Τον Αύγουστο του 2012, ο Γιάννης Μιχαηλίδης, ένας εκ των τεσσάρων συλληφθέντων είχε στείλει στην εφημερίδα Ποντίκι μία επιστολή με τίτλο: «Μικρή διήγηση μιας ιστορίας παρανομίας».
Το κείμενο του Γιάννη Μιχαηλίδη που ακολουθεί δημοσιεύεται αυτούσιο:
«Μικρή διήγηση μιας ιστορίας παρανομίας…»
Ξεκινάω να γράφω επ’ αφορμής της πρόσφατης στοχοποίησης μου από τα Μέσα Μαζικής Εξαπάτησης, ως συνεργό σε δολοφονία ενός ρουφιάνου κατά τη διάρκεια ληστείας τράπεζας στην Πάρο. Ο βασικός λόγος που γράφω είναι για να σπάσω το μονοπώλιο του λόγου της εξουσίας, τουλάχιστον γύρω απ’ το πρόσωπό μου και τις επιλογές μου. Προφανώς είναι ιδιαίτερα εξοργιστικό να βλέπω τον κάθε δημοσιογραφίσκο που έμαθε να έρπεται και να λέει ότι του πουν οι προϊστάμενοι του να αναφέρεται σε μένα ως “αδίστακτο”. Αδίστακτοι είναι αυτοί που αναπαράγουν ψεύδη τα οποία μπορεί να οδηγούν ανθρώπους στην καταστροφή. Έτσι λοιπόν διακόπτω τη σιωπή μου που σε καθεστώς παρανομίας θεωρούσα ότι με βοηθούσε να κινούμαι πιο αθόρυβα, και επιλέγω να μιλήσω. Δεν θέλω όμως να μιλήσω αποσπασματικά και να δημιουργήσω μια θυματοποιημένη εικόνα για μένα, οπότε θα εκφραστώ συνολικά.
Οπότε ας μιλήσω εγώ λοιπόν για τον εαυτό μου…
Ως αναρχικός επέλεξα να συμμετάσχω σε κάθε μορφή αγώνα που θεωρούσα ότι προάγει την εξέγερση και την αντίσταση ενάντια στην εξουσία στο βαθμό πάντα των δυνατοτήτων μου, από τη δημόσια δράση σε πορείες, συγκεντρώσεις κλπ μέχρι τις αντάρτικες μορφές άμεσης εξέγερσης. Από τότε που βίωσα τη βία της καταστολής συνειδητοποίησα ότι ο αναρχικός αγώνας είναι σύμφυτος με τη βία. Ανεξάρτητα από την όποια φιλοσοφική προσέγγιση γύρω απ’ τη βία, η πραγματικότητα υπαγορεύει ότι κάθε μη βίαιη προσέγγιση είναι τουλάχιστον υποκριτική, εφόσον συνεπάγεται την αποδοχή της βίας της εξουσίας, η οποία προφανώς και δεν είναι μόνο η καταστολή αλλά εκτείνεται από τις συγκαλυμμένες μορφές της μέχρι τις μαζικές σφαγές όσων ανθρώπων γεννήθηκαν σε λάθος τόπο και λάθος χρόνο. Αυτοί που με παρουσιάζουν σαν αιμοσταγή εγκληματία είναι οι υπερασπιστές μιας δολοφονικής τάξης πραγμάτων. Είναι οι υπερασπιστές της άγριας καπιταλιστικής κυριαρχίας που βασίζεται στο αίμα και το βασανισμό ανθρώπων και ζώων, στην εξόντωση της φύσης και καλύπτεται πίσω από γυαλιστερές βιτρίνες και καλοντυμένους γιάπηδες, πίσω από την εικόνα και το θέαμα. Συνειδητοποίησα λοιπόν, ότι ένα απ’ τα στοιχήματα του αγώνα είναι και η οργάνωση της βίαιης απελευθερωτικής δράσης….
