Ο άνθρωπος που ευχόταν να μην του πέσει ο ουρανός στο κεφάλι έμελλε να γίνει ένας από τους πλέον λαμπρούς σεναριογράφους κόμικς ή επαγγελματίας χιουμορίστας αν προτιμάτε (κατά δήλωσή του πάντα!).
Με τον Αστερίξ του να δέρνει εκατόνταρχους εδώ και μισό αιώνα, τον Λούκι Λουκ να τσακώνει τους Ντάλτον για άλλα τόσα χρόνια και τον Ιζνογκούντ να προσπαθεί μάταια να γίνει χαλίφης στη θέση του χαλίφη, ο Γκοσινί συνεχίζει να χαρίζει άπλετο γέλιο σε μικρούς και μεγάλους, παρά το γεγονός ότι ο ίδιος έχει φύγει πια από τη ζωή.
«Πάντα ήθελα να γίνω χιουμορίστας. Ήθελα να κάνω τον κόσμο να γελάει, αλλά δεν ήξερα από πού να αρχίσω. Στο βάθος όμως έψαχνα πάντα έναν τρόπο για να απευθυνθώ στο κοινό. Έτσι ξεκίνησα να ασχολούμαι με τα κόμικς και αργότερα με το σενάριο ιστοριών», έλεγε ο σπουδαίος σεναριογράφος ιστοριών κόμικς που βάλθηκε να φέρει πλατιά χαμόγελα στις μάζες του πλανήτη.
Ταυτοχρόνως βέβαια ο Γκοσινί έκανε και κάτι ακόμα: προσέδωσε βάθος, φαντασία και πολιτική χροιά στα ευρωπαϊκά κόμικς, περιβάλλοντας τους ήρωές του με το κύρος ακριβώς που χρειαζόταν η σύγχρονη γραφή.
«Κάποιος που προκαλεί γέλιο μόνο στον εαυτό του είναι είτε ηλίθιος είτε πρωτοπόρος. Κάποιος που προκαλεί γέλιο σε μια ομάδα ανθρώπων είναι ένας κύριος που χαίρεσαι να προσκαλείς. Αλλά εκείνος που έχει την τύχη να προκαλεί γέλιο σε πολλούς ανθρώπους είναι ένας επαγγελματίας», έλεγε ο Γκοσινί για τη δουλειά του, το «πιο ευχάριστο επάγγελμα του κόσμου»!
Ο παγκοσμίως αναγνωρισμένος δημιουργός με το βιτριολικό και πολυεπίπεδο χιούμορ μπορεί πλέον να μας έχει αφήσει, αλλά το μικρό γαλατικό σύμπαν του συνεχίζει να αντιστέκεται απέναντι σε κάθε μορφής καταπίεση, ακόμα και στο ανηλεές πέρασμα του χρόνου. Και ακριβώς έτσι δηλαδή μένει στην Ιστορία και ο ίδιος ο δημιουργός.
Ο Αστερίξ έχει μεταφραστεί σε 15 γλώσσες και από την πρώτη εμφάνιση (1959) μέχρι σήμερα έχει πουλήσει περισσότερα από 18 εκατομμύρια αντίτυπα σε όλο τον πλανήτη. Μα τον Τουτάτις!
Πρώτα χρόνια
Ο Ρενέ Γκοσινί γεννιέται στις 14 Αυγούστου 1926 στο Παρίσι της Γαλλίας ως το μικρότερο από τα δυο παιδιά μιας οικογένειας πολωνών εμιγκρέδων εβραϊκής καταγωγής. Δύο χρόνια αργότερα όμως ο πατέρας, χημικός μηχανικός στο επάγγελμα, θα βρει δουλειά στο Μπουένος Άιρες της Αργεντινής, παίρνοντας μαζί τη φαμίλια του.
