Η κορυφαία πολιτική προσωπικότητα του 19ου αιώνα, που χρημάτισε δέκα φορές πρωθυπουργός του έθνους, μπορεί κάλλιστα να θεωρηθεί ως ο πρώτος έλληνας πολιτικός που είχε βαθύτατη κοινοβουλευτική συνείδηση.
Αξίωνε η κυβέρνησή του να στηρίζεται στην πλειοψηφία των βουλευτών και γι’ αυτό η κοινοβουλευτική του παρουσία προσπαθούσε να πείσει και όχι να δελεάσει ή να εκφοβίσει, όπως συνήθιζαν να κάνουν οι πολιτικοί του αντίπαλοι.
Ο Κουμουνδούρος διέθετε όλες τις αρετές που πρέπει να απαρτίζουν έναν κοινοβουλευτικό άνδρα: ψυχραιμία, ανεξικακία, ελαστικότητα, προσαρμοστικότητα, καλή διάθεση, ευγένεια στους τρόπους, επιμέλεια, εργατικότητα, επιμονή, υπομονή και πραότητα.
Λέγεται ότι δεν θύμωνε ποτέ, δημόσια τουλάχιστον, και δεν λύπησε σχεδόν κανέναν, γι’ αυτό και οι σύγχρονοί του τον χαρακτήριζαν «άνθρωπο γλυκύτατο». Ταυτοχρόνως, σεβόταν απεριόριστα τους δημοκρατικούς θεσμούς και τηρούσε με θρησκευτική ευλάβεια όλους τους κοινοβουλευτικούς κανόνες, μη βγαίνοντας ποτέ έξω από τα συνταγματικά πλαίσια νομιμότητας.
Όσο για την πολιτική του δράση και την καθοριστική συνεισφορά του στην ιστορία του τόπου κατά το δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα, ο Κουμουνδούρος έγινε ο κύριος εκφραστής των κοινωνικών διεκδικήσεων του λαού ως ο ηγέτης του εκσυγχρονιστικού ρεύματος μετά το 1862. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1850, άρχισε να γίνεται ολοένα και πιο φανερή η καθολική λαϊκή δυσαρέσκεια τόσο για την οικονομική δυσπραγία όσο και τη δυσλειτουργία του πολιτικού συστήματος. Ο εξαθλιωμένος κόσμος ζητούσε ελεύθερες εκλογές, φορολογικές μεταρρυθμίσεις για την ελάφρυνση των αγροτικών και χαμηλών εισοδηματικών τάξεων, κρατικές επενδύσεις σε έργα υποδομής, ίδρυση αγροτικών τραπεζών και λιγότερη γραφειοκρατία(!) και ο Κουμουνδούρος έγινε η επίσημη λαϊκή φωνή στο ελληνικό Κοινοβούλιο.
Τα εκσυγχρονιστικά αιτήματα σφυρηλάτησαν την πολιτική ατζέντα του μεγάλου ανδρός, ο οποίος με όπλο την εργατικότητα και τον απεριόριστο σεβασμό στους κοινοβουλευτικούς του αντιπάλους βάλθηκε να πάει τη χώρα μερικά βήματα παρακάτω. Γι’ αυτό ίσως χρημάτισε δέκα φορές πρωθυπουργός (ρεκόρ φυσικά για έλληνα πολιτικό!), δεκαοχτώ φορές υπουργός και δύο φορές Πρόεδρος της Βουλής…
Πρώτα χρόνια
Ο Αλέξανδρος Κουμουνδούρος γεννιέται κάποια στιγμή του 1815 ως Αλέξανδρος Κουμουνδουράκης σε χωριό της Μάνης μέσα σε επιφανή οικογένεια της περιοχής: ήταν γιος του γνωστού αγωνιστή της Ελληνικής Επανάστασης, Σπυρίδωνος Κουμουνδουράκη, έπαρχου αργότερα του Πύργου, και έζησε ως παιδί τον ελληνικό ξεσηκωμό στο πετσί του, κινδυνεύοντας μέχρι και να αιχμαλωτιστεί από τις δυνάμεις του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο.
Μετά το πετυχημένο τέλος του εθνικοαπελευθερωτικού μας αγώνα, ο νεαρός Αλέξανδρος μετακινείται στο Ναύπλιο για να ολοκληρώσει τις σχολικές του υποχρεώσεις και αμέσως μετά το πέρας των γυμνασιακών σπουδών θα βρεθεί να φοιτεί στη νομική σχολή του νεοϊδρυθέντος Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1841 διέκοψε μάλιστα τις σπουδές του για να πάρει μέρος στην Κρητική Επανάσταση ως επικεφαλής του σώματος των λακώνων εθελοντών (φοιτητές και νεαροί επιστήμονες όλοι), παρά το γεγονός ότι θεωρούσε την εξέγερση στρατιωτικά μάταιη. Στην Κρήτη κινδύνευσε για άλλη μια φορά να πέσει στα χέρια του τούρκου κατακτητή συμπολεμώντας με τους επαναστατημένους Κρήτες (Μάχη του Αποκορώνου).
