Απείθαρχος, παθιασμένος, ερωτιάρης και αγαπησιάρης, ο αμερικανο-μεξικανός ηθοποιός διατηρούσε όλα εκείνα τα στοιχεία που αποδίδονται στερεοτυπικά στην ελληνική ψυχή. Και βέβαια παρά τα δύο Όσκαρ Β’ Ανδρικού για το «Viva Zapata» του 1952 και την ενσάρκωση του ζωγράφου Πολ Γκογκέν στο «Lust for Life» του 1956, ο Κουίν ταυτίστηκε στις συνειδήσεις του παγκόσμιου κοινού με τον «Ζορμπά τον Έλληνα» (1964), για τον οποίο έλαβε άλλη μια υποψηφιότητα για Όσκαρ. Ο κινηματογραφικός Έλληνας έζησε μια γεμάτη ζωή, σπαρμένη από έρωτες και πάθη, με πέντε γάμους και 13 παιδιά στο ενεργητικό του, μετακομίζοντας από τη φτώχεια του Μεξικού στην παγκόσμια δόξα. «Το αστείο είναι ότι ένας από τους πιο αγαπημένους μου ρόλους σε όλες τις ταινίες που έπαιξα ήταν ο Ζορμπάς ο Έλληνας. Και νομίζω πως έγινα κάπως σαν τον Ζορμπά από τη στιγμή που τον έπαιξα», συνήθιζε να λέει. Γεννημένος στην Τσιουάουα από γονείς επαναστάτες (συντρόφους του Πάντσο Βίλα), ο νεαρός Κουίν κατέφτασε νεογέννητο στις ΗΠΑ με τους κυνηγημένους από το καθεστώς γονείς του για να γίνει χρόνια αργότερα ένα από τα παγκόσμια είδωλα της κινηματογραφικής βιομηχανίας, ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα πρόσωπα του σινεμά. Καρδιοκατακτητής μεγάλος και ένας άνθρωπος που κινούνταν από το δημιουργικό και συχνά καταστροφικό του πάθος (και τα πάθη του), έδωσε όταν έκλεισε τα 80 του τη συμβουλή-απόσταγμα της ζωής του: «Μην πίνεις, μην καπνίζεις και μη συνδέεσαι με γυναίκες που σου μοιάζουν»! Όσο για το πώς τα έφερνε πέρα με τόσες γυναίκες που πέρασαν από τη ζωή του, το μεγάλο μυστικό το είχε κληρονομιά από τον πατέρα του: «Ο μόνος τρόπος να παλέψεις με μια γυναίκα είναι να πάρεις το καπελάκι σου και να τρέξεις». Μια συμβουλή σαφώς πολύτιμη από έναν άνθρωπο που απέκτησε ένα τσούρμο παιδιά εκτός γάμου, παντρεύτηκε και χώρισε τόσες φορές και απόλαυσε τη ζωή μέχρι το μεδούλι της! Αφού έπαιξε και μια σειρά από μνημειώδεις ρόλους σε κλασικά πια φιλμ, όπως ο «Λόρενς της Αραβίας» και τα «Κανόνια του Ναβαρόνε», αλλά και το αριστούργημα του Φελίνι «Ο Δρόμος», για να αναφέρουμε μερικά μόνο, ο Κουίν πέρασε στην κινηματογραφική αθανασία ως ένα από τα πιο αγαπημένα πρόσωπα της μεγάλης οθόνης…
Πρώτα χρόνια
