Το αρχέτυπο του χολιγουντιανού σκηνοθέτη για περισσότερα από σαράντα χρόνια έμελλε να είναι ο κινητήριος μοχλός πίσω από την εθνική κινηματογραφική βιομηχανία των ΗΠΑ, δημιουργώντας τον μύθο αλλά και την πραγματικότητα του Χόλιγουντ. Ο «ιδρυτής» του Χόλιγουντ εκπροσώπησε ιδανικά το αμερικανικό σινεμά με τις πανάκριβες ταινίες του αποκαλύπτοντας σε όλη του τη μεγαλοπρέπεια και τη χλιδή τι μπορούσε να κάνει το Χόλιγουντ και μόνο το Χόλιγουντ. O Σεσίλ ντε Mιλ λάτρευε με εμμονή και πάθος την κινηματογραφική υπερβολή και εκζήτηση, βρίσκοντας στην πορεία πως κάτι τέτοιο λάτρευε και το κοινό: από τις εβδομήντα ταινίες που έφεραν την υπογραφή του, όλες (εκτός από έξι!) αποδείχθηκαν εισπρακτικές επιτυχίες, αν και για να γυριστούν τα υπέρογκα κόστη έφερναν τα στούντιο στα πρόθυρα της χρεοκοπίας. Με καριέρα που εκτάθηκε από το 1914-1956, ο ντε Μιλ γέννησε το Χόλιγουντ και όσα αυτό εκπροσωπούσε πάνω στη μαγική φόρμουλά του: «αίμα, σεξ και Bίβλος»! Από τον «Βασιλιά των Βασιλέων» και «Το σημείο του Σταυρού» μέχρι την «Κλεοπάτρα», το «Σαμψών και Δαλιδά» και τις «Δέκα Εντολές» φυσικά, ο πολυβραβευμένος σκηνοθέτης υπήρξε ένας από τους παραγωγικότερους δημιουργούς του αμερικανικού σινεμά, διατρέχοντας με επιτυχία και τις τρεις περιόδους της τεχνικής εξέλιξης του κινηματογράφου (βωβός, ασπρόμαυρος με ήχο, έγχρωμος). Μπορεί να σκάρωσε όλα τα κινηματογραφικά είδη (κοινωνικά δράματα, ελαφρές κομεντί, μουσικοχορευτικές επιθεωρήσεις), διακρίθηκε ωστόσο στα έπη, κινώντας με μαεστρία μεγάλα πλήθη ηθοποιών και κομπάρσων και δημιουργώντας σκηνές κινηματογραφικού μεγαλείου. Πληθωρικός και πομπώδης κινηματογραφικά, ο ντε Μιλ έφτιαξε ένα μεγαλομανές σύμπαν που ξεχώριζε για τις φαντεζί και μεγαλοπρεπείς σκηνές του, αφήνοντας γερή παρακαταθήκη στις ΗΠΑ μια σωστή βαριά βιομηχανία…
Πρώτα χρόνια
Το βωβό ντεμπούτο και η γέννηση του Χόλιγουντ
Ο ομιλών κινηματογράφος και τα βιβλικά έπη
Μέχρι τις πρώτες «Δέκα Εντολές», οι ταινίες που έφτιαχνε αβέρτα ο ντε Μιλ ήταν συνήθως εισπρακτικές αποτυχίες, γι’ αυτό και το γύρισε κάποια στιγμή στις ανάλαφρες κομεντί, διαβλέποντας πως την επιτυχία την εξασφάλιζε μόνο ένα ευχαριστημένο κοινό. Οι ταινίες του είχαν τώρα γερή δόση από κρυμμένη σεξουαλικότητα και ηθικά μηνύματα φυσικά, τις οποίες έθαβαν οι κριτικοί αλλά λάτρευε ο κόσμος.
Παρά την εμπορική επιτυχία της ταινίας, το πολυδάπανο γύρισμά της έριξε έξω την εταιρία του ντε Μιλ, ο οποίος έβαλε λουκέτο και μετακόμισε για την MGM, αν και όχι για πολύ. Ο αλαζόνας και μεγαλομανής σκηνοθέτης δεν δεχόταν να κάνει εκπτώσεις στα πανάκριβα κινηματογραφικά όνειρά του, κάτι που θα τον έφερνε σύντομα εκτός MGM και πάλι πίσω στην Paramount (1932). Οι περιπέτειές του με τα στούντιο θα άξιζαν χωριστό άρθρο!
Η χρυσή εποχή και το τέλος
Διαβόητος πια για τον παραφουσκωμένο του εγωισμό και τις αυταρχικές του τάσεις, ο μεγαλομανής σκηνοθέτης έβγαζε βέβαια εκατομμύρια για την Paramount -την οποία μετέτρεψε έτσι σε αφεντικό του χώρου- και απολάμβανε ασυλία για τις σχεδόν απολυταρχικές ροπές του στο γύρισμα. Η τελευταία δεκαετία της δημιουργίας του συνέχισε να είναι καρπερή και προς τιμή του οι Χρυσές Σφαίρες ονόμασαν το 1952 ένα από τα βραβεία τους με το όνομά του, το οποίο απονέμεται έκτοτε ανελλιπώς σε μια προβεβλημένη προσωπικότητα της κινηματογραφικής βιομηχανίας.
Η ανεπανάληπτη επιτυχία του ιστορικού πια φιλμ με τους χιλιάδες κομπάρσους και τα φαντεζί σκηνικά απέσπασε εφτά υποψηφιότητες για Όσκαρ, αν και κέρδισε μόνο των ειδικών εφέ. Το 1950 επέστρεψε μάλιστα στην ηθοποιία ερμηνεύοντας τον εαυτό του στη «Λεωφόρο της Δύσης». Ο ντε Μιλ μπλέχτηκε στη δίνη του αντικομουνιστικού μένους της δεκαετίας του 1950 και τις διαβόητες μαύρες λίστες για τους αριστερούς δημιουργούς. Παρά ταύτα, στις «Δέκα Εντολές» προσέλαβε δύο «στιγματισμένους» ηθοποιούς, καθώς δεν ήταν σκληροπυρηνικός κομουνιστοφάγος.