Οπότε καθώς λάμβανα μέρος στην οργάνωση αντάρτικων υποδομών και δράσεων, επέλεξα, μαζί με άλλους κοντινούς συντρόφους μου, να σταθώ στο πλευρό των καταζητούμενων συντρόφων της Συνομωσίας Πυρήνων της Φωτιάς όταν εκδόθηκαν τα εντάλματα εναντίον τους. Αναπτύχθηκε μια σχέση αλληλεγγύης και συνεργασίας, που ξεκινούσε από συζητήσεις επάνω στην επαναστατική στρατηγική και τους τρόπους διάδοσης του αναρχικού προστάγματος, μέχρι την ανταλλαγή τεχνογνωσιών, και την τεχνική αλληλουποστήριξη σε επίπεδο δράσης.
Δεν υπήρξα μέλος της οργάνωσης, και δεν υπήρχε η απόλυτη ταύτιση με της θέσεις της Συνομωσίας που θα υποστήριζε κάτι τέτοιο. Οπότε επέλεξα να συμμετέχω σε άλλη επαναστατική συλλογικότητα για την οποία θα αποφύγω να μιλήσω σε αυτό το γράμμα μου για να μη δώσω άσκοπα πληροφορίες στον εχθρό. Η συλλογικότητα αυτή μιλάει η ίδια για τον εαυτό της και δε χρειάζεται να την υποστηρίξω σε αυτή τη φάση με την υπογραφή μου. Αυτή η επιλογή μου να είμαι δίπλα σε παράνομους συντρόφους, για την οποία παραμένω περήφανος, είχε ως αποτέλεσμα και τη δική μου εξώθηση στην παρανομία μαζί με τους συντρόφους μου Δημήτρη Πολίτη και Θεόφιλο Μαυρόπουλο καθώς και άλλων προς το παρόν “ανώνυμων” συντρόφων, μετά την κατασταλτική επιχείρηση εναντίον της επαναστατικής οργάνωσης Συνομωσία Πυρήνων της Φωτιάς στο Βόλο (συμπτωματικά λίγες μέρες μετά την συμβολική επίθεση μου εναντίον της βουλής με τόξο και την επακόλουθη σύλληψή μου).
Ας σταθώ όμως στις μέρες εκείνες. Ήταν μια μεγάλη ήττα. Όχι μόνο γιατί άλλαξε η ζωή μου όπως την ήξερα μέχρι τότε, αλλά γιατί ήταν ένα καταστροφικό πλήγμα σε μία σημαντική και υποδειγματική επαναστατική υποδομή που είχε τη δυνατότητα να χτυπάει συχνά και επικίνδυνα, αρθρώνοντας ένα λόγο που ενδυνάμωνε τη διάχυση τόσο της ίδιας της δράσης όσο και των αναρχικών επαναστατικών αντιλήψεων. Η αντάρτικη δράση όμως δεν σταμάτησε ούτε θα σταματήσει ποτέ με μια εξάρθρωση. Το μόνο που καταφέρνει το κράτος είναι να παγώσει στιγμιαία την φλόγα της επαναστατικής δράσης. Μια φλόγα που δεν θα σβήσει ποτέ όσο υπάρχουν άνθρωποι που εξειγείρονται ενάντια σε κάθε εξουσία. Όσο υπάρχουν ιδέες που οπλίζονται μέσα από την πράξη. Πέρα βέβαια από αυτό, ήταν η αίσθηση του χωρισμού με τους συντρόφους που κάναμε μαζί τα ίδια όνειρα, η αίσθηση ότι οι σύντροφοι είναι πλέον αιχμάλωτοι, που φυσικά δε μου ήταν πρωτόγνωρη, καθώς λίγο καιρό πριν την επίθεση των μπάτσων στο βόλο, στην υπόθεση με τα δέματα στις πρεσβείες που αιχμαλωτίστηκαν ο Γεράσιμος Τσάκαλος και ο Παναγιώτης Αργυρού, και λίγο αργότερα με τη σύλληψη των 4 από τη Θεσσαλονίκη και μετά του Μιχάλη Νικολόπουλου. Ένα συναίσθημα που δεν μπορεί να περιγραφτεί αλλά μόνο να βιωθεί, οδήγησε στην υπόσχεση που δώσαμε στους εαυτούς μας, να κάνουμε το παν για την ανατροπή της συνθήκης της αιχμαλωσίας τους.