Έπειτα από την τραγική κατάληξη του αγώνα της Κρήτης, επιστρέφει στην Αθήνα, παίρνει το πτυχίο του και ασκεί τη δικηγορία τόσο στην Αθήνα όσο και την Καλαμάτα. Εκεί είναι που θα παντρευτεί την Αικατερίνη Μαυρομιχάλη, κόρη της γνωστής μανιάτικης οικογένειας, με την οποία θα αποκτήσει δύο παιδιά. Το 1847 διορίστηκε αντιεισαγγελέας Πρωτοδικών Καλαμάτας, αν και η λαμπρή καριέρα που διαφαινόταν στον δικαστικό κλάδο έμελλε να αποδειχθεί βραχύβια (παρέμεινε στη θέση του μόλις τρία χρόνια), καθώς εντωμεταξύ τον είχε κερδίσει η πολιτική, έχοντας ήδη θητεύσει γραμματέας στον Θεόδωρο Γρίβα…
Πολιτική καριέρα
Ήταν το 1850 όταν εκλέχτηκε για πρώτη φορά πληρεξούσιος (βουλευτής) Μεσσηνίας, μια θέση που θα κρατούσε αδιαλείπτως μέχρι τον θάνατό του (με μοναδική εξαίρεση τη διετία 1868-1869, δεκατέσσερις μήνες όλους κι όλους εκτός Βουλής δηλαδή): τέσσερις φορές βουλευτής επί Όθωνα (1850-1860) και συνεχώς επί Γεωργίου Α’! Για τις κοινοβουλευτικές ανάγκες άλλαξε μάλιστα το επίθετό του σε Κουμουνδούρος.
Πρώτος σταθμός στα μεγάλα σαλόνια της πολιτικής θα είναι το 1855, όταν διετέλεσε για πρώτη φορά Πρόεδρος της Βουλής και έναν χρόνο αργότερα έγινε υπουργός Οικονομικών στην κυβέρνηση του Βούλγαρη (Ιούλιος 1856), με τον οποίο θα ερχόταν αργότερα σε ολομέτωπη σύγκρουση: ο Κουμουνδούρος εκτιμούσε απόλυτα την οξύνοια του Βούλγαρη και την πατριαρχική νοοτροπία του, αλλά δεν δεχόταν καθόλου τον αυταρχισμό της διακυβέρνησής του.
Από την αρχή της πολιτικής του καριέρας διακρίθηκε για τη ρητορεία και τη μετριοπάθειά του. Οι αγορεύσεις του στη Βουλή, ιδίως σε θέματα οικονομίας και εσωτερικής διοίκησης, τον καθιέρωσαν αμέσως ως δεινό ρήτορα και αποκρυστάλλωσαν την κοινοβουλευτική του φήμη. Το 1856 χρημάτισε όπως είπαμε υπουργός Οικονομικών στην κυβέρνηση Βούλγαρη και στην επόμενη κυβέρνηση Μιαούλη (Νοέμβριος 1857), ο Κουμουνδούρος συνέχισε να κρατά το χαρτοφυλάκιο της οικονομίας. Πέρασε βέβαια από πολλά ακόμα υπουργεία σε μετέπειτα κυβερνήσεις, διατελώντας υπουργός Δικαιοσύνης (1862), Παιδείας και Εκκλησιαστικών (1864), αλλά και Εσωτερικών (1864-1865, αλλά και μετέπειτα, το 1877).
Σφοδρός πολέμιος της βασιλείας ταγμένος δημοκράτης καθώς ήταν, δεν έκρυβε ποτέ τη δυσαρέσκειά του τόσο για την κατάφωρη εμπλοκή των ξένων δυνάμεων στην εσωτερική σκηνή της Ελλάδας όσο και για τα έργα του βασιλιά. Μετά την έξωση λοιπόν του Όθωνα το 1862, ο Κουμουνδούρος αναλαμβάνει το υπουργείο Δικαιοσύνης και με όπλα την παροιμιώδη μετριοπάθεια και την αποφασιστικότητά του συμβάλει τα μέγιστα στην εμπέδωση της τάξης και της νομιμότητας…
Απόπειρα δολοφονίας και πρωθυπουργικοί θώκοι
Παρά τις τιμές που απολάμβανε στο πολιτικό σύστημα και τη δύναμη που είχε εντωμεταξύ αποκτήσει, ο Κουμουνδούρος γνώρισε ταυτόχρονα φθόνο, έγινε αποδέκτης άδικων κατηγοριών και συκοφαντιών, ήρθε αντιμέτωπος με ίντριγκες και σφοδρές συγκρούσεις, του καταλογίστηκαν λάθη που έκαναν άλλοι και συνάντησε φυσικά άφθονη αγνωμοσύνη.
