Λέγεται συχνά πως το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα χωρίζεται σε δύο περιόδους: πριν και μετά τον Αμαντέο Τζιανίνι. Πριν από την έλευσή του στον επιχειρηματικό κόσμο, οι τράπεζες της Wall Street ήταν εν πολλοίς κλειστές στον λαό, παραμένοντας ορόσημα της οικονομικής ελίτ. Ένας καθημερινός άνθρωπος δεν μπορούσε να μπει σε ένα υποκατάστημα και να ανοίξει έναν λογαριασμό με τον ίδιο τρόπο που δεν μπορούσε κάποιος να εισβάλει στα Ανάκτορα του Μπάκιγχαμ και να χρησιμοποιήσει τις βασιλικές τουαλέτες! Αυτό θα άλλαζε μόνο από τις προσπάθειες και τη νέα ηθική ενός ανθρώπου, του Τζιανίνι, ο οποίος το έβαλε σκοπό ζωής να παλέψει για τον μεροκαματιάρη και τον μεσοαστό, δίνοντας τα πρώτα δάνεια στη μεσαία τάξη, γεγονός ανήκουστο στο αριστοκρατικό σύστημα της εποχής. Η τράπεζά του, Τράπεζα της Ιταλίας (που θα γινόταν αργότερα η Τράπεζα της Αμερικής), εκτροχιάστηκε όμως όταν βγήκε ο Τζιανίνι στη σύνταξη, καθώς η Wall Street έπαιρνε την εκδίκησή της. Το διοικητικό συμβούλιο έφερε έναν μεγαλοχρηματιστή του κεφαλαίου για να αντικαταστήσει τον Τζιανίνι, που έβαλε σκοπό να λεηλατήσει την τράπεζα ξεθεμελιώνοντας το δίκτυό της και πουλώντας το φτηνά στα φιλαράκια του. Τι έκανε ο Τζιανίνι όταν είδε το έργο της ζωής του να γίνεται βορά στα αρπακτικά του χρηματοπιστωτικού συστήματος; Επανήλθε άρον άρον στην ενεργό δράση και κέρδισε τη νομική μάχη που του επέτρεψε να ξαναπάρει τα ηνία της τράπεζάς του. Κι έτσι δεν σταμάτησε ποτέ να κυβερνά την τράπεζά του μέχρι και τη στιγμή του θανάτου του, το 1949, αλλάζοντας το πρόσωπο της Αμερικής. Πλέον μνημονεύεται όχι μόνο ως το αουτσάιντερ που τα έβαλε με τους ισχυρούς της Wall Street και τους κέρδισε κατά κράτος, αλλά κυρίως ως ο άνθρωπος που εκδημοκράτισε το τραπεζικό σύστημα, ανοίγοντάς το στον απλό άνθρωπο. Ήταν μέσω των δανείων και της δίκαιης οικονομικής πολιτικής του που έκανε την Καλιφόρνια μια από τις πιο ανθηρές οικονομίες του κόσμου, η οποία στήθηκε πάνω στη χρηματοδότηση και την πίστωση που έδινε ο Τζιανίνι στους πελάτες του…
Πρώτα χρόνια
Ο «καλός τραπεζίτης» της Αμερικής
Συνταξιοδότηση, ή πάλι και όχι