Εκείνες λοιπόν τις μέρες, που ένιωσα πως είναι να είσαι ο κυνηγημένος, που προσπάθησα απελπισμένα να παραμείνω ελεύθερος, για να συνεχίζω να πολεμάω, με μηδαμινές υποδομές στην αρχή, αλλά με δυνατούς και αφοσιωμένους στην υπόθεση συντρόφους, λιγοστούς στον αριθμό αλλά όχι στην ψυχή, τέθηκαν οι βάσεις για τη μετέπειτα παράνομη ζωή μας. Ήμασταν πλέον μόνοι μας εναντίον του κράτους, εναντίον χιλιάδων μπάτσων και των καρι…δων της αντιτρομοκρατικής υπηρεσίας. Μιας υπηρεσίας με άκρες στις μυστικές υπηρεσίες των κυρίαρχων κρατών του κόσμου. Με όλα αυτά τα καθάρματα να μας κυνηγούν, μάθαμε να ελισσόμαστε, να
διαφεύγουμε και να αυτοχρηματοδοτούμαστε.
Η επόμενη σημαντική στιγμή είναι η μάχη του αδερφού μας Θεόφιλου Μαυρόπουλου με τους μπάτσους στην Πεύκη. Δε θα δώσω περισσότερες πληροφορίες για τη συμμετοχή μου η μη στη μάχη αυτή. Σημασία έχει ότι η ακραία συντροφική και μαχητική στάση του Θεόφιλου, που πολέμησε μόνος του με ένα όπλο εναντίον δύο ένοπλων μπάτσων, είχε ως αποτέλεσμα να παραμείνει ένας ακόμα άνθρωπος στον αγώνα εκτός των τειχών των φυλακών καθώς και κυρίως να μην αθροιστεί άλλη μία αναίμακτη σύλληψη στις νίκες της αστυνομίας εναντίον μας. Εύχομαι ακόμα να πονάνε τα σπασμένα κοκαλάκια των υπερφιλόδοξων υπηρετών του καθεστώτος…
Με έναν ακόμη αιχμάλωτο αδερφό μας στα κελία της δημοκρατίας, σαφώς αποδυναμωμένοι ξαναβιώνουμε μια ήττα… Μια ήττα όμως που φέρει μέσα της τη νίκη. Γιατί εμπεριείχε τη μη παράδοση. Ήταν η άρνηση να συμβιβαστεί στις εντολές της εξουσίας που οδήγησαν στη μάχη. Ήταν η ισχυρή παρακαταθήκη που αφήνει κάθε αιματηρή μάχη που δίνουν οι επαναστάτες ενάντια στους διώκτες τους. Το κυριότερο όμως είναι ζωντανός. Άλλος ένας δικός μας εκεί μέσα, που ενισχύει τον πόθο μας να επιτεθούμε στις φυλακές και ότι αυτές εκπροσωπούν.
Και κάπου εδώ αρχίζει ένα βρώμικο παιχνίδι απ’ την αστυνομία σε βάρος μας, καθώς μάλλον οι υψηλόβαθμοι μπάτσοι συνειδητοποιούν ότι αδυνατούν να μας προσεγγίσουν. Αρχίζουν λοιπόν και διοχετεύουν στα μήντια ψευδείς πληροφορίες και υπαγορεύουν τη συμμετοχή μας σε ενέργειες που δεν συμμετείχαμε και δεν έχουν κανένα στοιχείο γι’ αυτές.
Για κάποιο λόγο επιμένουν να το κάνουν αυτό σε υποθέσεις που γνωρίζουν ότι τους παίρνει να χειραγωγήσουν το “κοινό αίσθημα” εναντίον μας. Δεν τους ενδιαφέρει απλά να μας στοχοποιήσουν τους ενδιαφέρει να μας συκοφαντήσουν. Γι αυτό λοιπόν παρουσιάζουν την στοχευμένη εμπρηστική ενέργεια στο μετρό, όπου δεν τραυματίστηκε, ούτε γινόταν να τραυματιστεί κανείς, ως τυφλό τρομοκρατικό χτύπημα. Και εμπλέκουν τα ονόματα μας σε αυτή την υπόθεση. Τότε δεν ένιωσα την ανάγκη να διαχωρίσω τη θέση μου, παρ’ ότι δεν είχα σχέση, γιατί ούτως η άλλως δεν ήταν μια ενέργεια με την οποία διαφωνούσα. Η πραγματικότητα όμως είναι ότι διαφωνώ σε αρκετά σημεία με το λόγο της επαναστατικής οργάνωσης κίνημα 12 Φλεβάρη που ανέλαβε την ευθύνη και η αναφορά σε αυτό έχει μια σημασία μόνο για τους συντρόφους μου και όχι για τους εχθρούς μου.
