Από ταξιτζής, εστιάτορας και δημόσιος υπάλληλος (κοτζάμ διευθυντής του ΟΤΕ) μέχρι δικηγόρος, γιατρός ή βιομήχανος και εφοπλιστής, δεν είναι και πολλοί οι ρόλοι που δεν έχει ενσαρκώσει στο πανί ή το γυαλί ο ασίγαστος χιώτης ηθοποιός. Ο οποίος, περιττό να αναφερθεί, έζησε δύο υποκριτικές καριέρες, μία «σοβαρή» στον ελληνικό κινηματογράφο και μία «ανάλαφρη» στη μαγνητοταινία του βίντεο. Υπήρχαν άλλωστε εποχές που τον ήξεραν όλοι οι βιντεοκλαμπάδες της γειτονιάς και σου πρότειναν μάλιστα βιντεοκασέτες που έπαιρνε μέρος ως προστιθέμενη αξία της ταινίας! Και μπορεί ως όνομα να διαφεύγει από πολλούς, ως πρόσωπο όμως λέει πολλά σε όλους. Ο θρυλικός «Κουδούνας» με αυτό το «βοτσαλάκι, βοτσαλάκι, γιόμισε η αμμουδιά, το μεράκι, το μεράκι, μού ’χει κάψει την καρδιά» έπαιξε σε περισσότερες ταινίες από όσο ένας άνθρωπος θα μπορούσε να θυμάται (ή να απαριθμήσει), καθώς το ιδιαίτερο παρουσιαστικό του και ο τρόπος που τα ’λεγε άρεσαν σε πολλούς. Ποιος να τον ξεχάσει ως τον ζάπλουτο πατέρα του Τάμπη (Σωτήρης Τζεβελέκος) στο «Ρόδα, Τσάντα και Κοπάνα 2» να λέει τα δικά του προτού υποσχεθεί να χαρίσει από μια χιλιάρα μηχανή στην ανεκδιήγητη παρέα αν τα πήγαιναν καλά στις εξετάσεις; Η περίπτωση Ζαρταλούδη είναι κάπως ιδιαίτερη, καθώς μπορεί να έμεινε γνωστός για τη σωρεία δεύτερων ρόλων που ερμήνευσε μαζικά σε οκάδες βιντεοκασέτες, εκείνος ωστόσο είχε να επιδείξει μέχρι τότε μια αξιοσημείωτη καριέρα στον ελληνικό κινηματογράφο και το θέατρο. Παρά το γεγονός ότι δεν περιλαμβανόταν ποτέ στην αφρόκρεμα της κινηματογραφίας, ήταν ένας αξιοπρεπέστατος ηθοποιός που είχε αυτό το κάτι που έψαχναν οι σκηνοθέτες. Κι έτσι ξεκίνησε την περιπέτειά του στο ελληνικό πανί ήδη από το 1965 και «Το πρόσωπο της ημέρας», για να παίξει μετά σε ένα σωρό ταινίες της λεγόμενης χρυσής εποχής του ελληνικού σινεμά, από το «Πατέρα κάτσε φρόνιμα» (1967), τον «Καπετάν φάντη μπαστούνι» (1968) και τον «Γίγα της Κυψέλης» (1968) μέχρι τις ταινίες του διδύμου Βουγιουκλάκη-Παπαμιχαήλ αλλά και δίπλα στον Βέγγο, τον Κωνσταντάρα, τον Ρίζο, τον Γκιωνάκη και όλους λίγο πολύ τους μεγάλους. Εξίσου μακρά ήταν και η καριέρα του στην τηλεόραση, παραμένοντας αναπόσπαστο μέλος της περιπέτειας του νέου μέσου. Οι παλιότεροι τον θυμούνται να παίζει από τη «Μαντάμ Σουσού» μέχρι και τον υπενωμοτάρχη στην αριστουργηματική ασπρόμαυρη σειρά «Γαλήνη». Ο Ζαρταλούδης θα έβρισκε ωστόσο την πλατιά αναγνώριση από τις αμέτρητες κυριολεκτικά βιντεοταινίες όπου πήρε μέρος, περνώντας στην κινηματογραφική ιστορία του τόπου μας ως ένας καλτ ηθοποιός της μεγάλης αρπαχτής που είπαν βιντεοκασέτα. Μόνο που αυτός ό,τι έκανε, το έκανε πάντα σοβαρά και χωρίς να υποτιμά τη δουλειά του. Όποια κι αν ήταν αυτή…
Πρώτα χρόνια
Υποκριτική καριέρα
Από το 1983 και μετά, όταν ο ελληνικός κινηματογράφος είπε να αλαφρύνει το ρεπερτόριό του, ο Ζαρταλούδης πέρασε χωρίς πρόβλημα στα νέα ήθη της κινηματογραφίας μας. Τώρα έπαιζε με άνεση σε ταινίες που έμοιαζαν με βιντεοκασέτες, μόνο που γυρίζονταν σε φιλμ και παίζονταν στις σκοτεινές αίθουσες: «Γύφτικη κομπανία» (1983), «Ρόδα, τσάντα και κοπάνα No 2» (1983), «Αν ήταν το βιολί πουλί» (1984), «Λαλάκης ο εισαγόμενος» (1984), «Ράκος Νο 14» (1985), «Γέλιο με δόσεις» (1985), «Κλεφτρόνι και τζέντλεμαν» (1986) και δεν συμμαζεύεται.