Όλα αυτά κλιμακώθηκαν στις 29 Σεπτεμβρίου 1864, όταν έγινε απόπειρα δολοφονίας εναντίον του στην οδό Σταδίου, έξω ακριβώς από την είσοδο της Συνέλευσης (Βουλής). Ο Κουμουνδούρος επιβιώνει της φονικής απόπειρας και απτόητος ιδρύει την επόμενη χρονιά τον δικό του αντιπολιτευτικό όμιλο με εκσυγχρονιστική κατά βάση ατζέντα: το Κουμουνδουρικό Κόμμα.
Στις εκλογές του Μαρτίου 1865 ανέλαβε για πρώτη φορά την πρωθυπουργία της χώρας, συσπειρώνοντας στο κόμμα του φερέλπιδες πολιτικούς, όπως ο Χαρίλαος Τρικούπης και ο Θεόδωρος Δηλιγιάννης, με τους οποίους θα ερχόταν αργότερα σε ρήξη (τον Τρικούπη τον εκτιμούσε ως πολιτικό αλλά τον αντιπαθούσε βαθύτατα ως άνθρωπο). Ακολούθησαν εννέα ακόμη πρωθυπουργικοί θώκοι, συνολικής θητείας εφτάμιση ετών, ως το 1882, οπότε και αποσύρθηκε από την ενεργό πολιτική δράση όταν δεν πήρε ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή, έπειτα μάλιστα από τον μεγαλύτερο θρίαμβό του στη διπλωματική σκακιέρα!
Τόσο ως υπουργός όσο και ως πρωθυπουργός, ο Αλέξανδρος Κουμουνδούρος κατάφερε να εξασφαλίσει στο ακέραιο τα συμφέροντα της Ελλάδας, με όπλα τη μετριοπαθή του στάση, την ψυχραιμία, την κομψή διπλωματία αλλά και την εξαιρετική τόλμη του όταν χρειαζόταν.
Πρώτη μεγάλη επιτυχία του στον διεθνή στίβο ήταν το 1866, όταν ξεπέρασε με επιτυχία τον σκόπελο του Κρητικού Ζητήματος, καθώς δεν υποτάχθηκε στις απαιτήσεις των Μεγάλων Δυνάμεων που ήθελαν η Ελλάδα να παρασυρθεί σε πόλεμο με την Τουρκία. Πίστευε ακράδαντα ότι μια φιλοπόλεμη πολιτική δεν θα ωφελούσε σε τίποτα τη χώρα μας, από τη στιγμή που ήταν εντελώς ανέτοιμη για πόλεμο.
Διαχρονικό πάντως σημείο αναφοράς για την εξωτερική πολιτική της Ελλάδας έγινε ο Κουμουνδούρος το 1881, όταν πέτυχε την αναίμακτη προσάρτηση ελληνικών εδαφών στο νεοσύστατο ελλαδικό κρατίδιο! Ως επικεφαλής της ελληνικής διπλωματίας, ο Κουμουνδούρος ανάγκασε έπειτα από σκληρές διαπραγματεύσεις που κράτησαν περισσότερο από έναν χρόνο τον τούρκο κατακτητή να αποχωρήσει ειρηνικά από ελληνικά εδάφη, παραχωρώντας έτσι χωρίς πόλεμο στη χώρα μας τη Θεσσαλία και την Άρτα. Κανείς άλλος πολιτικός δεν μπορεί να περηφανευτεί για μια αντίστοιχου μεγέθους εθνική επιτυχία.
Το μεγαλύτερο επίτευγμά του στην εξωτερική πολιτική, η ειρηνική προσάρτηση της Θεσσαλίας και της Νοτίου Ηπείρου (του διαμερίσματος της Άρτας), ήρθε όταν ο Κουμουνδούρος δεν δίστασε να απειλήσει την Τουρκία με πόλεμο, όταν η διπλωματική λύση φαινόταν να αποτυγχάνει. Αλλά και στο εσωτερικό της χώρας το έργο του λογίζεται τιτάνιο: ρύθμισε εκ νέου τη φορολογία ώστε να γίνει δικαιότερη προς τα κατώτερα εισοδηματικά στρώματα, αναδιοργάνωσε εκ βάθρων και εξόπλισε τον στρατό και ξαναμοίρασε τη γη προς όφελος των ακτημόνων αγροτών (αναδιανομή 2.650.000 στρεμμάτων γης).
