Όταν στις 22 Νοεμβρίου 1977 εντοπίστηκε νεκρός ο 26χρονος βιομήχανος Μ.Γ. στο αυτοκίνητό του, σε ερημική περιοχή του Σουνίου, η αστυνομία δεν άργησε να κάνει λόγο για δολοφονία. Ο νεαρός άνδρας είχε δεχθεί πυροβολισμούς, σχεδόν εξ επαφής, ενώ είχε χτυπηθεί με σφοδρότητα με μία ρακέτα του τένις.
Γράφει η Μαρία Ζαχαροπούλου
Οι αρχές άρχισαν να εξετάζουν όλα τα σενάρια. Μεταξύ αυτών το ενδεχόμενο ο νεαρός βιομήχανος να έπεσε θύμα ληστείας που είχε μοιραία κατάληξη, μιας και δεν βρέθηκε το πορτοφόλι του, αλλά και την πιθανότητα να επρόκειτο για ξεκαθάρισμα προσωπικών διαφορών.
Ξετυλίγοντας το κουβάρι της υπόθεσης οι αστυνομικοί διαπίστωσαν, από μαρτυρίες που κατάφεραν να συγκεντρώσουν, πως ο 26χρονος ζούσε μία διπλή ζωή καθώς φερόταν να έχει σχέσεις με νεαρούς άνδρες. Ο δολοφόνος, ωστόσο, είχε καταφέρει να καλύψει τα ίχνη του. Το μόνο στοιχείο που άφησε πίσω του, ήταν ένα ορφανό δακτυλικό αποτύπωμα, το οποίο εντοπίστηκε από τους αστυνομικούς στο αυτοκίνητο του θύματος, μία πολυτελέστατη ΒΜW.
Ο φάκελος της δολοφονίας του 26χρονου βιομηχάνου παρέμεινε ανοικτός χωρίς, ωστόσο, οι αστυνομικοί να καταφέρουν να συγκεντρώσουν άλλα στοιχεία για το έγκλημα που να τους οδηγήσουν στην εξιχνίασή του.
Τα δεδομένα, όμως, άλλαξαν 2,5 χρόνια αργότερα όταν ένας νεαρός τοξικομανής συνελήφθη για κλοπή ενός φαρμακείου. Η δακτυλοσκόπηση που έγινε στον 21χρονο Γ.Ξ., έφερε και πάλι στο προσκήνιο την δολοφονία του βιομηχάνου, καθώς τα δακτυλικά του αποτυπώματα ταυτοποιήθηκαν με αυτά που είχαν εντοπιστεί στο αυτοκίνητο του θύματος. Η σύλληψη του Γ.Ξ. ενίσχυσε το σενάριο του σεξουαλικού εγκλήματος αφού μάρτυρες κατέθεσαν πως ο 21χρονος υπήρξε συνοδός ανδρών έναντι αμοιβής. Μάλιστα, οι αρχές έφτασαν και στα ίχνη ενός ακόμη προσώπου ο οποίος φερόταν να έχει το ρόλο του μεσάζοντα στα ραντεβού του νεαρού και ήταν εκείνος που, το βράδυ του Νοεμβρίου του 1977, κανόνισε τη μοιραία συνάντηση ανάμεσα στους δύο άνδρες.
Ο νεαρός ομολόγησε τη δολοφονία του 26χρονου βιομηχάνου. Όπως είπε στους αστυνομικούς, ήταν περίπου 18 ετών όταν τον γνώρισε και το ραντεβού τους κανονίστηκε σε καφετέρια στο Κολωνάκι όπου του πρότεινε, όπως είπε, να έχουν σεξουαλική επαφή και ο ίδιος αρνήθηκε. Ωστόσο, τον ακολούθησε, όπως παραδέχτηκε, όταν του πρότεινε μία βόλτα στην παραλιακή.
Ο 21χρονος στην προανακριτική του απολογία έδωσε τη δική του εκδοχή για τα γεγονότα εκείνης της βραδιάς, υποστηρίζοντας πως το θύμα επιχείρησε να τον αποπλανήσει. «Μου έταξε δουλειά και κλείδωσε την πόρτα του αυτοκινήτου» είπε, συμπληρώνοντας πως ο νεαρός βιομήχανος τον άγγιξε στα γεννητικά του όργανα. «Θίχτηκε ο ανδρισμός μου» τόνισε στους αστυνομικούς ο 21χρονος.
