Το αρχέτυπο του χολιγουντιανού σκηνοθέτη για περισσότερα από σαράντα χρόνια έμελλε να είναι ο κινητήριος μοχλός πίσω από την εθνική κινηματογραφική βιομηχανία των ΗΠΑ, δημιουργώντας τον μύθο αλλά και την πραγματικότητα του Χόλιγουντ. Ο «ιδρυτής» του Χόλιγουντ εκπροσώπησε ιδανικά το αμερικανικό σινεμά με τις πανάκριβες ταινίες του αποκαλύπτοντας σε όλη του τη μεγαλοπρέπεια και τη χλιδή τι μπορούσε να κάνει το Χόλιγουντ και μόνο το Χόλιγουντ. O Σεσίλ ντε Mιλ λάτρευε με εμμονή και πάθος την κινηματογραφική υπερβολή και εκζήτηση, βρίσκοντας στην πορεία πως κάτι τέτοιο λάτρευε και το κοινό: από τις εβδομήντα ταινίες που έφεραν την υπογραφή του, όλες (εκτός από έξι!) αποδείχθηκαν εισπρακτικές επιτυχίες, αν και για να γυριστούν τα υπέρογκα κόστη έφερναν τα στούντιο στα πρόθυρα της χρεοκοπίας. Με καριέρα που εκτάθηκε από το 1914-1956, ο ντε Μιλ γέννησε το Χόλιγουντ και όσα αυτό εκπροσωπούσε πάνω στη μαγική φόρμουλά του: «αίμα, σεξ και Bίβλος»! Από τον «Βασιλιά των Βασιλέων» και «Το σημείο του Σταυρού» μέχρι την «Κλεοπάτρα», το «Σαμψών και Δαλιδά» και τις «Δέκα Εντολές» φυσικά, ο πολυβραβευμένος σκηνοθέτης υπήρξε ένας από τους παραγωγικότερους δημιουργούς του αμερικανικού σινεμά, διατρέχοντας με επιτυχία και τις τρεις περιόδους της τεχνικής εξέλιξης του κινηματογράφου (βωβός, ασπρόμαυρος με ήχο, έγχρωμος). Μπορεί να σκάρωσε όλα τα κινηματογραφικά είδη (κοινωνικά δράματα, ελαφρές κομεντί, μουσικοχορευτικές επιθεωρήσεις), διακρίθηκε ωστόσο στα έπη, κινώντας με μαεστρία μεγάλα πλήθη ηθοποιών και κομπάρσων και δημιουργώντας σκηνές κινηματογραφικού μεγαλείου. Πληθωρικός και πομπώδης κινηματογραφικά, ο ντε Μιλ έφτιαξε ένα μεγαλομανές σύμπαν που ξεχώριζε για τις φαντεζί και μεγαλοπρεπείς σκηνές του, αφήνοντας γερή παρακαταθήκη στις ΗΠΑ μια σωστή βαριά βιομηχανία…
Πρώτα χρόνια
Ο Σεσίλ Μπλουντ ντε Μιλ γεννιέται στις 12 Αυγούστου 1881 στο Άσφιλντ της Μασαχουσέτης με το θέατρο να ρέει στις φλέβες του: ο ολλανδικής καταγωγής πατέρας του ήταν θεατρικός συγγραφέας και άνθρωπος της εκκλησίας, την ίδια στιγμή που η μητέρα του διατηρούσε σχολή θεατρικών σπουδών και αργότερα δούλεψε στο Μπρόντγουεϊ. Η οικογένεια (τρία παιδιά) ζούσε στο Νιου Τζέρσεϊ της Νέας Υόρκης και λειτουργούσε ταυτοχρόνως ένα εκκλησιαστικό οικοτροφείο θηλέων, απ’ όπου ήρθε σε επαφή από τα χρόνια