Άλλος ένας ξακουστός και ηρωικός ινδιάνος που πάλεψε λυσσαλέα για να διατηρήσει τον παραδοσιακό τρόπο ζωής της φυλής του, σε έναν μάταιο αγώνα που έμελλε να σφραγίσει τη ζωή του.
Ο αρχηγός της φυλής Χουνκπάπα Λακότα ενέπνευσε τις διαφορετικές φυλές των Τέτον Σιου να ενωθούν κάτω από τις υποδείξεις του και να εξαπολύσουν ολομέτωπο αγώνα κατά του λευκού δυνάστη, ο οποίος δεν τους επέτρεπε πλέον να επιβιώσουν.
Μπαρουτοκαπνισμένος ήδη από τα 14 του, σύντομα κέρδισε τον σεβασμό των συμπολεμιστών του και ξεπήδησε από τις μάχες ως σύμβολο ανδρείας και γενναιότητας, αναγκάζοντας το 1868 την ομοσπονδιακή κυβέρνηση των ΗΠΑ να υπογράψει σύμφωνο ειρήνης με τους Σιου. Αλλά η διχαλωτή γλώσσα του λευκού από συμφωνίες δεν καταλάβαινε κι έτσι, όταν στα μέσα της επόμενης δεκαετίας ανακαλύφθηκαν τα πρώτα μεγάλα κοιτάσματα χρυσού στην ευρύτερη περιοχή της Νότιας Ντακότα (1874), οι χρυσοθήρες και ο στρατός που τους προστάτευε εισήλθαν στα ιερά χώματα των Σιου, αναγκάζοντας τους γενναίους ινδιάνους να ξεθάψουν το τόμαχοκ του πολέμου.
Ο «Καθιστός Ταύρος» και οι σύμμαχοί του κέρδισαν πολλές μάχες αν και όχι τον πόλεμο, όχι ότι αυτό τους απέτρεψε πάντως από το να προσπαθήσουν: ο Μεγάλος Πόλεμος των Σιου της δεκαετίας του 1870 κλιμακώθηκε στη διαβόητη Μάχη του Λιτλ Μπίγκχορν (1876), εκεί που οι ενωμένες δυνάμεις του «Καθιστού Ταύρου» και του άλλου ξακουστού αρχηγού των Σιου, του «Τρελού Αλόγου», θα αποδεκάτιζαν το διαβόητο τάγμα του αιμοσταγούς ινδιανοφάγου Τζορτζ Κάστερ.
Με τους ανθρώπους του όμως στα πρόθυρα του λιμού, ο «Καθιστός Ταύρος» αναγκάστηκε να παραδοθεί τελικά και να μεταφερθεί ατιμωτικά σε έναν από τους κρατικούς καταυλισμούς που είχε φτιάξει ο λευκός δυνάστης για τους παραδοσιακούς πληθυσμούς του Νέου Κόσμου. Αν και αυτό πάλι δεν ήταν αρκετό, γι’ αυτό και η αμερικανική κυβέρνηση, φοβούμενη άλλη μια ενορχηστρωμένη από τον ίδιο εξέγερση των Σιου, διέταξε την Ινδιάνικη Αστυνομία να τον βγάλει από τη μέση: ήταν το σώμα ασφαλείας που είχε ιδρύσει η αμερικανική κυβέρνηση για να διατηρεί την τάξη ανάμεσα στις λεγόμενες «πέντε πολιτισμένες φυλές», όπως χαρακτήριζε τις ινδιάνικες φατρίες που είχαν υιοθετήσει αμερικανικές ή ευρωπαϊκές πρακτικές.
