Τη γωνία 3ης Σεπτεμβρίου και Ηπείρου έχω περάσει πολλές φορές στα εφηβικά µου χρόνια. Εκεί έζησα. Εκεί μεγάλωσα. Στην Πατησίων, την Κυψέλης, τη Λεωφόρο Αλεξάνδρας, τους γύρω δρόμους. Μια περιοχή αστική, φιλήσυχη, καλοκάγαθη και ασφαλής.

Ήταν. Διότι μαζί µε τα εφηβικά µας χρόνια φαίνεται ότι έφυγε και η πόλη που τα γνώρισε. Στις γωνίες που δίναμε τα πρώτα φιλιά, σκοτώνουν πλέον ανθρώπους.

Τώρα, το κέντρο της πόλης έχει καταληφθεί από απροσδιόριστες φυλές, οι οποίες ανεξαρτήτως προέλευσης, χρώματος και θρησκείας έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό: το έγκλημα.

Γι’ αυτούς, η ζωή είναι φτηνή – ξεκινώντας από τη δική τους. Το αίμα ξοδεύεται χωρίς ενδοιασμούς. Για µια κάμερα. Για ένα τίποτα.

Έτσι, η Αθήνα που µας κανάκεψε έχει μεταβληθεί σε ένα απροσπέλαστο γκέτο βίας, ανομίας, παραβατικότητας και τρόμου. Ζει σε καθεστώς κατοχής. Μετανάστες και πρεζόνια, έγχρωμοι και εγχώριοι ντίλερ κάθε παρανομίας.

Η πόλη έχει μεταβληθεί σε ένα σκηνικό πρωτόγνωρο από αυτά που µόνο σε ταινίες γνωρίζαμε έως τώρα. Το αστικό τοπίο έχει εξαθλιωθεί ακόμη και αισθητικά. Τα μαχαίρια και οι ενέσεις έχουν αντικαταστήσει τα ψιλικατζίδικα της γειτονιάς. Μας πήραν την Αθήνα…

Δεν θα το είχαν καταφέρει ποτέ, αν η Ελληνική Πολιτεία δεν είχε χρεοκοπήσει συνολικά και παταγωδώς. Αν δεν είχε αφήσει την πόλη ανυπεράσπιστη. Αν δεν είχε εγκαταλείψει τους εναπομείναντες κατοίκους στη μοίρα τους, χωρίς την περιφρούρηση και τη φροντίδα που δικαιούνται.

Μία χρεοκοπία που γίνεται προφανής αλλά και πιο οδυνηρή όταν ακούς ακόμη και τη μέρα του φόνου φτηνές δικαιολογίες για «δημοσιονομικές δυσχέρειες» ή για ένα «ευρύτερο ζήτημα πολιτιστικό, οικιστικό, κοινωνικό».

Μόνο που ο φόνος ενός ανθρώπου στο πεζοδρόμιο του σπιτιού του δεν ρυθμίζεται από το Μνημόνιο, ούτε είναι ευρύτερο ζήτημα. Ο φόνος είναι φόνος µε όσο πόνο, δάκρυ και σπαραγμό ένας φόνος μπορεί να περικλείει.

Ούτε η πόλη θα είχε ποτέ καταληφθεί, αν η κοινωνία δεν το είχε επιτρέψει. Αν είχε εγκαίρως υπερασπιστεί τον εαυτό της. Αν είχε ξεκαθαρίσει ότι η ανοχή έχει όρια, ότι η ανομία δεν είναι τρόπος ζωής, ότι η μετανάστευση δεν αποτελεί δικαίωμα αλλά ότι η ασφάλεια είναι θεμελιώδες δημοκρατικό δικαίωμα των πολιτών.

Έτσι και αλλιώς, όμως, µας πήραν την Αθήνα. Μας εξόρισαν από τους δρόμους των παιδικών µας χρόνων. Ή µας υποχρέωσαν να τους διαβαίνουμε µε κίνδυνο και χτυποκάρδι.

Και για να είμαι ειλικρινής δεν ξέρω αν και πότε θα ξαναπάρουμε αυτήν την Αθήνα πίσω. Έστω και µόνο για να τη γνωρίσουν και τα παιδιά µας.

Γράφει ο Ιωάννης Πρετεντέρης, στη στήλη του «Εμπιστευτικά» στα «Νέα».