της ζωής του ο Σεσίλ με τη Βίβλο, κάτι που θα στιγμάτιζε τον ευαίσθητο ψυχισμό του. Ο πατέρας πέθανε αιφνίδια όταν ο Σεσίλ ήταν μόλις 11 ετών, όταν και στάλθηκε να φοιτήσει σε στρατιωτική ακαδημία της Πενσιλβάνια. Από κει αποφοίτησε το 1898, αν και δεν είχε σκοπό να ακολουθήσει στρατιωτική καριέρα. Αντ’ αυτού ήθελε να γίνει ηθοποιός γι’ αυτό και γράφτηκε αμέσως στην Αμερικανική Ακαδημία Δραματικών Τεχνών της Νέας Υόρκης, ένας από τους ιδρυτές της οποίας ήταν ο πατέρας του. Θεατρική εμπειρία είχε ήδη από την εφηβεία του, μέσα από ερασιτεχνικούς θιάσους, και αμέσως μετά την αποφοίτηση βρήκε δουλειά σε μεγάλες θεατρικές σκηνές της Νέας Υόρκης, προοιωνίζοντας μια καλή καριέρα στο σανίδι. Την ίδια εποχή (1902) παντρεύεται την επίσης ηθοποιό Constance Adams, με την οποία θα αποκτούσαν τέσσερα παιδιά (τα τρία ήταν υιοθετημένα)…
Το βωβό ντεμπούτο και η γέννηση του Χόλιγουντ
Παρά την επιτυχία που μετρούσε στο θέατρο εδώ και μια δεκαετία, στο οποίο δοκιμάστηκε με επιτυχία τόσο στη σκηνοθεσία και την παραγωγή όσο και στη συγγραφή, τον εντυπωσίασαν κάποια στιγμή οι κινούμενες εικόνες που ήταν ακόμα στα σπάργανα και κάποιοι έσπευσαν να χαρακτηρίσουν «έβδομη τέχνη». Λίγο πριν από τα τριάντα του πια, γνώρισε τον Λάσκι που ήθελε πάση θυσία να εισβάλει στη νέα τρέλα του κινηματογράφου, πάνω στην ώρα δηλαδή που ο ντε Μιλ σκόπευε να παρατήσει τη showbiz! Ο Λάσκι είναι που τον έπεισε να δοκιμάσει τις δυνάμεις του σε ένα βωβό ταινιάκι, παρά το γεγονός ότι δεν γνώριζε μία από σινεμά. Κανένα πρόβλημα για τον δαιμόνιο ντε Μιλ: πέρασε μια μέρα στο στούντιο του Τόμας Έντισον στη Νέα Υόρκη και η επομένη θα τον έβρισκε στην Αριζόνα να γυρίζει την παρθενική του ταινία. Οι δυσκολίες ήταν όμως πολλές και η ταινία δεν ολοκληρώθηκε, με τον ντε Μιλ να παίρνει το τρένο για το Λος Άντζελες της ηλιόλουστης Καλιφόρνια για να καλμάρουν τα νεύρα του. Είμαστε στο 1913 όταν καταφτάνει ο ντε Μιλ στην Πόλη των Αγγέλων, όπου σύντομα συνειδητοποιεί ότι είναι ιδανική για κινηματογραφικά γυρίσματα (ο άπλετος ήλιος απάλλασσε τα συνεργεία από πολυδάπανα φώτα) και αποφασίζει να εγκατασταθεί εκεί μόνιμα. Εκεί έχτισε τον μύθο του χολιγουντιανού σκηνοθέτη με τον τηλεβόα ανά χείρας και τη σφυρίχτρα περασμένηστον λαιμό! Η ταινία του ολοκληρώθηκε τελικά παρά τις τεχνικές δυσκολίες, κάτι που