Ο Αντόνιο Ροντόλφο Κουίν γεννιέται στις 21 Απριλίου 1915 στην Τσιουάουα του Μεξικού μέσα σε οικογένεια μεξικανών επαναστατών. Οι νεαρότατοι γονείς του πολεμούσαν στο πλευρό του Πάντσο Βίλα κατά τη διάρκεια της Μεξικανικής Επανάστασης και είχαν το νεογέννητο παραμάσχαλα. «Να είσαι όμως Μεξικανός με το όνομα Κουίν, δεν ήταν καλό», σημειώνει ο ίδιος στην αυτοβιογραφία του, «αν το όνομά σου δεν είναι Γκονζάλες ή Μοντόγια, τότε δεν σε αναγνωρίζουν ως Μεξικάνο». Κι έτσι φοβούμενοι για τις ζωές τους από τις κυβερνητικές δυνάμεις, ο ιρλανδο-μεξικανός πατέρας και η γηγενής μεξικάνα μητέρα εγκαταλείπουν τη χώρα με το μωρό στην αγκαλιά, μετακομίζοντας αρχικά στο Ελ Πάσο του Τέξας και από κει λίγα χρόνια αργότερα στις εξαθλιωμένες ανατολικές παρυφές του ηλιόλουστου Λος Άντζελες. Παρά το γεγονός ότι η φαμίλια εγκαταστάθηκε στη μεξικανική συνοικία και ζούσε πάντα με τον παραδοσιακό τρόπο ζωής των μεταναστών, η διπλή ταυτότητά του ως Μεξικάνος και Ιρλανδός άφησε το χνάρι στη ζωή του μικρού. «Αυτός ήταν δύσκολος καιρός, ήδη από την αρχή της ζωής μου», είπε σε συνέντευξή του το 1981, «με ένα όνομα σαν το Κουίν, δεν με αποδεχόταν η μεξικανική κοινότητα και ως Μεξικανός, δεν ήμουν αρεστός στους Αμερικανούς. Κι έτσι αποφάσισα ως παιδί πως οι καταγωγές ήταν κατάρα. Έγινα λοιπόν πολίτης του κόσμου. Κι αυτό ακριβώς έκανα. Η υποκριτική έγινε η εθνικότητά μου». Γι’ αυτό έπαιζε ίσως με την ίδια ευκολία και πειστικότητα ένα πάνθεο εθνικοτήτων, από Μεξικάνο και Εσκιμώο μέχρι Έλληνα, Άραβα, Ιταλό, Κινέζο, Ιάπωνα, Ινδιάνο, Ρώσο, ακόμα και Χαβανέζο! Μέχρι να συμβούν βέβαια αυτά, το νεαρό αγόρι δούλευε στο πλευρό του εργάτη πατέρα, μαζεύοντας φρούτα σε όλο το Τέξας και την Καλιφόρνια μετά, πριν κάνει μια μακρά σειρά από δουλειές του ποδαριού, από λουστράκος μέχρι και εργάτης σε φάμπρικες. Ο πατέρας δούλεψε για μερικά φεγγάρια ακόμα και σε κινηματογραφικό στούντιο, αν και σκοτώθηκε σε τροχαίο δυστύχημα όταν ο Άντονι ήταν μόλις 9 χρονών. Αφού ολοκλήρωσε και το Γυμνάσιο, φοίτησε στο πολυτεχνείο και σπούδασε καλές τέχνες (ζωγραφική και αρχιτεκτονική), αν και δεν πήρε ποτέ το πτυχίο του. Αντιθέτως, ο διψασμένος για γνώση μετανάστης επιδόθηκε σε ένα εντελώς δικό του πρόγραμμα αυτοβελτίωσης, στο οποίο διάβαζε ένα βιβλίο, ερχόταν σε επαφή με ένα νέο έργο τέχνης και άκουγε μια καινούρια συμφωνία κάθε βδομάδα. Στα πολυτάραχα νιάτα του πέρασε μάλιστα ακόμα και από τα ρινγκ της πυγμαχίας, θέλοντας να γίνει επαγγελματίας πυγμάχος! Παρά το γεγονός ότι σημείωσε 16 απανωτές νίκες, κρέμασε τα γάντια του όταν βγήκε νοκ άουτ στον 17ο αγώνα του, αποφασίζοντας πως δεν είχε αυτό που έλεγε «δολοφονικό ένστικτο». Πολυπράγμων και πολυτάλαντος, επιδόθηκε στη ζωγραφική και το σχέδιο με την ίδια ευκολία που έπαιζε σαξόφωνο και έφτιαχνε δικές του μπάντες, οργώντας τις μουσικές σκηνές του Λος Άντζελες, την ώρα που τα πρωινά έκανε ό,τι δουλειά έπεφτε στα χέρια του. Ακόμα και στην ορχήστρα της ευαγγελικής εκκλησίας της ενορίας του τραγουδούσε κάθε Κυριακή…