Εκεί θα περάσει την ήρεμη παιδική ηλικία του ο Ρενέ, με το πηγαίο του χιούμορ να κάνει από νωρίς την εκδήλωσή του, μια στρατηγική που χρησιμοποιούσε το νεαρό αγόρι για να κρύψει τη φυσική συστολή του, όπως θα δηλώσει αργότερα.
Σε ηλικία 17 ετών χάνει όμως τον πατέρα του και υποχρεώνεται να δουλέψει για να συμβάλει στο πενιχρό πια οικογενειακό εισόδημα. Αφού περάσει από μια σειρά δουλειές του ποδαριού, θα προσληφθεί το 1943 από διαφημιστική εταιρία ως μαθητευόμενος κειμενογράφος. Τα πήγαινε μάλιστα καλά στα νέα του καθήκοντα, αν και ήταν σαφές ότι δεν ήταν αυτή η κλίση του.
Το 1945 θα βρει την οικογένεια στις ΗΠΑ, όπου μετανάστευσαν για το όνειρο μιας καλύτερης ζωής που υποσχόταν τότε ο Νέος Κόσμος. Μόνο έτσι δεν ήταν όμως και σύντομα ο Γκοσινί, για να αποφύγει τη στράτευση στη νέα του πατρίδα, θα επιστρέψει στη Γαλλία, όπου θα κάνει τη θητεία του στον γαλλικό στρατό, υπηρετώντας μάλιστα ως επίσημος εικονογράφος του στρατεύματος, καθώς το χέρι του έπιανε και στο σκίτσο!
Στη Γαλλία δημοσίευσε το πρώτο του κόμικς, αν και πέρασε σχετικά απαρατήρητο. Κι έτσι επιστρέφοντας στις ΗΠΑ το 1947 προσπάθησε να ενταχθεί στο δυναμικό κάποιου στούντιο, ελπίζοντας πως η δουλειά του θα του άνοιγε τις πόρτες. Μόνο έτσι δεν ήταν όμως για άλλη μια φορά, εγκαινιάζοντας έτσι τη δυσκολότερη περίοδο της ζωής του: ήταν άνεργος, μόνος και παντελώς άγνωστος. Κερασάκι στην τούρτα, το εμφατικό «όχι» που του είπαν στην Ντίσνεϊ όταν πήγε να ζητήσει δουλειά.
Την επόμενη χρονιά ωστόσο η τύχη τού χαμογέλασε και προσλήφθηκε ως καρτουνίστας στο ανερχόμενο εργαστήριο των Harvey Kurtzman, Will Elder και John Severin, το οποίο θα εξέδιδε αργότερα ένα από τα πλέον περίφημα αμερικανικά περιοδικά της εποχής («MAD»). Τα πράγματα είχαν αρχίσει να πάνε ολοένα προς το καλύτερο: γνωρίστηκε με μια σειρά δημιουργών κόμικς, όπως τον σπουδαίο Μορίς ντε Μπεβέρ (γνωστός απλώς ως Μόρις), τον μετέπειτα σκιτσογράφο του αθάνατου Λούκι Λουκ, παρουσιάζοντας ταυτοχρόνως ιστορίες με τη δική του συγγραφική υπογραφή.
Καθοριστική στιγμή θα είναι το 1951, όταν θα επιστρέψει στη Γαλλία για να δουλέψει για λογαριασμό του πρακτορείου World Press, αναλαμβάνοντας διευθυντική θέση ως υπεύθυνος του δημιουργικού ατελιέ! Εκεί θα ξεκινήσει τη μακρά συνεργασία του με τον συνδημιουργό αργότερα του Αστερίξ, Αλμπέρ Ουντερζό, γράφοντας το σενάριο για το κόμικς «Junior», που έτρεξε από το 1954 ως το 1957.
