Είναι πρωί. Ο Γκουσγκούνης έχει μόλις ξυπνήσει και έχει απιθώσει την «πραμάτεια» του πάνω στο καλοριφέρ. Η ερωτική του παρτενέρ τον πετυχαίνει πάνω στο ζέσταμα: «Τι κάνεις εκεί;», τον ρωτά για να πάρει την αποστομωτική απάντηση: «Ζεσταίνω το πρωινό σου»! Με κάτι τέτοιες σπαρταριστές και εν πολλοίς αυτοσχεδιαστικές ατάκες έγινε βασιλιάς του «ροζ» σινεμά ο Κώστας Γκουσγκούνης, ατάκες που πέρασαν εξάλλου στην καθομιλούμενη και δεν βγήκαν ποτέ από τα στόματά μας. Κάτι «σκύψε ευλογημένη», κάτι «βάστα τοίχο» και τέτοια υπέροχα δηλαδή… Γνωστός με τα κωδικά ονόματα «Μεγάλος», «Αφεντικό», «Αρχηγός», «Δάσκαλος», «Μάστορας» καθώς και το αμίμητο «Άξιος», ο λαρισαίος φωτογράφος και κινηματογραφικός κομπάρσος έγινε μύθος των ερωτικών ταινιών για μια εικοσαετία σχεδόν (1965-1984), αφήνοντας τη δική του εποχή στο περιθώριο του καθωσπρεπισμού και της σεμνοτυφίας. Τον Γκουσγκούνη τον ήξεραν όλοι, έστω και μέσα από την κλειδαρότρυπα, καθώς εκεί στα σπάργανα του ερωτικού μας κινηματογράφου παραήταν ταμπού η δημόσια παραδοχή της παρακολούθησής του. Η ελληνική βιοτεχνία του πορνό γεννιέται στο παρασκήνιο της εθνικής μας κινηματογραφίας και σύντομα θα ξεπηδήσουν οι πρώτοι αστέρες της. Την ώρα που φτιάχνεται μια ολόκληρη συντεχνία από τεχνικούς, σεναριογράφους, παραγωγούς και σκηνοθέτες και μια σειρά από σκοτεινές αίθουσες αρχίζουν δειλά δειλά να ειδικεύονται στην προβολή ταινιών που φέρουν την ένδειξη «αυστηρώς ακατάλληλον», ο Γκουσγκούνης ξεπηδά λαϊκός ήρωας αλλά και μοχλός κοινωνικής αλλαγής των ηθών. Οι περισσότερες ταινίες διαθέτουν μάλιστα δύο εκδόσεις: μια «μαλακή» για την εγχώρια αγορά και μια «σκληρή» (με ένθετες σκηνές σκληρού πορνό, τις λεγόμενες «τσόντες») για το διεθνές κοινό, κι έτσι ο Γκουσγκούνης θα γίνει γνωστός και στις δυο πλευρές του φάσματος. Την ώρα που αφήνει τη δική του εποχή όχι μόνο για τις σεξουαλικές του επιδόσεις στη μεγάλη οθόνη, αλλά κυρίως για τις κλασικές πια ατάκες του («έτσι, βεντούζα, βεντούζα»!), ο εθνικός μας πορνοστάρ ήταν πάντα πολλά περισσότερα από γερές δόσεις τεστοστερόνης και ισάριθμες ποσότητες χιούμορ. Αν πρέπει να το πούμε, το κινηματογραφικό του ντεμπούτο στο πανί δεν ήταν στην πορνογραφία, αλλά στην αισθηματική «Αγνή του λιμανιού» (1952) με τον Αλέκο Αλεξανδράκη και τον Νίκο Ρίζο (και στη μουσική ο ίδιος ο Μάνος Χατζιδάκης). Ό,τι ακολούθησε μέχρι τη στροφή της καριέρας του και τη γέννηση του καλτ συμβόλου ανήκει αναγκαστικά τόσο στην ποπ ιστορία του τόπου μας όσο και την ίδια την ιστορία του ερωτικού κινηματογράφου. Γιατί από τις αρχές της δεκαετίας του 1970 μέχρι και τα μέσα του 1980, ο Λαρισαίος έκανε τη μεγάλη ανατροπή, γράφοντας ουσιαστικά τους κανόνες του παιχνιδιού που ίσχυαν στον ελληνικό ερωτικό ελληνικό κινηματογράφο και κερδίζοντας την απόλυτη υστεροφημία σε έναν χώρο που θα το περίμενες λιγότερο. Ο Κώστας Γκουσγκούνης έπαιζε σε ερωτικές, αισθηματικές και πορνογραφικές ταινίες με μηδαμινό προϋπολογισμό χωρίς να πουλά ποτέ βεντετιλίκια. Γι’ αυτό και διεκδίκησε και πήρε τελικά μια θέση στη λαϊκή τέχνη αλλά και το καλτ στερέωμα του τόπου μας…
Πρώτα χρόνια
Βασιλιάς του πορνογραφικού κινηματογράφου
Ο Γκουσγκούνης ήταν πάντα ένας λαϊκός ήρωας, μια αυθεντική καλτ προσωπικότητα αγαπητή σε όλους. Ο ίδιος βέβαια, παρά την αποθέωση που γνώριζε σε κάθε δημόσια εμφάνιση, προτιμούσε να αποτραβιέται από τα φώτα των προβολέων, ζώντας διακριτικά και αθέατα την προσωπική του ζωή. «Δεν ζω χωρίς σεξ, με αναζωογονεί», έλεγε απλώς φουντώνοντας τον μύθο του. Η φήμη του προηγούνταν βέβαια και είχε τις σπαρταριστές ατάκες που εκστόμιζε αβίαστα παρακαταθήκη, ως το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα της ελληνικής τσόντας της εποχής…
Τελευταία χρόνια
Το 1997 τον ανακάλυψε εκ νέου ο Νίκος Τριανταφυλλίδης για την τηλεταινία του «Το παλτό», δίνοντάς του και μια εμφάνιση στο «Μαύρο Γάλα» το 1999, σε έναν ρόλο που είχε σφραγίσει με την ιδιότυπη μαεστρία του: τον αστυνομικό! Ο Τριανταφυλλίδης τον ανέσυρε από τη λήθη μέσω του 1ου Φεστιβάλ Cult Ελληνικού Κινηματογράφου το 2003, χαρίζοντάς του τιμητικές διακρίσεις και βραβεία τόσο στο 3ο Φεστιβάλ το 2005 όσο στο 8ο το 2010.