Σύμφωνα με δημοσιεύματα της εποχής, ο νεαρός ομολόγησε πως έβγαλε από την καμπαρντίνα του το περίστροφο, που είχε μαζί του για λόγους ασφαλείας και πυροβόλησε το θύμα πολλές φορές. Όταν αντιλήφθηκε πως βιομήχανος δεν υπέκυψε, του έδωσε τη χαριστική βολή, χτυπώντας τον με μία ρακέτα που βρήκε στο πορτμπαγκάζ του αυτοκινήτου. Στη συνέχεια, είπε, άρπαξε το πορτοφόλι του βιομηχάνου το οποίο περιείχε 6. 000 δραχμές και πήρε το δρόμο της επιστροφής στην Αθήνα.
Ο νεαρός υποστήριξε πως πέταξε το όπλο που είχε στα χέρια του σε ερημική τοποθεσία και λίγα χιλιόμετρα μακρύτερα έκανε οτοστόπ σε ένα ζευγάρι, το οποίο τον πήρε με το αυτοκίνητο του μέχρι την περιοχή του Φιξ.
«Όταν κατέβηκα από το αυτοκίνητο συνειδητοποίησα ότι η καμπαρντίνα που φορούσα ήταν γεμάτη αίματα και τότε αποφάσισα να τη σκίσω και να την εξαφανίσω, όπως και το πορτοφόλι του θύματος» είπε, συμπληρώνοντας πως σε όλη τη διαδρομή, μέχρι το σπίτι του στο Παγκράτι, πετούσε τα κομμάτια της καμπαρντίνας σε υπονόμους και κάδους σκουπιδιών. Ο νεαρός ισχυρίστηκε ότι μετά ενημέρωσε το φίλο που του είχε κλείσει το ραντεβού με τον βιομήχανο ο οποίος, στη συνέχεια, εκμεταλλεύτηκε τη συγκυρία και του αποσπούσε χρήματα εκβιάζοντάς τον ότι θα τον κατέδιδε στην αστυνομία.
Και ενώ η αστυνομία θεώρησε ότι στα χέρια της έχει μία «δεμένη» υπόθεση με τον δράστη να έχει ομολογήσει την αποτρόπαια δολοφονία, ο 21χρονος έκανε στροφή 180 μοιρών ανατρέποντας τους αρχικούς ισχυρισμούς του. Λίγες μόνο ώρες μετά την ομολογία του και κατά τη διάρκεια της αναπαράστασης που έγινε στον τόπο του εγκλήματος στις 10 Μαρτίου 1980, ο νεαρός αρνήθηκε ότι ήταν ο δολοφόνος του νεαρού βιομήχανου. «Δεν σκότωσα εγώ το βιομήχανο» φώναζε στον εισαγγελέα και τον ιατροδικαστή που τον καλούσαν να περιγράψει τις δραματικές στιγμές του φονικού.
«Είμαι ψυχοπαθητικός. Δεν ήμουν σε καλή ψυχολογική κατάσταση όταν κατέθεσα» τους απάντησε όταν του ζήτησαν να εξηγήσει ποιος ήταν ο λόγος που τον οδήγησε στην ομολογία ενός εγκλήματος που δεν είχε διαπράξει. Την ίδια αρνητική στάση τήρησε ο 21χρονος ακόμη και όταν οδηγήθηκε ενώπιον της δικαιοσύνης, αλλά και μιλώντας στους δημοσιογράφους. «Αρνούμαι όσα μου αποδίδονται» ισχυρίστηκε, ενώ απευθυνόμενος στην μητέρα του, που κλαίγοντας τον συνόδευε έξω από το γραφείο του εισαγγελέα, της είπε: «Μην κλαις μάνα, φτάσαμε στη δικαιοσύνη, θα λάμψει η αλήθεια».
«Το παιδί μου είναι ψυχικά άρρωστο. Εδώ και χρόνια τον παρακολουθούν ψυχίατροι. Φανταστείτε ότι την ημέρα της σύλληψής του δεν ήταν σε θέση να αναγνωρίσει ούτε εμένα» είπε ο πατέρας του κατηγορούμενου στους δημοσιογράφους.
Ωστόσο, ο νεαρός δεν κατάφερε να πείσει για την αθωότητα του ανακριτή και εισαγγελέα και μετά την απολογία του, κρίθηκε προφυλακιστέος. Ένα περίπου χρόνο αργότερα, ο 21χρονος βρέθηκε απαγχονισμένος στο κελί του στις φυλακές Κορυδαλλού. Είχε διαγνωστεί με παρανοϊκό σύνδρομο και για το λόγο αυτό είχε νοσηλευτεί στο ψυχιατρικό κατάστημα των φυλακών για πολλούς μήνες. Λίγες μόλις ημέρες πριν βρεθεί νεκρός ο γιατρός είχε αποφανθεί πως η ψυχική του κατάσταση έχει βελτιωθεί και για το λόγο αυτό άναψε το πράσινο φως για να επιστρέψει στο κελί του, όπου θα συνέχιζε την φαρμακευτική αγωγή του.