συνέβαλε στην εγκαθίδρυση του Χόλιγουντ ως η νέα καρδιά της αμερικανικής κινηματογραφίας. Την ίδια χρονιά συνεργάζεται με τον Τζέσι Λάσκι και τον Σάμιουελ Γκόλντγουιν, ιδρύοντας από κοινού μια εταιρία παραγωγής (The Jesse L. Lasky Feature Play Company) που θα μετονομαζόταν λίγο αργότερα σε Paramount Pictures! Το 1914, ο Λάσκι και ο Γκόλντγουιν, παρακινημένοι από τον ντε Μιλ, μετέφεραν στο Χόλιγουντ τις κινηματογραφικές τους δραστηριότητες και η Μέκκα του αμερικανικού σινεμά είχε μόλις γεννηθεί. Όσο για την περιβόητη πρώτη ταινία του ντε Μιλ, το «The Squaw Man», κυκλοφόρησε το 1914 και χαρακτηρίστηκε ως η πρώτη ταινία μεγάλου μήκους του κόσμου, με την επιτυχία της να εξασφαλίζει στον δημιουργό την άνεση να γυρίσει άλλες 20 βωβές ταινίες μεταξύ 1914-1915, δημιουργώντας έτσι μια σειρά από κινηματογραφικά δεδικασμένα που θα γίνονταν λίγο αργότερα παγκόσμιες σταθερές για το μοντάζ, την αφήγηση και τη σκηνοθεσία…
Ο ομιλών κινηματογράφος και τα βιβλικά έπη
Ήταν το 1923 όταν ο ντε Μιλ γύρισε τις πρώτες «Δέκα Εντολές», η οποία ήταν και το πρώτο φιλμ με προϋπολογισμό μεγαλύτερο από 1 εκατ. δολάρια! Η ταινία έβγαλε εκατομμύρια και αυτό του άνοιξε την όρεξη για υπερπαραγωγές με χιλιάδες κομπάρσους και εντυπωσιακότατα σκηνικά, ενώ στον ίδιο οφείλουμε επίσης και την ιδέα του remake. Είχε προηγηθεί βέβαια η «Ζαν Ντ’ Αρκ» του 1917, το πρώτο έπος του ντε Μιλ που ήταν ταυτοχρόνως η μεγαλύτερη σε διάρκεια ταινία που είχε δει ποτέ η παγκόσμια κινηματογραφία, αν και έμελλε να είναι εισπρακτική αποτυχία.
Μέχρι τις πρώτες «Δέκα Εντολές», οι ταινίες που έφτιαχνε αβέρτα ο ντε Μιλ ήταν συνήθως εισπρακτικές αποτυχίες, γι’ αυτό και το γύρισε κάποια στιγμή στις ανάλαφρες κομεντί, διαβλέποντας πως την επιτυχία την εξασφάλιζε μόνο ένα ευχαριστημένο κοινό. Οι ταινίες του είχαν τώρα γερή δόση από κρυμμένη σεξουαλικότητα και ηθικά μηνύματα φυσικά, τις οποίες έθαβαν οι κριτικοί αλλά λάτρευε ο κόσμος. Παρά το γεγονός ότι ήταν ιδρυτικό μέλος της Paramount, έβρισκε τώρα δεσμευτικό το σύστημα του στιβαρού χολιγουντιανού ελέγχου στις παραγωγές, που του στερούσε τα μεγαλομανή οράματά του. Κι έτσι εγκατέλειψε την εταιρία παραγωγής στα μέσα της δεκαετίας του 1920 για να ιδρύσει τη δική του, κάτω από την οποία γύρισε το 1927 τον «Βασιλιά των Βασιλιάδων», τη ζωή του Ιησού Χριστού δηλαδή.