Η γέννηση του ηθοποιού
Η εμπλοκή του Κουίν με την υποκριτική ήρθε κυριολεκτικά από σπόντα. Ήταν στα χρόνια του πολυτεχνείου που ήρθε σε επαφή με κανέναν άλλο από τον Φρανκ Λόιντ Ράιτ, τον σπουδαίο αμερικανό αρχιτέκτονα που εκτίμησε μια μακέτα του φοιτητή Κουίν για ένα σουπερμάρκετ. Η πατρική συμβουλή του κορυφαίου αρχιτέκτονα και σπουδαίου πανεπιστημιακού δασκάλου στον νεαρό Μεξικανό δεν είχε βέβαια να κάνει με την τέχνη. Ο Ράιτ συνέστησε στον πιτσιρικά να υποβληθεί σε επέμβαση για να διορθώσει το πρόβλημα στην ομιλία που τον ταλαιπωρούσε. Ο Ράιτ, που παρέμεινε μέντορας για τον Κουίν, τον έστρεψε κατόπιν στην ηθοποιία, μετά την εγχείριση, ώστε να φτιάξει την άρθρωσή του! Ο νεαρός αγάπησε όμως την υποκριτική και όταν μάλιστα εξασφάλισε το πρώτο του κινηματογραφικό συμβόλαιο (για κομπαρσιλίκια), βάζοντας στην τσέπη του τα πρώτα καλά δολάρια, ήξερε τι έπρεπε να κάνει στη ζωή του. Αρχικά ανέβηκε στο σανίδι (1936), παίζοντας σε ένα έργο της Μέι Γουέστ και παίρνοντας τις πρώτες και ενθαρρυντικές καλές κριτικές. Ο 21χρονος ηθοποιός άρχισε να παίζει από την ίδια χρονιά σε σωρεία γουέστερν τον γηγενή Αμερικανό, λέγοντας πως έπεισε τον μεγαλομανή σκηνοθέτη Σεσίλ ντε Μιλ πως ήταν πράγματι Ινδιάνος Σεγιέν! Τον Ντε Μιλ τον έπεισε ωστόσο η (ετεροθαλής) κόρη του για την ικανότητα του καρδιοκατακτητή Μεξικανού στο μεγάλο πανί, καθώς το 1937 οι δυο τους παντρεύτηκαν και όλες οι πόρτες του Χόλιγουντ άνοιξαν διάπλατα για τον Κουίν! Το ζευγάρι απέκτησε τελικά πέντε παιδιά, αν και έχασε τον πρώτο του γιο το 1941, όταν πνίγηκε στην πισίνα του γείτονα. Κουίν και Κάθριν ντε Μιλ χώρισαν το 1965, όταν έγινε γνωστό ότι ο ηθοποιός είχε αποκτήσει παιδί από την ενδυματολόγο του «Βαραββά», κατά τη διάρκεια των πολύμηνων γυρισμάτων στην Ιταλία. Αν και αργότερα παντρεύτηκε την πέτρα του σκανδάλου. Μεταξύ 1936-1947, ο Κουίν πήρε μέρος σε αμέτρητες ταινίες, μικρορολάκια σε γουέστερν συνήθως, τα οποία δεν είχαν τίποτα το αξιοσημείωτο. Παρά ταύτα, πρόλαβε να παίξει καμιά πενηνταριά περίεργους τύπους, ληστές, Ινδιάνους, «νονούς» της Μαφίας, χαβανέζους φυλάρχους, κινέζους αντάρτες, άραβες σεΐχηδες, τυχοδιώκτες, θαλασσόλυκους, χρυσοθήρες και τόσους ακόμα! Στο θέατρο γινόταν βέβαια ολοένα και πιο γνωστός, κάνοντας το 1947 το ντεμπούτο του στο Μπρόντγουεϊ, το οποίο ακολουθήθηκε από την ανεπανάληπτη επιτυχία του «Λεωφορείον ο Πόθος», με τον θίασο του Ελίας Καζάν, που όργωσε τις ΗΠΑ για δύο χρόνια.