Ο ξεροκέφαλος και αδάμαστος αρχηγός που έβαλε το πρωτόγνωρο κουράγιο του στην υπηρεσία της αντίστασης στον λευκό δυνάστη το μόνο που θέλησε ποτέ ήταν η διατήρηση του παραδοσιακού τρόπου ζωής των Σιου και της ιδιαίτερης φυλής του. Όταν παραδόθηκε μάλιστα το 1881 ως ο τελευταίος των Σιου που κατέθετε τα όπλα, έκανε τα πάντα ώστε να εξασφαλίσει ένα ειρηνικό μέλλον για τα παιδιά του, υποσχόμενος να διδάξει στη νέα γενιά των ινδιάνων πώς να συνυπάρχουν αρμονικά με τα παιδιά αυτών που είχαν βαλθεί να τους χαλάσουν…
Πρώτα χρόνια
Ο πλέον πανίσχυρος και γνωστός από τους γηγενείς αμερικανούς φυλάρχους γεννιέται ως Τατάνκα Ιγιοτάκε το 1831 μέσα στη φυλή των Χουνκπάπα Λακότα στα εδάφη που είναι σήμερα γνωστά ως Νότια Ντακότα. Γιος περιβόητου πολεμιστή της φυλής, ο «Βούβαλος που Κάθεται» (όπως ήταν το επίσημο ινδιάνικο αρχηγικό του όνομα) έβαλε σκοπό να ξεπεράσει τα πολεμικά ανδραγαθήματα του πατέρα του από παιδί, αν και δεν έδειξε από τις πρώτες του στιγμές την κλίση που είχε στη μάχη: οι συνομήλικοί του τον έλεγαν περιπαικτικά «αργό» εξαιτίας της πρόδηλης έλλειψης αθλητικών ικανοτήτων.
Σε ηλικία 10 ετών σκότωσε όμως τον πρώτο του βούβαλο και 4 χρόνια αργότερα πήρε μέρος στην πρώτη θριαμβευτική μάχη του κατά γειτονικής φυλής, στην οποία και διακρίθηκε για τη γενναιότητά του. Ό,τι έλειπε στον μικρό σε όρους ικανοτήτων αναπληρωνόταν και παραπάνω από την τόλμη και την ανδρεία του. Ο Τατάνκα Ιγιοτάκε αρχίζει να συμμετέχει στα συμβούλιο της φυλής ως «Βούβαλος που Κάθεται», το οποίο θα μετατραπεί στο ευκολότερο και εξαμερικανισμένο «Καθιστός Ταύρος».
Το μεγαλύτερο μέρος της παιδικής και ενήλικης ζωής του θα σφυρηλατηθεί στις μάχες κατά του λευκού επεκτατισμού και όχι κατά των αντίπαλων ινδιάνικων φυλών, όπως ήθελε για πολλά χρόνια ο αμερικανικός μύθος του πολεμοχαρή και αιμοδιψούς ινδιάνου. Τα όπλα κατά του λευκού θα τα πιάσει για πρώτη φορά τον Ιούνιο του 1863, όντας ήδη μέλος του συμβουλίου των αρχηγών των Σιου. Η θέση του στον κλειστό κύκλο των φυλάρχων των Σιου ήρθε μετά τις νικηφόρες εκστρατείες του για την επέκταση των κυνηγότοπων της φυλής του στα εδάφη που ανήκαν μέχρι τότε σε άλλες ινδιάνικες φυλές, όπως οι Κρόου και οι Σοσόνι.
Οι αγώνες του κατά των στρατιωτών των ΗΠΑ θα απαθανατιστούν σε πλήθος νικηφόρων μαχών και ο «Καθιστός Ταύρος» θα μετατραπεί σταδιακά σε φόβητρο του αμερικανικού στρατού. Το 1865, για παράδειγμα, και έχοντας ήδη μια σειρά από εμφατικές νίκες στη φαρέτρα του, ο «Καθιστός Ταύρος» διέταξε ολομέτωπη επίθεση σε νεοϊδρυθέν αμερικανικό οχυρό στα ιερά χώματα των Λακότα (Fort Rice), καθώς τίποτα δεν μπορούσε να ανακόψει την αντίστασή του κατά της αυθαιρεσίας των λευκών. Ως αντίποινα, ο στρατός των ΗΠΑ έκαψε χωριά των Λακότα και προωθήθηκε ακόμα πιο βαθιά στα πατρώα ινδιάνικα εδάφη της Νότιας Ντακότα.