Παρά την εμπορική επιτυχία της ταινίας, το πολυδάπανο γύρισμά της έριξε έξω την εταιρία του ντε Μιλ, ο οποίος έβαλε λουκέτο και μετακόμισε για την MGM, αν και όχι για πολύ. Ο αλαζόνας και μεγαλομανής σκηνοθέτης δεν δεχόταν να κάνει εκπτώσεις στα πανάκριβα κινηματογραφικά όνειρά του, κάτι που θα τον έφερνε σύντομα εκτός MGM και πάλι πίσω στην Paramount (1932). Οι περιπέτειές του με τα στούντιο θα άξιζαν χωριστό άρθρο! Με την εποχή του βωβού παρελθόν πια, ο ντε Μιλ ρίχτηκε με τα μούτρα στον ήχο και σε νέα βιβλικά έπη και αρχαίες ιστορίες, όπως το «Σημάδι του Σταυρού» (1932) και η «Κλεοπάτρα» (1934), η οποία προτάθηκε για πολλά Όσκαρ. Στη φαρέτρα του περιλαμβάνονταν πάντα κλασικές περιπέτειες και γουέστερν, ενώ πλάι στις ανεπανάληπτες επιτυχίες του συνυπήρχαν και παταγώδεις αποτυχίες, όπως οι «Σταυροφορίες», το έπος που μετατράπηκε στη μεγαλύτερη αποτυχία που είχε δει ποτέ το Χόλιγουντ…
Η χρυσή εποχή και το τέλος
Ο ντε Μιλ συνέχισε να σκηνοθετεί αξιοσημείωτες ταινίες κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1940 και το 1949 τιμήθηκε με Όσκαρ για τη συνολική προσφορά του αλλά και τα 37 χρόνια δημιουργίας που μετρούσε στο σινεμά, τοποθετήθηκε πρόεδρος της ένωσης κινηματογραφικών παραγωγών και είδε το νέο του έπος «Σαμψών και Δαλιδά» να σπάει ταμεία και να βραβεύεται με Όσκαρ. Από τη δεκαετία ξεχωρίζουν οι «Ματωμένοι Πειρατές» (Reap the Wild Wind) του 1942 και «Ο Ακατανίκητος» (Unconquered) του 1947.
Διαβόητος πια για τον παραφουσκωμένο του εγωισμό και τις αυταρχικές του τάσεις, ο μεγαλομανής σκηνοθέτης έβγαζε βέβαια εκατομμύρια για την Paramount -την οποία μετέτρεψε έτσι σε αφεντικό του χώρου- και απολάμβανε ασυλία για τις σχεδόν απολυταρχικές ροπές του στο γύρισμα. Η τελευταία δεκαετία της δημιουργίας του συνέχισε να είναι καρπερή και προς τιμή του οι Χρυσές Σφαίρες ονόμασαν το 1952 ένα από τα βραβεία τους με το όνομά του, το οποίο απονέμεται έκτοτε ανελλιπώς σε μια προβεβλημένη προσωπικότητα της κινηματογραφικής βιομηχανίας. Το έπος «Όγδοο Θαύμα» (The Greatest Show on Earth) κυκλοφόρησε το 1952 για να του χαρίσει το πρώτο του μη τιμητικό Όσκαρ, αν και στην κατηγορία του παραγωγού. Και τότε ήταν η ώρα για το τελευταίο και εντυπωσιακότερο ίσως φιλμ του, το remake των «Δέκα Εντολών» (1956), με τους Τσάρλτον Ίστον και Γιουλ Μπρίνερ.
Η ανεπανάληπτη επιτυχία του ιστορικού πια φιλμ με τους χιλιάδες κομπάρσους και τα φαντεζί σκηνικά απέσπασε εφτά υποψηφιότητες για Όσκαρ, αν και κέρδισε μόνο των ειδικών εφέ. Το 1950 επέστρεψε μάλιστα στην ηθοποιία ερμηνεύοντας τον εαυτό του στη «Λεωφόρο της Δύσης». Ο ντε Μιλ μπλέχτηκε στη δίνη του αντικομουνιστικού μένους της δεκαετίας του 1950 και τις διαβόητες μαύρες λίστες για τους αριστερούς δημιουργούς. Παρά ταύτα, στις «Δέκα Εντολές» προσέλαβε δύο «στιγματισμένους» ηθοποιούς, καθώς δεν ήταν σκληροπυρηνικός κομουνιστοφάγος. Ο Σεσιλ Μπ. ντε Μιλ πέθανε στις 21 Ιανουαρίου 1959 στο Χόλιγουντ, σε ηλικία 77 ετών, από την καρδιακή πάθηση που τον ταλαιπωρούσε… Δείτε όλα τα πρόσωπα που φιλοξενούνται στη στήλη «Πορτραίτα» του newsbeast.gr