Άντονι Κουίν, αστέρας πρώτου μεγέθους
Η δεκαετία του 1950 του ανήκε όμως υποκριτικά, στέλνοντάς τον σε παγκόσμια δόξα! Ο ρόλος που τον καθιέρωσε στο μεγάλο πανί και του εξασφάλισε το πρώτο του Όσκαρ Β’ Ανδρικού ήταν στο «Viva Zapata!» (1952), όταν και έπαιξε πλάι στον Μάρλον Μπράντο ερμηνεύοντας τον μεγαλύτερο αδερφό του Εμιλιάνο Ζαπάτα.
Απηυδισμένος από την αναμονή για τον μεγάλο κινηματογραφικό ρόλο που δεν ερχόταν όμως ποτέ («Στην Ευρώπη ο ηθοποιός είναι καλλιτέχνης. Στο Χόλιγουντ άμα κάθεσαι και δεν δουλεύεις, είσαι αλήτης», είπε χαρακτηριστικά), ο Κουίν μετακόμισε στην Ιταλία την επόμενη χρονιά για να παίξει στις ταινίες των ιταλών δημιουργών. Αφού πήρε μέρος στα ιστορικά έπη «Αττίλας ο Ούνος», «Οδυσσέας» και πολλά ακόμα, ήρθε η στιγμή που τόσο περίμενε: ο περιπλανώμενος μασίστας στο αριστούργημα -όπως αποδείχτηκε- του ανεπανάληπτου Φεντερίκο Φελίνι «Ο Δρόμος» (1954), που άνοιξε με το Όσκαρ Ξενόγλωσσης Ταινίας διάπλατα τον δρόμο του σινεμά τόσο για τον Φελίνι όσο και τους πρωταγωνιστές του, Κουίν και Τζουλιέτα Μασίνα. Ο ρόλος του «Zampano» τον καθιερώνει σε όλο τον κόσμο και ακολουθείται από τον επόμενο του ζωγράφου Πολ Γκογκέν στο «Πάθος για Ζωή» (1956), που του εξασφαλίζει το δεύτερο χρυσό αγαλματίδιο.
Την επόμενη χρονιά αποσπά άλλη μια υποψηφιότητα για Όσκαρ για τη συμμετοχή του στο κλασικό φιλμ του Τζορτζ Κιούκορ «Wild is the Wind», αφού πέρασε από πλειάδα ευρωπαϊκών χωρών για να πάρει μέρος σε βρετανικές, ισπανικές και ιρλανδικές παραγωγές. Η στάση του στη Γαλλία θα αποδώσει τον κλασικό Κουασιμόδο στην «Παναγία των Παρισίων» (1957). Και το 1959 θα παίξει φυσικά τον φοβερό Εσκιμώο του που μοιάζει αιχμάλωτος ανάμεσα σε δυο πολιτισμικές παραδόσεις, σαν τον ίδιο δηλαδή, στο «The Savage Innocents». To διεθνές κινηματογραφικό στάτους του Άντονι Κουίν καθιερώθηκε και με το παραπάνω στη δεκαετία του 1960, όταν θα έρθουν οι ρόλοι που θα τον στείλουν στο κινηματογραφικό πάνθεο: έλληνας αντιστασιακός στα «Κανόνια του Ναβαρόνε» (1961), πρώην μποξέρ στο «Requiem for a heavyweight» (1962) και αχρείος βεδουίνος στον «Λόρενς της Αραβίας» (1962)!
