποίο ήταν σε διάσταση, έπνιξε το μωρό και στη συνέχεια το έθαψε στη Μαγούλα.
Παρόλο που η μητέρα ήθελε να θέσει εαυτόν εκτός κάδρου των ερευνών για τη δολοφονία του βρέφους η αστυνομία αμέσως έστρεψε τις έρευνές της και σε εκείνη. Ο 28χρονος πατέρας, αμέσως μετά τη σύλληψη του, ομολόγησε τη φρικτή δολοφονία. Στην απολογία του ισχυρίστηκε, όμως, πως η σύζυγος του έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο.
Όπως αποκαλύφθηκε αργότερα, η γυναίκα πήγε στην αστυνομία για να τον εκδικηθεί καθώς την ξυλοκόπησε άγρια, λόγω ζήλιας. Ο 28χρονος την βρήκε στο σπίτι του αδελφού της, ο οποίος την φιλοξενούσε, ενώ εκείνη εργαζόταν σε καμπαρέ.
Το μωρό είχε δολοφονηθεί με τη μέθοδο του πνιγμού σε μια λεκάνη…
Η δίκη και οι αλληλοκατηγορίες
Στις 9 Ιανουαρίου του 1980 στο Μεικτό Κακουργιοδικείο του Πειραιά το ζευγάρι δικάζεται επειδή αφαίρεσε την ζωή των μόλις 10 ημερών βρέφους του. Αυτό που σοκάρει ακόμα περισσότερο είναι ότι δολοφόνησαν το μωρό τους καθώς «δεν ήθελαν να αποτελέσει πρόβλημα στην ζωή τους και να χαλάσουν τη διασκέδασή τους». Αξίζει να σημειωθεί ότι στην αρχή προσπαθούσαν να ρίξουν ο ένας τις ευθύνες στον άλλον.
Η έρευνα εν τέλει έφτασε στο συμπέρασμα ότι ο πατέρας ήταν αυτός που έπνιξε το παιδί, όμως η ιδέα ήταν της μητέρας.
Τότε βγήκαν τα μαχαίρια. Η νεαρή γυναίκα δήλωσε αθώα και κλαίγοντας «έδειξε» ως δολοφόνο τον σύζυγο της. Από την πλευρά του, ο 28χρονος παραδέχτηκε πως ο ίδιος διέπραξε την δολοφονία αλλά μετά από υπόδειξη της συζύγου του. Όπως ισχυρίστηκε η νεαρή μητέρα, υπήρξε και η ίδια θύμα του άνδρα καθώς την υποχρέωσε να δουλέψει σε καμπαρέ και την μύησε στα ναρκωτικά.
Ο πατέρας απευθυνόμενος στους δικαστές είπε κυνικά: «Φταίμε και οι δύο, γι’ αυτό πρέπει να πληρώσουμε και οι δύο». Από τις αφηγήσεις των δυο κατηγορουμένων συμπληρώθηκε το παζλ της αποτρόπαιας δολοφονίας του βρέφους. Αρχικά, ο πατέρας επιχείρησε να βάλει τέλος στη ζωή του νεογέννητου παιδιού χρησιμοποιώντας μια πάνα. Το κλάμα του μωρού δεν τον άφησε να ολοκληρώσει την αποτρόπαια πράξη του. Εκείνος όμως δεν σταμάτησε να μηχανεύεται άλλες δολοφονικές διεξόδους. Με τη βοήθεια της μητέρας γέμισαν μια λεκάνη με νερό και στη συνέχεια ο 28χρονος βούτηξε μέσα κεφαλάκι του βρέφους. Χρειάστηκαν μόλις λίγα δευτερόλεπτα για να αφήσει το βρέφος την τελευταία του πνοή μέσα στο νερό.
Στην αγόρευσή του ο εισαγγελέας της έδρας ήταν καταπέλτης: «Θάνατος έπρεπε, αλλά αφήνω μια τέτοια απόφαση στο Θεό». Και συνέχισε: «Εγώ σαν άνθρωπος προτείνω την ποινή των ισοβίων δεσμών και των ισοβίων τύψεων, μήπως ξυπνήσει καμία φορά η συνείδηση τους».
Το δικαστήριο υιοθέτησε την πρόταση του εισαγγελέα και καταδίκασε το ζευγάρι σε ισόβια κάθειρξη.