Το συγγραφικό του ταλέντο, τόσο σε επίπεδο αφήγησης όσο και κωμικής φιλοσοφίας, δεν θα μπορούσε να περάσει απαρατήρητο και σύντομα θα γινόταν διάσημος στα πέρατα της οικουμένης…
Ο Λούκι Λουκ
Η βαθιά φιλία του Γκοσινί με τον Μόρις απέδωσε καρπούς το 1955, όταν ο σχεδιαστής κάλεσε τον συγγραφέα να συνεργαστούν στην έκδοση ενός φτωχού και μόνου καουμπόι! Ο Λούκι Λουκ παρουσιάζεται στο περιοδικό «Spirou» (τεύχος 906), με τις περιπέτειες του τιμωρού και της καλής του φοραδίτσας να σημειώνουν τεράστια επιτυχία από την πρώτη στιγμή!
Η συνεργασία τους κράτησε 22 ολόκληρα χρόνια (1955-1977), στη διάρκεια των οποίων ο Γκοσινί υπέγραψε 70 σενάρια, σηματοδοτώντας τη χρυσή εποχή του Λούκι Λουκ. Ο Μόρις έλεγε για τον μακροχρόνιο συνεργάτη του: «Υπήρξε ένας πολύ έξυπνος άνθρωπος … ο Γκοσινί είχε το χάρισμα να γράφει το σενάριο σε δύο διαφορετικά επίπεδα: το πρώτο ήταν για τα παιδιά, στο δεύτερο όμως έκλεινε το μάτι στην επικαιρότητα. Αυτό ήταν για τους ενήλικες. Πρόσφερε έτσι το μεγάλο πλεονέκτημα να μπορέσουμε να αυξήσουμε το κοινό των κόμικς»…
Μέχρι και σήμερα ο Λούκι Λουκ αποτελεί μια από τις δημοφιλέστερες σειρές κόμικς της υφηλίου, από κοινού με τον Αστερίξ και τον Τεν Τεν…
Ο Αστερίξ
Αφού δούλεψε για λογαριασμό του «Περιοδικού Τεν-Τεν» (1956), αφού γέννησε άλλον έναν σπουδαίο ήρωα, τον Μικρό Νικολά (1959 – υπογράφοντας με ψευδώνυμο ως Αγκοστίνι), που θα κυκλοφορούσε για τα επόμενα 10 χρόνια, ίδρυσε το 1959 με τον Ουντερζό και μια σειρά ακόμα από κομίστες το δικό τους εβδομαδιαίο περιοδικό, το φοβερό και τρομερό «Pilote».
Και ήταν ακριβώς εκεί που θα παρουσιαζόταν για πρώτη φορά στο κοινό ο σπουδαίος Αστερίξ ο Γαλάτης, το αρχέτυπο του γάλλου ήρωα (όπως τον ήθελαν τουλάχιστον οι δύο δημιουργοί του) στο πρώτο μάλιστα τεύχος του νέου περιοδικού. Το πρώτο τεύχος του Pilote κυκλοφόρησε στην αγορά στις 29 Οκτωβρίου 1959 και στη σελίδα Νο 20 οι αναγνώστες βρήκαν την παρθενική ιστορία του γαλάτη ήρωα.
Η επιτυχία ήταν το λιγότερο τρομακτική: το πειραματικό περιοδικό αναδημοσιεύτηκε μπόλικες φορές, αγγίζοντας τα 300.000 αντίτυπα! Ω, μα τον Τουτάτις, είναι τρελοί αυτοί οι Γαλάτες!
Ο Ιζνογκούντ
Ο πολυγραφότατος Γκοσινί γέννησε πολλές ακόμα ιστορίες, αν και δεν έμελλε να επιβιώσουν όλες ως τις μέρες μας. Παρά ταύτα, το γεγονός παρέμενε: ο σπουδαίος χιουμορίστας χάρισε σε κάθε του δουλειά μια τελείως διαφορετική προσωπικότητα στους ήρωές του, μία μόνο ένδειξη του πολυδιάστατου ταλέντου του.