Από τα γυρίσματα του κλασικού πολεμικού «Τα Κανόνια του Ναβαρόνε» στη Ρόδο και την επαφή του χολιγουντιανού αστέρα με την τοπική κοινότητα, οι ντόπιοι ονομάζουν μια ακτή του Νησιού των Ιπποτών σε «Παραλία Άντονι Κουίν» προς τιμήν του! Ο «Έλληνας» Κουίν είχε καταφτάσει και δύο χρόνια αργότερα ο γάμος με τη νέα του κινηματογραφική υπηκοότητα θα απέδιδε καρπούς και μάλιστα τι καρπούς! Ο «Zorba the Greek» (1964) του Κακογιάννη θα του σφραγίσει κινηματογραφική και πραγματική ζωή (κατά δήλωσή του πάντα), και εκείνο το συρτάκι που θα χορέψει θα τον δέσει μια για πάντα με την ελληνική ψυχή και τις ιδιοτροπίες του τόπου μας. Στα γυρίσματα της ταινίας ο «λεβέντης», όπως τον αποκαλούν οι Κρητικοί, Κουίν θα γίνει εξαίσιος ταβλαδόρος, θα γνωρίσει και θα αγαπήσει τους λαϊκούς μας ήρωες και θα επηρεαστεί για πάντα από τον ελληνικό τρόπο ζωής.
Ο Άντονι Κουίν αγάπησε και αγαπήθηκε από τους Έλληνες. Γι’ αυτό και επανήλθε κινηματογραφικά ως ομογενής του Σικάγου στο «A dream of kings» το 1969, για να ολοκληρώσει ιδανικά τον κινηματογραφικό Έλληνα στον «Έλληνα Μεγιστάνα» (1978), που αναφέρεται στα έργα και τις ημέρες του Ωνάση, όταν και έριξε άλλη μια κλασική γυροβολιά.
Δέκα χρόνια αργότερα αναβίωσε τον Ωνάση για λογαριασμό της αμερικανικής τηλεόρασης («Onassis: The Richest Man in the World» του 1988) και μια εικοσαετία μετά τον Ζορμπά έπαιξε τον ρόλο στο Μπρόντγουεϊ, με την ανεπανάληπτη επιτυχία του να τον φέρνει σε περιοδεία τριών ετών στα μήκη και τα πλάτη της Αμερικής (περισσότερες από 1.200 παραστάσεις και εισπράξεις 48 εκατ. δολαρίων!). Όπως και ο Ζορμπάς, ο Κουίν είχε χάσει έναν γιο και ο ρόλος τον βοήθησε, όπως είπε επανειλημμένως, να αποδεχτεί τον τραγικό χαμό του: «Δεν είχα μιλήσει ποτέ, ποτέ, ποτέ για τον θάνατο του γιου μου. Δεν είχα ποτέ χρησιμοποιήσει τη λέξη ‘‘θάνατος’’ σε σχέση με τον γιο μου. Αλλά κάθε βράδυ στην παράσταση έπρεπε να πω ‘‘είναι νεκρός’’». Αρχικά μάλιστα είχε κόψει την ατάκα από το έργο, αλλά τελικά συνειδητοποίησε πως έπρεπε να την πει. «Ο Ζόρμπα κι εγώ μοιάζουμε παρά πολύ», θα καταλήξει ο σπουδαίος ηθοποιός…
Τελευταία χρόνια
Από τη δεκαετία του 1970 άρχισε να παίρνει την κάτω βόλτα κινηματογραφικά, παίζοντας πια σε μικρές και αμφιβόλου ποιότητας αμερικανικές παραγωγές. Τους είχε ωστόσο πάντα καμάρι αυτούς τους ρόλους του Μεξικανού και του Ινδιάνου που ενσάρκωνε με το τσουβάλι στο Χόλιγουντ, βοηθώντας όπως πίστευε το λευκό αμερικανικό κοινό να εξοικειωθεί με τις πολιτισμικές παραδόσεις του τόπου τους. «Πάλεψα από νωρίς για να απαλλαγούμε από τα στερεότυπα και απαίτησα Μεξικάνοι και Ινδιάνοι να αντιμετωπίζονται με αξιοπρέπεια στις ταινίες», είπε το 