Οι ικανότητές του στη μάχη και ο σεβασμός που απολάμβανε καθολικά πια από τους ανθρώπους του τον έφεραν στη θέση του αρχηγού όλων των Λακότα το 1868. Την ώρα όμως που οι άλλοι φύλαρχοι των Σιου της περιοχής, όπως το περίφημο «Κόκκινο Σύννεφο», έσπευδαν να υπογράψουν σύμφωνα ειρήνης, ο «Καθιστός Ταύρος» αρνούταν να σκύψει το κεφάλι και συνέχιζε τον ανταρτοπόλεμο με τα πρωτοπαλίκαρά του…
Υπερασπιστής του λαού του
Οι αιματοβαμμένες αντιπαραθέσεις με τους αμερικανούς στρατιώτες κλιμακώθηκαν στα μέσα της δεκαετίας του 1870, όταν ήρθαν στο φως τα χρυσοφόρα κοιτάσματα της Νότιας Ντακότα. Το έδαφος όμως ήταν ιερός τόπος για τους Σιου, κάτι που είχε αναγνωρίσει επισήμως η αμερικανική κυβέρνηση με σύμφωνο το 1868. Όχι ότι αυτό εμπόδισε βέβαια τους χρυσοθήρες να ορμήσουν με τα καραβάνια τους στα πατρώα εδάφη των Λακότα, κάτι που προσυπέγραψε η ομοσπονδιακή κυβέρνηση ανατρέποντας τη συμφωνία (τέλη 1975) και κηρύσσοντας πόλεμο σε κάθε γηγενή φυλή που θα έφερνε εμπόδιο στην υφαρπαγή των εδαφών της! Μέχρι τον Ιανουάριο του 1876, πολλές φυλές των Σιου είχαν μαντρωθεί σε προχειροστημένους κρατικούς καταυλισμούς, αν και όχι ο περήφανος «Καθιστός Ταύρος».
Την ώρα που πολλοί φύλαρχοι συγκατατέθηκαν απρόθυμα στις βουλές του πανίσχυρου λευκού, ο «Καθιστός Ταύρος» αρνήθηκε να υπακούσει στις νέες και μονομερείς συνθήκες, κι έτσι στήθηκε το σκηνικό της νέας αντιπαράθεσης λευκού και ινδιάνου. Με όχημα την ιστορική κληρονομιά του λαού του αλλά και διαβλέποντας τη μοίρα που περίμενε τους ινδιάνους της περιοχής, ο φύλαρχος των Λακότα κάλεσε κοντά του τους άλλους αρχηγούς των Σιου και σε ιερή τελετή χόρεψε 36 ολόκληρες ώρες ενώπιόν τους τον Χορό του Ήλιου, χωρίς στάλα μάλιστα νερού. Μετά το πέρας της ιεροτελεστίας, ενημέρωσε το συμβούλιο των αρχηγών για το όραμα που είχε δει, στο οποίο ο αμερικανικός στρατός ξεκληριζόταν από τα χέρια των νόμιμων ιδιοκτητών της πατρώας γης: ο φύλαρχος περιέγραψε το πώς οι λευκοί στρατιώτες έπεφταν στον καταυλισμό του σαν ακρίδες που πέφτουν από τον ουρανό.
Τα όπλα των λευκών μπορούσαν να νικηθούν, ισχυρίστηκε ο «Καθιστός Ταύρος», και κάλεσε τους φυλάρχους να τον ακολουθήσουν στον ιερό αγώνα να διατηρήσουν τον πατροπαράδοτο τρόπο ζωής τους. Πολλοί ισχυρίστηκαν ότι οι αρχηγοί των Σιου τού ανέθεσαν τότε την αρχιστρατηγία της φυλής, αν και αυτό δεν επιβεβαιώνεται, καθώς οι Σιου συνήθιζαν να έχουν αποκεντρωμένες διοικήσεις και κάθε φυλή να αποφασίζει για τη δική της μοίρα. Σε κάθε περίπτωση πάντως, τον ακολούθησαν τυφλά και μεταξύ αυτών και ο άλλος ξακουστός αρχηγός των Ογκλάλα Σιου, το «Τρελό Άλογο».
Λίγες μέρες αργότερα (17 Ιουνίου 1876), ο «Καθιστός Ταύρος» και οι σύμμαχοί του νίκησαν τις αμερικανικές δυνάμεις του στρατηγού Τζορτζ Κρουκ στη Μάχη του Ρόουζμπαντ, μετρώντας αποστομωτική και ανέλπιστη νίκη. Ο διαβόητος φονιάς των ινδιάνων, ο αντισυνταγματάρχης Τζορτζ Άρμστρονγκ Κάστερ, βγήκε στο κατόπι τους, αν και το όραμα του φυλάρχου έμελλε να επαληθευτεί μια εβδομάδα αργότερα (25 Ιουνίου): με τη βοήθεια του «Τρελού Αλόγου» και με τις ενωμένες δυνάμεις Σιου, Σεγιέν και Αραπάχο, οι αυτόχθονες Αμερικανοί ξεπάστρεψαν το σύνταγμα του Κάστερ στην περίφημη Μάχη του Λιτλ Μπίγκχορν, αλλά και τον ίδιο τον αντισυνταγματάρχη.
