Η στιλπνή και λαμπερή ασπρόμαυρη εικόνα της χρυσής εποχής του ελληνικού σινεμά είχε όνομα και δεν ήταν άλλο από του αξέχαστου κινηματογραφάνθρωπου Ντίντη, όπως τον ήξεραν όλοι. Σκηνοθέτης του σινεμά, μοντέρ, σεναριογράφος και πολλά ακόμα, ο Καρύδης-Φουκς δεν θα γινόταν πουθενά γνωστότερος παρά από την υπέροχη δουλειά και την αναντίρρητη συνεισφορά του στη διεύθυνση φωτογραφίας. Η ελληνική αστική ηθογραφία δεν θα ήταν κατά κανέναν τρόπο η ίδια χωρίς τον μεγάλο Ντίντη στο τιμόνι της φωτογραφίας! Σπουδαγμένος στο εξωτερικό και μαέστρος της εικόνας, έφερε στην περιχαρακωμένη κινηματογραφία της χώρας μας τον κοσμοπολίτικο αέρα που τόσο χρειαζόταν. Στην απίστευτη σε έκταση και εύρος καριέρα του πρόλαβε εξάλλου να κρατήσει τη θέση του διευθυντή φωτογραφίας σε περισσότερες από 50 ταινίες, αφήνοντας τη χαρακτηριστική του σφραγίδα σε όσα βλέπουμε εντός οθόνης. Γιατί ο διευθυντής φωτογραφίας είναι μια σπουδαία καλλιτεχνική θέση στο κινηματογραφικό συνεργείο, πίσω μόνο από αυτή του σκηνοθέτη. Τα εξασκημένα μάλιστα μάτια μπορούν να διακρίνουν τις υπογραφές του στον φωτισμό και το συνολικό οπτικό αποτέλεσμα του φιλμ. Ένας auteur του ασπρόμαυρου σινεμά ήταν ο Ντίντης και τη δουλειά του μπορούμε ευτυχώς να τη θαυμάζουμε ακόμα σε ταινίες-σταθμούς του εγχώριου σινεμά, όπως η «Νεκρή πολιτεία» (1951), η «Ωραία των Αθηνών» (1954), το «Έγκλημα στο Κολωνάκι» (1959), η «Σωφερίνα» (1964) και τόσες ακόμα. Ως ξεχωριστή φυσιογνωμία του σελιλόιντ και αναμφίβολα ως ένας από τους πλέον πολυπράγμονες επαγγελματίες του κινηματογράφου της εποχής, ο Καρύδης διακρινόταν για την αισθητική του και ήταν διατεθειμένος να φτάσει πολύ μακριά για να επιβάλει το όραμά του στα φιλμ που συνεργαζόταν. Η αξία του στον διψασμένο για ταλέντα και καλούς επαγγελματίες ελληνικό κινηματογράφο αναγνωρίστηκε αμέσως, κι έτσι έζησε μια ανεπανάληπτη διαδρομή με δεκάδες ταινίες, βραβεία και επαίνους. Ήταν άλλωστε ένας άνθρωπος-ορχήστρα που η διεύθυνση φωτογραφίας ήταν μία μόνο από τις ασχολίες του, αν και η πιο σοβαρή. Ήξερε απ’ όλα, από σκηνοθεσία, φωτισμό και μοντάζ, έδινε λύσεις σε όλα, ήταν ιδανικός συνεργάτης και νοιαζόταν απόλυτα για το τελικό αποτέλεσμα, βάζοντας ψυχή και καρδιά στα φιλμ. Και βέβαια ως μεγάλη προσωπικότητα που ήταν είχε τον τρόπο του να καίει καρδιές. Ζώντας έναν μεγάλο έρωτα και έναν γάμο με τη Μάρω Κοντού, η οποία σφράγισε το πώς τον θυμούνται οι νεότεροι σήμερα με τις αποκαλύψεις της για την προσωπική τους ζωή. «Η Βουγιουκλάκη τα είχε με τον άντρα μου», είπε σε σχετικά πρόσφατη τηλεοπτική της συνέντευξη η μεγάλη μας ηθοποιός, επιβεβαιώνοντας φήμες δεκαετιών που ήθελαν την Αλίκη να αποτελεί πέτρα του σκανδάλου. Ο Ντίντης γνώρισε την Αλίκη στα γυρίσματα άλλης μιας ταινίας του, όταν ο γάμος του με την Κοντού ήταν ουσιαστικά παρελθόν. Το έλεγαν για χρόνια τα καλλιτεχνικά πηγαδάκια, σαν κοινό μυστικό, αν και η Κοντού, που πήρε διαζύγιο