Συνταγματικά κρίθηκαν από το Συμβούλιο της Επικρατείας τα υψηλά πρόστιμα που επιβάλλονται στους εργοδότες όταν πιάνονται στην «τσιμπίδα» των επιθεωρητών εργασίας του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας (ΣΕΠΕ) να έχουν αδήλωτους εργαζόμενους.
Η επταμελής σύνθεσης του Δ΄ Τμήματος του ΣτΕ στην πιλοτική απόφαση της (2151/2017), η οποία θα αποτελέσει οδηγό για όλα τα Διοικητικά Δικαστήριο της χώρας όπου εκκρεμούν σχετικές προσφυγές εργοδοτών για ακυρώσεις προστίμων, αναφέρει ότι η επιβολή των επίμαχων προστίμων υπαγορεύεται «από επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος, οι οποίοι συνίστανται στην αποτελεσματική καταπολέμηση του φαινομένου της αδήλωτης εργασίας, η οποία αφενός μεν παραβιάζει τα βασικά δικαιώματα των εργαζομένων, με συνέπεια να μεταπίπτει η εργασία από κοινωνικό λειτούργημα σε αντικείμενο εμπορίας, αφετέρου δε στερεί από τα ασφαλιστικά ταμεία, σημαντικά έσοδα, με συνέπεια την αποδυνάμωση του ασφαλιστικού συστήματος, ιδιαιτέρως κατά την περίοδο της σοβαρής δημοσιονομικής κρίσης που διέρχεται η χώρα».
Οι σύμβουλοι Επικρατείας, οι οποίοι ασχολήθηκαν με το θέμα με αφορμή προσφυγή εταιρείας της Μακεδονίας, κρίνουν ότι «με το σοβαρό ύψος του προβλεπόμενου προστίμου επιδιώκεται τόσον ο αυστηρός κολασμός του συγκεκριμένου παραβάτη, όσο και η αποτροπή της παράνομης πρακτικής της αδήλωτης εργασίας από τους λοιπούς εργοδότες».
Κατά συνέπεια, υπογραμμίζεται στην επίμαχη απόφαση, τα πρόστιμα δεν μπορεί να θεωρηθούν ως προδήλως δυσανάλογα για την επίτευξη του σκοπού του δημοσίου συμφέροντος, «εν όψει της σπουδαιότητος του διακυβευόμενου αγαθού της καταπολέμησης του φαινομένου της αδήλωτης εργασίας, με τις σοβαρότατες για τους εργαζόμενους, το ασφαλιστικό σύστημα και τα δημόσια έσοδα δυσμενείς συνέπειες».
Αξίζει να σημειωθεί ότι η υπουργική απόφαση που κρίθηκε συνταγματική από το ανώτατο δικαστήριο προβλέπει την επιβολή των υψηλών προστίμων των 10.549,44 ευρώ και 9.197,10 ευρώ στους εργοδότες για κάθε ένα αδήλωτο εργαζόμενο.