1978 την ώρα που γύριζε τη μεγαλύτερη τηλεοπτική επιτυχία του, «Τα Παιδιά του Σάντσεζ», όπου και έπαιζε τον πάτερ φαμίλια μιας τυπικής μεξικάνικης οικογένειας της δεκαετίας του 1960. Ταυτοχρόνως, ήταν πάντα ακτιβιστής για τα δικαιώματα των μειονοτήτων και ενεργός πολιτικά. Διαβόητη παρέμεινε στο Χόλιγουντ η εκστρατεία του το 1942, έπειτα από μια δίκη-παρωδία στην οποία 22 μεξικανοί μετανάστες του Λος Άντζελες καταδικάστηκαν για συμμετοχή σε σπείρα δολοφόνων, ώστε να μαζέψει χρήματα για την έφεση (και δικαιώθηκαν!). Γεγονός ανήκουστο για ηθοποιό της εποχής! «Πώς μπορεί να είναι ένας ηθοποιός αληθινός αν δεν ακούει τα προβλήματα του κόσμου γύρω του;», αναρωτιόταν διαχρονικά. Στη δεκαετία του 1990 έκανε μερικές ακόμα τηλεταινίες για την αμερικανική τηλεόραση, καθώς τώρα η TV τον είχε απορροφήσει ολότελα, αν και επέστρεφε μια στο τόσο στο σινεμά, τόσο σε χολιγουντιανές όσο και ανεξάρτητες παραγωγές («Jungle fever» το 1991, «Last action hero» το 1993, «A walk in the clouds» το 1995, «The seven servants» το 1996 κ.λπ.). Στα τελευταία του στράφηκε πια δυναμικότερα στην παιδική και εφηβική του αγάπη, τη ζωγραφική και τη γλυπτική, καθώς από το 1982 και μετά έκανε πάμπολλες ατομικές εκθέσεις και πήρε μέρος σε ομαδικές δουλειές στα μήκη και τα πλάτη της Γης, από τη Βιέννη και το Παρίσι μέχρι και τη Σεούλ. Το μεταμοντέρνο ζωγραφικό του ύφος το αποκαλούσε «μεξικανική αφηρημένη τέχνη». Αν και παραδέχτηκε ότι «κλέβω απ’ όλους»! «Ο Πικάσο το έκανε, ο Μοντιλιάνι το έκανε, ακόμα και ο Ντα Βίντσι». Ο τρεις φορές σύζυγος και 13 φορές πατέρας δεν έκρυψε ποτέ τη μεγάλη του αδυναμία, το άλλο φύλο: «Αγαπώ, αγαπώ, αγαπώ τις γυναίκες». Από το πλευρό του είχαν περάσει εξάλλου πολλές μεγάλες κυρίες του σινεμά, από την Κάρολ Λόμπαρντ και τη Ρίτα Χέιγουορθ μέχρι και την Ίνγκριντ Μπέργκμαν, αλλά και την κόρη της κατόπιν, Pia Lindstrom! Ο παθιασμένος Άντονι Κουίν άφησε την τελευταία του πνοή στις 3 Ιουνίου 2001 στη Βοστόνη της Μασαχουσέτης προδομένος από το αναπνευστικό του, έχοντας στο πλευρό του την τρίτη του σύζυγο Kathy Benvin (παντρεύτηκαν το 1997) και τα δώδεκα παιδιά του: Christina, Kathleen, Valentina και Duncan από την πρώτη του σύζυγο, την ντε Μιλ, Francesco, Daniele και Lorenzo από την ενδυματολόγο Addolori, Antonia και Ryan από την Benvin, Alex και Sean από μια άγνωστη Γερμανίδα και άλλον έναν γιο από μια Γαλλίδα. Μας άφησε επίσης δύο βιβλία («The original sin» του 1972 και «One man tango» του 1997) με τα απομνημονεύματα μιας ζωής γεμάτης έρωτα, πάθος αλλά και περισσότερες από 200 ταινίες να απολαμβάνουμε… Δείτε όλα τα πρόσωπα που φιλοξενούνται στη στήλη «Πορτραίτα» του newsbeast.gr