Για την ομοσπονδιακή κυβέρνηση των ΗΠΑ, η εμφατική ήττα ήταν ό,τι πιο ατιμωτικό είχε γνωρίσει ο αποικιοκρατικός στρατός στον Νέο Κόσμο και δεν θα μπορούσε να περάσει φυσικά χωρίς απάντηση, καθώς ο λευκός λαός πίεζε για αντίποινα: οι Σιου είχαν ξεπηδήσει νικητές στις μάχες με τον οργανωμένο στρατό των ΗΠΑ, αν και ήταν σαφές ότι τον πόλεμο δεν θα μπορούσαν να τον κερδίσουν. Ο στρατός διπλασίασε τις προσπάθειές του να ανακτήσει τον έλεγχο της περιοχής από τους αυτόχθονες και ο μεγάλος φύλαρχος των Σιου φάνταζε πια «αντάρτης» στα μάτια της λευκής κοινωνίας.
Για να γλιτώσει από τη φονική οργή του λευκού, το μόνο που μπορούσε να κάνει ο «Καθιστός Ταύρος» ήταν να καταφύγει στον Καναδά, όπου και παρέμεινε για τα επόμενα 4 χρόνια. Η ινδιάνικη εξάρτηση από τον βούβαλο και η σταθερή καταπάτηση των κυνηγότοπων από τη διείσδυση των λευκών σήμαινε πια ότι οι γηγενείς δεν μπορούσαν να τραφούν. Η πείνα και ο λιμός αφάνισε ολόκληρους ινδιάνικους οικισμούς, αναγκάζοντας πολλές φυλές των Σιου να παραδώσουν τα όπλα. Ο «Καθιστός Ταύρος» προτίμησε να μη σκύψει ούτε και πάλι το κεφάλι κι έτσι τον Μάιο του 1877 πέρασε με τους πιστούς ακόλουθούς του τα σύνορα με τον Καναδά…
Η επιστροφή του μεγάλου αρχηγού στις ΗΠΑ
Η καναδική κυβέρνηση δεν μπορούσε ωστόσο να αποδεχθεί την ευθύνη για μια φυλή που ζούσε εκτός συνόρων της κι έτσι σύντομα ξέσπασαν διαμάχες. Έπειτα από 4 δύσκολα χρόνια λιμού και αρρώστιας, στα οποία ο αριθμός των Σιου που ακολούθησαν τον «Καθιστό Ταύρο» συρρικνώθηκε σταδιακά, ο φύλαρχος αποφάσισε να παραδοθεί στην αμερικανική κυβέρνηση για να σώσει τον λαό του από τον αποδεκατισμό.
Το 1881, ο φύλαρχος επέστρεψε άοπλος στα προγονικά εδάφη της Ντακότα και συνελήφθη, περνώντας τα επόμενα δύο χρόνια ως αιχμάλωτος πολέμου. Η φήμη του ωστόσο προηγούταν πια και όπως με τους άλλους ξακουστούς ινδιάνους, οι λευκοί τουρίστες συνέρρεαν στη φυλακή να τον θαυμάσουν. Τέτοια ήταν η απήχηση του μέχρι πρότινος αιμοδιψούς ινδιάνου που σύντομα εμφανίστηκε στο σόου της Άγριας Δύσης «Buffalo Bill Cody’s Wild West Show», ενσαρκώνοντας τον εαυτό του. Εκεί γνώρισε και συνδέθηκε με αληθινή φιλία με τη δεινή σκοπεύτρια και σύμβολο της λευκής Αμερικής, Άνι Όκλεϊ…
Η περίληψή του στο τσίρκο και οι διασυνδέσεις του θιασάρχη τον έφεραν εκτός φυλακής και οι απολαβές ήταν κάτι παραπάνω από καλές: 50 ολόκληρα δολάρια την εβδομάδα για να καβαλάει το άλογό του μέσα στην αρένα! Ο «Καθιστός Ταύρος» βαρέθηκε όμως γρήγορα τις μασκαράτες, τις φολκόρ εμφανίσεις και τη ζωή στον δρόμο, αλλά και το πρωτόγνωρο μίσος που συναντούσε από μερίδα του κοινού κατά την περιοδεία του στα μήκη και τα πλάτη των ΗΠΑ.