Ο Αστερίξ βασιζόταν περισσότερο στα λογοπαίγνια, ο Λούκι Λουκ αναδείκνυε το χιούμορ του παραδοσιακού γουέστερν και ο Μικρός Νικολά, ένα έργο ιδιαίτερο στην καλλιτεχνική διαδρομή του Γκοσινί, σχολίαζε με αφοπλιστική αμεσότητα την παιδική καθημερινότητά του.
Τελευταίος μεγάλος σταθμός του παραγωγικότατου Γκοσινί, ο σκοτεινός βεζίρης που θέλει να γίνει χαλίφης στη θέση του χαλίφη! Ο Ιζνογκούντ παρουσιάζεται επίσης στο σπουδαίο περιοδικό των Γκοσινί και Ουντερζό «Pilote», φέρνοντας την πένα του συγγραφέα στην αρχαία Περσία των Αραβικών Νυχτών…
Τελευταία χρόνια
Ο συγγραφέας Γκοσινί και ο σκιτσογράφος Ουντερζό, με τον τελευταίο να λατρεύει μάλιστα τόσο πολύ τον Αστερίξ τους που να εγκαταλείπει σταδιακά όλα τα άλλα projects του για χάρη του τρελού Γαλάτη, ίδρυσαν το 1977 ένα κινηματογραφικό στούντιο καρτούν (Studio Idefix). Ήταν πια στην κορυφή των ευρωπαϊκών κόμικς και από το περιοδικό τους ξεπήδησε όλη η μετέπειτα γενιά των νέων δημιουργών, αποτελώντας πραγματική σχολή για μια ολόκληρη δημιουργική περίοδο.
Τέτοια ήταν η επιτυχία του περιοδικού που μεγάλωσε γενιές και γενιές μικρότερων και μεγαλύτερων παιδιών που όταν διέκοψε την έκδοσή του για τρεις εβδομάδες τον Μάιο του 1968, στη Γαλλία αναστατώθηκαν οι πάντες!
Και ήταν ακριβώς στο απόγειο της ακμής του που θα χτυπούσε η συμφορά. Έχοντας ήδη μικροπροβλήματα με την καρδιά του, ο Γκοσινί υποβάλλεται σε τεστ κοπώσεως στις 5 Νοεμβρίου 1977 και πεθαίνει κατά τη διάρκεια του τσεκ-απ από οξύ καρδιακό επεισόδιο. Ήταν μόλις 51 ετών και στο αποκορύφωμα της δημιουργικότητάς του.
Μετά τον θάνατό του άρχισαν σφοδρές δικαστικές διαμάχες για τα δικαιώματα των ηρώων του, με τον παντοτινό του συνεργάτη και καρδιακό του φίλο Αλμπέρ Ουντερζό να κερδίζει πολλές για λογαριασμό του εκλιπόντος. Τα δικαιώματα του συγγραφέα διαχειρίζεται σήμερα η κόρη του Άννα, πάντα σε συνεργασία με τον σκιτσογράφο: ο Γκοσινί παντρεύτηκε το 1967 μια κατά 18 χρόνια νεότερή του κοπέλα, με την οποία απέκτησαν μια κόρη.
Και βέβαια ο επίλογος της ζωής του σπουδαίου κομίστα δεν θα μπορούσε να μην έχει τη σφραγίδα του απαράμιλλου χιούμορ του: λίγες εβδομάδες πριν από τον θάνατό του, ο γιατρός τού συνταγογράφησε χάπια, διευκρινίζοντας ότι έπρεπε να παίρνει ένα την ημέρα μέχρι το τέλος της ζωής του. Και ο Γκοσινί τον ρώτησε τότε γελώντας: «Φαντάζομαι γιατρέ ότι μπορώ τότε να αγοράσω δύο κουτιά, ε;»…
Δείτε όλα τα πρόσωπα που φιλοξενούνται στη στήλη «Πορτραίτα» του newsbeast.gr