Πάντως τότε θεώρησα λογικό εφόσον είμαι καταζητούμενος για συμμετοχή σε οργάνωση που έβαζε βόμβες, να με θεωρούν και ύποπτο για κάτι τέτοιο. Όμως τώρα το βρώμικο αυτό παιχνίδι των μπάτσων έχει πάρει τραγικές διαστάσεις. Με στοχοποιούν για φόνο, ως συνεργό στη ληστεία της Πάρου. Δημιουργούν εντυπώσεις και πάλι διαστρεβλώνοντας μια πραγματικότητα μιλώντας για επίθεση σε ανυποψίαστο πολίτη και λοιπές μαλακίες που σίγουρα δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Η επαναλαμβανόμενη αναφορά στο επάγγελμα του δημιουργεί την εντύπωση ότι οι ληστές τον πυροβόλησαν επειδή ήταν ταξιτζής(!) και όχι επειδή παρεμπόδισε τη διαφυγή τους πράγμα που θα μπορούσε να αποβεί μοιραίο για τους ληστές, ενώ μία αναφορά στην πολιτική ταυτότητα του -ήταν υποστηρικτής της χούντας- δεν έγινε ποτέ. Βέβαια αυτή είναι μια εικόνα που σχημάτισα πάλι απ’ τους ίδιους τους δημοσιογράφους και δεν ήμουν εκεί να δω τι ακριβώς συνέβη οπότε κρατάω τις επιφυλάξεις μου. Αυτό βέβαια δε θα με κάνει να μην αναγνωρίσω το ρόλο του ρουφιάνου σε αυτήν την περίπτωση. Πόσο μάλλον το γεγονός ότι με κατηγορούν γι αυτό. Έχουν φτάσει στο σημείο να δείχνουν φωτογραφία από τη ληστεία και να συγκεκριμενοποιούν ποιο πρόσωπο είμαι! Και καπάκια πετάνε τη φωτογραφία μου με το τόξο στο σύνταγμα. Έτσι χειραγωγούν την κοινή γνώμη, με τέτοια τεχνάσματα κατασκευάζουν και εδραιώνουν κάθε ψεύδος που ευνοεί την εξουσία για να πετύχουν την υποταγή του πληθυσμού. Τις κατασκευασμένες ειδήσεις βλέπει και πείθεται και ο κάθε επίδοξος ήρωας-ρουφιάνος όπως ο Δημήτρης Μίχας και θυσιάζεται για να υπηρετήσει την έννομη τάξη.
Το ότι ξεκαθαρίζω τη θέση μου πως δεν ήμουν εκεί δεν είναι ένα τεχνικό ψεμματάκι για να τη γλιτώσω. Είναι μια αλήθεια που πρέπει να διατυμπανίσω γιατί αν τους αφήσω να λένε ότι θέλουν στο τέλος θα καταλήξω να χρεώνομαι τα πάντα. Και προτίθεμαι να αναλαμβάνω τις ευθύνες που μου αναλογούν. Στην τελική δε διαπραγματεύομαι την ειλικρίνεια μου, και υπερασπίζομαι με πάθος τη θέση ότι τα λεγόμενα των επαναστατών στο δημόσιο λόγο τους δεν νοείται να είναι ψεύδη. Γιατί πολύ απλά μια τάση να καθορίζονται τα κείμενα απ’ την υπερασπιστική γραμμή εντός των θεσμών (κατανοητό σε ένα βαθμό), όταν εφαρμόζεται καταστρατηγώντας την αξία της ειλικρίνειας (όχι απέναντι σε μπάτσους και δικαστες, αλλά απέναντι σε αυτούς που θέλουμε να μας ακούσουν) καταλήγει ο λόγος να χάνει την επαναστατική σημασία του και να γίνεται τεχνική δικαστικής υπεράσπισης. Και στο τέλος οι επαναστάτες χάνουν την αξιοπιστία τους.