Αποφάσισε λοιπόν να επιστρέψει στην αιχμάλωτη φυλή του, που ζούσε ήδη ατιμωτικά σε κρατικό καταυλισμό, λέγοντας περίφημα στον θιασάρχη: «Προτιμώ να πεθάνω ινδιάνος από το να ζήσω λευκός». Η φήμη του είχε πάντως υπερβεί τις ΗΠΑ, παρά το γεγονός ότι δεν ήταν παρά σκιά του άλλοτε μεγαλοπρεπούς εαυτού του…
Τελευταία χρόνια
Επιστρέφοντας στον καταυλισμό, ο «Καθιστός Ταύρος» ζούσε τη ζωή του χωρίς συμβιβασμούς. Απέρριψε τον χριστιανισμό και συνέχισε να τηρεί τα ήθη και τα έθιμα της φυλής του, αν και πλέον είχε αποδεχθεί την ολοκληρωτική κυριαρχία του λευκού, γι’ αυτό και υποσχέθηκε να κηρύξει στον λαό του το μήνυμα της συμφιλίωσης. Μέχρι και τα παιδιά του σκόπευε να στείλει στο σχολείο, ώστε να τους εξασφαλίσει ένα καλύτερο μέλλον.
Το 1889 όμως οι ινδιάνοι άρχισαν να χορεύουν και πάλι τον Χορό του Πνεύματος, ένα τελετουργικό χορευτικό που σκοπό είχε να αφυπνίσει εθνικοαπελευθερωτικά αισθήματα! Ο «Καθιστός Ταύρος» βρήκε για μια τελευταία φορά τον εαυτό του και εντάχθηκε από την πρώτη στιγμή στο κίνημα για τον εκτοπισμό των λευκών από τα πατρώα εδάφη και την αναβίωση του παραδοσιακού ινδιάνικου τρόπου ζωής. Ο Χορός του Πνεύματος ήρθε ως επιστέγασμα στα αντιδυτικά αισθήματα των ινδιάνων, που προκαλούσαν τόσο ο συνεχιζόμενος λιμός όσο και η ζωή στην αιχμαλωσία.
Φοβούμενες τον αντίκτυπο της επιρροής του μεγάλου αρχηγού στους ινδιάνους της περιοχής, οι αμερικανικές αρχές διέταξαν τη λεγόμενη Ινδιάνικη Αστυνομία της Λακότα να συλλάβει τον «Καθιστό Ταύρο»: στις 15 Δεκεμβρίου 1890, οι λευκοί αστυνομικοί εισέβαλαν με τα όπλα στο παράπηγμά που ζούσε η οικογένεια του φυλάρχου και έσυραν τον αρχηγό εκτός της.
Στον διαπληκτισμό που ακολούθησε, ακούστηκαν κάποιοι πυροβολισμοί και ο «Καθιστός Ταύρος» έπεσε νεκρός από σφαίρα στο κεφάλι, την ώρα που οι πολεμιστές του προσπαθούσαν να τον σώσουν από την αυθαιρεσία της ομοσπονδιακής κυβέρνησης.
Ο τραγικός επίλογος για τον μεγάλο ινδιάνο ήρθε λίγο αργότερα, όταν δεν του επέτρεψαν να ενταφιαστεί με τον τελετουργικό τρόπο της φυλής του και τον παράχωσαν άρον-άρον σε αμερικανικό οχυρό της Νότιας Ντακότα.
Περισσότερο από μισό αιώνα αργότερα, τα απομεινάρια του μεταφέρθηκαν σε ιερό ινδιάνικο έδαφος και πλέον ένα γρανιτένιο μνήμα υποδεικνύει πού είναι θαμμένος ο ατρόμητος πολεμιστής που θέλησε να διατηρήσει άσβεστο το πνεύμα του λαού του…
Δείτε όλα τα πρόσωπα που φιλοξενούνται στη στήλη «Πορτραίτα» του newsbeast.gr