από τον Ντίντη το 1962, το είχε δηλώσει χωρίς περιστροφές στο περιοδικό «Ταχυδρόμος» το 1967: «Παρόλο που η Αλίκη είναι πάρα πολύ γοητευτική γυναίκα, εγώ δεν θα τη θεωρούσα ποτέ επικίνδυνη. Και σημειώστε αυτό που θα σας πω: αν εγώ θέλω να κρατήσω έναν άντρα, είμαι απολύτως σίγουρη ότι δεν πρόκειται να μου τον πάρει καμία άλλη. Επομένως, αν μου τύχει να μου έχει πάρει μια γυναίκα έναν άντρα, θα πει ότι εγώ τον άφησα πρώτη». Όσο για την ίδια τη Βουγιουκλάκη, είχε εξομολογηθεί τον Ιανουάριο του 1965 στο περιοδικό «Αθηναία», λίγο πριν παντρευτεί τον Παπαμιχαήλ: «Τρεις δεσμούς είχα στη ζωή μου: τον Πλωρίτη, τον άλλον γνωστό δεσμό και τον Καρύδη που δεν τον αγαπούσα». Μιλούσε για τον σπουδαίο διευθυντή φωτογραφίας και αλλοτινό σύζυγο της Μάρως Κοντού…
Πρώτα χρόνια
Ταυτόχρονα, ο Ντίντης επιμελείται και τις κωμωδίες της «Αθηναϊκής Σχολής», από τον «Γρουσούζη» (1952) και το «Σωφεράκι» (1953) μέχρι την «Ωραία των Αθηνών» (1954) και τον «Ζηλιαρόγατο» (1956). Το δικό του άγγιγμα έλαβε και ο υπέροχος «Δρόμος με τις ακακίες» (1954), αλλά και δεκάδες ακόμα ταινίες της χρυσής εποχής του ελληνικού σινεμά. Αναφέρουμε ενδεικτικά τα φιλμ «Οι ουρανοί είναι δικοί μας» (1953), «Χαρούμενο ξεκίνημα» (1954), «Ούτε γάτα ούτε ζημιά» (1955), «Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο» (1955), «Η λίμνη των στεναγμών» (1959), «Ο Θύμιος τα ’κανε θάλασσα» (1959), «Στουρνάρα 288» (1959), «Φτωχαδάκια και λεφτάδες» (1961), «Χτυποκάρδια στο θρανίο» (1963), «Γάμος αλά ελληνικά» (1964), «Η Αθήνα μετά τα μεσάνυχτα» (1968), «Τρικυμία μιας καρδιάς» (1969) και δεκάδες ακόμα εμπορικές και καλλιτεχνικές επιτυχίες.
Το 1960 ο Καρύδης-Φουκς θα συνεργαστεί με τον Αλέκο Αλεξανδράκη στη σκηνοθεσία του «Θριάμβου», ένα δράμα με πρωταγωνιστές τον ίδιο τον Αλεξανδράκη και τον Μάνο Κατράκη, το οποίο δεν γνώρισε ωστόσο την εισπρακτική επιτυχία.
Πλάι σε όλα, ο Φουκς ήταν και τρομερός μοντέρ, κρατώντας κι αυτό τον ρόλο σε επίσης δεκάδες φιλμ. Είπαμε, ήταν άνθρωπος-ορχήστρα για το ελληνικό σινεμά, σκηνοθετώντας ντοκιμαντέρ αλλά και πλήθος διαφημιστικών. Παρά το γεγονός ότι η καταιγιστική κινηματογραφική του δράση κοπάζει στις αρχές της δεκαετίας του 1970, όταν είναι πια ζωντανός θρύλος της φωτογραφίας, παραμένει ενεργός και στις επόμενες δεκαετίες, ως εξαίρετος μοντέρ πια. Ξεχωρίζει ίσως η ιδιαίτερη ματιά του στο «Προσοχή, κίνδυνος» (1983) του Γιώργου Σταμπουλόπουλου, αλλά και το υπέροχο μοντάζ του στο μεταδικτατορικό ντοκιμαντέρ του Νίκου Κούνδουρου «Τα τραγούδια της φωτιάς» (1975). Στη δεκαετία του 1980 καταπιάστηκε και με την τηλεόραση, πάλι ως διευθυντής φωτογραφίας, αν και πλέον θα στραφεί σε κάτι καινούριο. Τώρα είναι διευθυντής στο πολύπαθο αργότερα Θεατρικό Μουσείο (Κέντρο Μελέτης και Έρευνας Ελληνικού Θεάτρου), μια θέση που κράτησε επί σειρά ετών και τίμησε με τη δράση του, καθώς ήταν ασίγαστος και καθόλου παροπλισμένος.
Προσωπική ζωή