Με κρυφούς άσους στο μανίκι του τις προοδευτικές ιδέες αλλά και τον πολιτικό ρεαλισμό, ο Κουμουνδούρος τακτοποίησε πολλά εσωτερικά εκκρεμή ζητήματα, μέσα σε κλίμα μάλιστα σφοδρών εσωτερικών διαξιφισμών αλλά και με την οικονομία να παραδέρνει. Θέσπισε τον νόμο «Περί Ευθύνης Υπουργών», με τον οποίο παραπέμφθηκαν αμέσως σε ειδικό δικαστήριο υπουργοί της κυβέρνησης Βούλγαρη (1877) με την κατηγορία της πλαστογραφίας και της αντιποίησης αρχής («Σιμωνιακά»). Ταυτοχρόνως, αποφάσισε να αντιπαρατεθεί δραστικά με τη ληστεία που λυμαινόταν στεριά και θάλασσα, μην έχοντας ωστόσο τιμωρητική διάθεση: με τον νόμο του 1871 «Περί Ληστείας», εκτονώνει την αφόρητη κατάσταση (όπως η απαγωγή του πρωθυπουργού Σωτήριου Σωτηρακόπουλου τον Ιούνιο του 1866 και η Σφαγή στο Δήλεσι), δίνοντας αμνηστία σε εκατό λήσταρχους ώστε να πολεμήσουν στην Κρήτη.
Τέλος, το 1877 πήρε άλλο ένα ριζοσπαστικό μέτρο, ήτοι την αλλαγή του εκλογικού νόμου δίνοντας πλέον καθολικό δικαίωμα ψήφου σε όλους τους άντρες της Ελλάδας…
Κατοπινά χρόνια
Η αποτελεσματική διαχείριση κρίσιμων και ευαίσθητων εθνικών θεμάτων με διορατικότητα και ελάχιστες απώλειες, οι προοδευτικές δημοκρατικές του ιδέες, το ειρηνικό πνεύμα και η διπλωματία της εξωτερικής του πολιτικής καθιέρωσαν τον Αλέξανδρο Κουμουνδούρο ως τον πρώτο ίσως έλληνα πολιτικό που προσπάθησε να εφαρμόσει πραγματική δημοκρατία στη μετεπαναστατική Ελλάδα.
Ο Κουμουνδούρος επιδόθηκε σε τιτάνιο αγώνα για να ανασυγκροτήσει τόσο τους εξαθλιωμένους από τον άνισο αγώνα Έλληνες όσο και την ίδια την κρατική λειτουργία, γνωρίζοντας προκαταβολικά τους κινδύνους που ελλόχευαν στη διεθνή διπλωματική σκακιέρα αλλά και στον εσωτερικό στίβο. Στα χρόνια της διακυβέρνησής του βελτιώθηκαν πάντως άρδην οι θεσμοί και η διοίκηση και τέθηκαν οι βάσεις για τα αναπτυξιακά έργα που θα απάλυναν την κατάσταση.
Ο σπουδαίος πολιτικός κύκλος του Αλέξανδρου Κουμουνδούρου κλείνει οριστικά τον Μάρτιο του 1882, όταν δεν έλαβε ψήφο εμπιστοσύνης στη Βουλή παρά τον διπλωματικό του θρίαμβο με την προσάρτηση Θεσσαλίας και Άρτας. Ο παλιός προστατευόμενός του Χαρίλαος Τρικούπης και άλλοι βουλευτές τον κατηγόρησαν μάλιστα ότι «δεν κατόρθωσε να προσαρτήσει όλη την Ήπειρο»!
Ο Κουμουνδούρος αποσύρεται τότε πικραμένος από την ενεργό δράση και μια δεκαετία αργότερα αφήνει την τελευταία του πνοή (26 Φεβρουαρίου 1883). Είχε εντωμεταξύ ξαναπαντρευτεί μετά τον θάνατο της πρώτης του συζύγου και με την Ευθυμία Περωτή απέκτησε ένα ακόμα παιδί: οι δυο γιοι του, Κωνσταντίνος και Σπυρίδων, συνέχισαν τη βαριά πολιτική του κληρονομιά καθώς εκλέχτηκαν επανειλημμένα βουλευτές και χρημάτισαν υπουργοί.
Ο Δήμος Αθηναίων τίμησε την κορυφαία πολιτική προσωπικότητα του καιρού του μετονομάζοντας το 1884 την πλατεία πλησίον της οικίας του στην οδό Πειραιώς σε Πλατεία Κουμουνδούρου…
Δείτε όλα τα πρόσωπα που φιλοξενούνται στη στήλη «Πορτραίτα» του newsbeast.gr