Το 1986 έπαιξε στο «Επάγγελμα γυναίκα», το 1987 στο «Made in Greece» του Χάρρυ Κλυνν και σε μερικές ακόμα κινηματογραφικές ταινίες. Η δεκαετία του 1980 χαρακτηρίστηκε όμως από τα νέα ήθη της βιντεοκασέτας, ένα είδος που υπηρέτησε ο Ζαρταλούδης με την ίδια αφοσίωση και ενέργεια, ξεπηδώντας τώρα καλτ ηθοποιός για τη νέα γενιά τηλεθεατών!
Του αποδίδονται καμιά 150αρια τίτλοι, ένας τεράστιος πραγματικά αριθμός ταινιών που ούτε ο ίδιος δεν μπορούσε να θυμηθεί αν έχει παίξει! Αναφέρουμε εντελώς αποσπασματικά τις γνωστότερες: «Με το ζόρι τρελός» (1984), «Πρώτη νύχτα γάμου» (1985), «Ο ιππότης της λιγούρας» (1985), «Η γυναικάρα με τα πράσινα» (1985), «Πόντιος είμαι αλλά κάνω θεραπεία» (1985), «Ο γυφτοαριστοκράτης» (1986), «Ο άνθρωπος από το Τσέρνομπιλ» (1986), «Λάκης ο σουξές» (1987), «Άμεση δράση παπάδων» (1987), «Ο τρελός, ο ερωτιάρης και η βόμβα» (1987) και άπειρες ακόμα…
Ο Ζαρταλούδης συνεργάστηκε στενά αυτή την περίοδο με τον Μιχάλη Μόσιο, τον Στάθη Ψάλτη, τον Σωτήρη Μουστάκα, τον Κώστα Τσάκωνα και τα άλλα ηχηρά χαρτιά της βιντεοκασέτας. Η ξέφρενη κούρσα του στο βίντεο συνεχίστηκε με την ίδια δυναμικότητα ως τα τέλη της δεκαετίας, με τουλάχιστον 30 τίτλους τη χρονιά από το 1985-1989!
Αν πρέπει να το πούμε, πήρε μέρος σε όλες τις μεγάλες στιγμές της ύστερης εποχής της βιντεοκασέτας, από τη «Μεγάλη απόφραξη» (1988), τον «Μπάτσο με τσαρούχια» (1988), το «Μας φάγανε οι τρέλες στις Σεϋχέλλες» (1988) μέχρι τον «Γεροντοκαψούρη» (1989), το «Μια Ρένα χωρίς φρένα» (1989), τον «Τελευταίο τίμιο Ρωμιό» (1989), τους «Άγαμους και θύτες» (1990) και την «Αλήτισσα» (1990), την τελευταία του βιντεοταινία.
Το 1992 έκανε ένα πέρασμα ως ταξιτζής στην παρωδία της αθηναϊκής καθημερινότητας του Μιχάλη Κακογιάννη «Πάνω, κάτω και πλαγίως». Άλλη μια εμφάνιση θα κάνει, τιμής ένεκεν, ως ιδιοκτήτης εστιατορίου στο αισθηματικό φιλμ του Κορδέλλα «Αριάδνη» το 2002.
Εξίσου εκτεταμένη ήταν και η πορεία του στις ελληνικές τηλεοπτικές σειρές. Ξεκινώντας από την περιβόητη «Γαλήνη» του 1976 (ΕΡΤ), όπου παίζει τον αμίμητο υπενωμοτάρχη, και το «Εκείνες κι εγώ» της ίδιας χρονιάς (ΥΕΝΕΔ), πήρε μέρος -μεταξύ άλλων- στα «Όλα του γάμου δύσκολα» (1981 – ΕΡΤ), «Όταν ήμουν δάσκαλος» (1983 – ΕΤ1), «Ένα αστέρι γεννιέται» (1990 – MEGA), «Δεν είμαστε καλά» (1992 – ΑΝΤ1), «Εκείνες και εγώ» (1996 – ΑΝΤ1) και «Εν Ιορδάνη» (2002 – STAR). Τελευταία του σειρά, η «Νταντά» του 2003 (MEGA). Θρυλικές έχουν μείνει ακόμα και οι διαφημίσεις που έκανε, καθώς στην πορεία έγινε κι αυτός ένα από τα καλτ φαινόμενα της περιόδου.
Ο Αλέκος Ζαρταλούδης έφυγε από τον κόσμο στις 7 Φεβρουαρίου 2007… Δείτε όλα τα πρόσωπα που φιλοξενούνται στη στήλη «Πορτραίτα» του newsbeast.gr