Η ΕΛΑΣ προχώρησε σε ανακοινώσεις για το έγκλημα στα Γλυκά Νερά για το οποίο ο 32χρονος σύζυγος της Καρολάιν ομολόγησε πως ήταν εκείνος που σκότωσε την 20χρονη.
«Δράστης όπως προέκυψε από την έρευνα είναι ο σύζυγός της», ανέφερε αρχικά η εκπρόσωπος της ΕΛΑΣ.
O διοικητής ασφάλειας Αττικής, Πέτρος Τζεφέρης, ανέφερε: «Η υπόθεση ήταν δύσκολη. Ήταν σημείο κλειδί που τα στελέχη της αστυνομίας ότι έχτισαν μία σχέση εμπιστοσύνης με το σύζυγο του θύματος».
Η Πηνελόπη Μηνιάτη, Διευθύντρια Εγκληματικών Εργαστηρίων είπε μεταξύ άλλων: «Έγινε άμεσα κατανοητά πως η υπόθεση απαιτούσε περαιτέρω επιστημονική διερεύνηση. Κρίσιμη ήταν η αξιοποίηση του ψηφιακού υλικού. Κατά την εξέταση των ψηφιακών πειστηρίων βάσει των στοιχείων που προέκυψαν υπήρχαν αναντιστοιχίες.
Αυτά τα στοιχεία προκαλούσαν ερωτήματα και οι απαντήσεις των οποίων ήταν πολύτιμα στοιχεία για την εξιχνίαση της υπόθεσης».
ΕΛΑΣ για το έγκλημα στα Γλυκά Νερά: Το χρονικό της ομολογίας
Ο προϊστάμενος του τμήματος Ανθρωποκτονιών, Κώστας Χασιώτης, παρουσίασε το χρονικό του εγκλήματος και όλα όσα είπε ο σύζυγος της Καρολάιν στην αστυνομία.
Ο κ. Χασιώτης είπε: «Όλα ξεκίνησαν στις 11 Μαΐου όταν το κέντρο της άμεσης δράσης ειδοποιήθηκε από τον σύζυγο τους θύματος. Βρήκαν το θύμα στο κρεβάτι νεκρό και τον σύζυγο δεμένο αλλά και το 11 μηνών βρέφος να είναι πάνω στο θύμα. Τα κρίσιμα δεδομένα ήρθαν από το εργαστήριο τοξικολογίας του ΕΚΠΑ και η αιτία θανάτου οφειλόταν σε ασφυξία. Το θύμα ήταν και δεμένο πισθάγκωνα. Βρέθηκαν και σημάδια στα χέρια και τα πόδια του συζύγου από το δέσιμο και τα σημάδια αυτά ήταν αχνά και σε σχέση με τον χρόνο με τον οποίο ήταν δεμένος δεν αντιστοιχούσαν.
Ερευνώντας τον χώρο βρήκαν αλλαγές σε σχέση με την αρχική του κατάθεση. Ένα παράθυρο ήταν παραβιασμένο και διαπίστωσαν κάτι ασυνήθιστο με τον σκύλο να είναι κρεμασμένος στην κουπαστή της σκάλας. Τα πιο κρίσιμα στοιχεία ήταν μια κάμερα, ένα ψηφιακό ρολόι που φορούσε το θύμα και τα κινητά του ζευγαριού.
Ένα μεγάλο μέρος των ερευνών αφιερώθηκε για να ερευνηθούν οι ισχυρισμοί του συζύγου. Μετά από την συλλογή πλήθους υλικού δεν κατάφεραν να διαπιστώσουν την ύπαρξη άλλων προσώπων στον χώρο. Το γεγονός αυτό άφηνε ανοικτή μια άλλη εκδοχή. Η έρευνα έπρεπε να στραφεί αναγκαστικά στον σύζυγο.
Κάποια από τα πειστήρια επίσης έδειχναν μετακίνηση αντικειμένων και ήταν πιθανή η εμπλοκή του συζύγου στην δολοφονία της κοπέλας. Στην συζήτηση που έθεσε ο ίδιος ο σύζυγος σε κάποιο στάδιο τους διαβεβαίωσε ότι ποτέ δεν ήθελε να εξαπατήσει ή να πει ψέματα αλλά να μείνει με το παιδί του και να μην μπει φυλακή. Αυτό οδήγησε στην ομολογία του καθώς μετά από λογομαχία με την σύζυγό του είχε μια έκρηξη συναισθήματος, όπως είπε χαρακτηριστικά. Ο δράστης περιέγραψε μια προς μια τις κινήσεις του. Την θανάτωση του σκύλου, την αφαίρεση της κάρτας μνήμης αλλά και ότι έδεσε τον εαυτό του. Σκηνοθέτησε τον χώρο έτσι ώστε να πείσει ότι πρόκειται για ληστεία».