Όταν έμαθα για τη ληστεία στην Πάρο, ενστικτωδώς η ψυχή μου τάχθηκε με το μέρος των δραστών. Θέλω να πιστεύω ότι οι μπάτσοι δε θα καταφέρουν να τους πιάσουν. Διαβάζω δημοσιεύματα ότι είναι στα ίχνη τους και σκέφτομαι “καλά πα…ριές, και για μένα τόσες φορές είπαν ότι είναι στα ίχνη μου και ήταν όλες ψέματα. Μια φορά με είχαν στ’ αλήθεια και οι δημοσιογράφοι έκαναν τουμπεκί ψιλοκομμένο, μάλλον θα παραπλανούν”…
Σε αυτό το σημείο υπάρχουν πολλά πράγματα που θα ήθελα να μοιραστώ με αυτό το γράμμα μου αλλά αυτολογοκρίνομαι γιατί πάντα ελλοχεύει ο κίνδυνος να βγάλει ο εχθρός συμπεράσματα που θα τον βοηθήσουν στον πόλεμο εναντίον μας. Ίσως έρθει η στιγμή που δε θα έχει σημασία για τον εχθρό και μιλήσω τότε.
Σημαντικό είναι να αναφερθώ στο σύντροφο Τάσσο Θεοφίλου που συνελήφθη για την υπόθεση αυτή. Δεν τον γνωρίζω προσωπικά, αλλά αναγνωρίζω στα γραπτά του έναν αξιοπρεπή άνθρωπο. Δεν εμπιστεύομαι τα λεγόμενα των μπάτσων, και θα εμπιστευτώ ό,τι δηλώσει ο σύντροφος στο δημόσιο κείμενο του. Θεωρώ όμως ότι όπως και να ‘χει έχει ανάγκη την αλληλεγγύη μας και όχι να ταφεί στη σιωπή. Του στέλνω μια αδερφική αγκαλιά και ένα “κουράγιο σύντροφε”.
Κλείνοντας να στείλω την αγάπη μου στα αδέρφια μου που μας χωρίζουν τα τείχη των φυλακών, στο Θεόφιλο, στα μέλη της Συνομωσίας, στους 3 της Θεσσαλονίκης και στο Ράμι, που συνεχώς κρατούν ψηλά τη σημαία του επαναστατικού πολέμου και δεν παραδίδονται ποτέ. Ο ανένδοτος αγώνας τους ενάντια στον εξευτελιστικό σωματικό έλεγχο (και άλλων συντρόφων που τώρα αποφυλακιστήκαν) τους έχει κοστίσει δεκάδες μέρες απομονώσεων, πειθαρχικές ποινές και εξοντωτικές απεργίες πείνας.
Οι μάχες τους για την αξιοπρέπεια είναι πάντα ένα ερέθισμα για δράση. Μια ουσιαστική απόδειξη πως ο αγώνας συνεχίζεται και μέσα από τα τείχη των φυλακών είτε μέσα από την ανάπτυξη δυναμικών αγώνων όπως η άρνηση σωματικού ελέγχου, είτε με όπλα και μαχαίρια προσπαθώντας να ληστέψεις την ελευθερία σου και να αποδράσεις από το καθεστώς αιχμαλωσίας που ο εχθρός σου έχει επιβάλλει, με παράδειγμα την απόπειρα απόδρασης μελών της Σ.Π.Φ και του Θεόφιλου Μαυρόπουλου από τις φυλακές Κορυδαλλού.
Και τέλος, τους θερμούς χαιρετισμούς μου σε όλους τους αναρχικούς, μαχητές και ανυπότακτους κρατούμενος όπως και στους φυγάδες συντρόφους ανά τον κόσμο.
ΤΙΜΗ ΣΤΟΥΣ ΝΕΚΡΟΥΣ ΤΟΥ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ
Για την επανάσταση και την αναρχία
ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΠΡΩΤΑ ΚΑΙ ΠΑΝΤΑ
Απ’ την άγνωστη κρυψώνα μου
Γιάννης Μιχαηλίδης»