Στα χέρια του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα βρίσκεται η συμφωνία της Αθήνας με τους δανειστές και όλα δείχνουν ότι στο Μέγαρο Μαξίμου θα παιχτεί η τελευταία πράξη.
Μετά την αιφνίδια πενταμερή χθεσινοβραδινή συνάντηση Μέρκελ, Ολάντ, Γιούνκερ, Ντράγκι και Λαγκάρντ, στην καγκελαρία στο Βερολίνο όπου συζητήθηκε προσχέδιο-συμφωνία το οποίο είχε επεξεργαστεί η Κομισιόν, αλλά και μετά τις πληροφορίες ότι η ελληνική πλευρά κατέθεσε το δικό της κείμενο, όλα δείχνουν ότι αυτή τη φορά μπαίνουμε στην τελική ευθεία.
Μέσα σε αυτό το κλίμα του άρθρο – παρέμβαση του Αλέξη Τσίπρα στη Monde προκάλεσε πολλές αντιδράσεις, καθώς πολιτικοί αναλυτές εκτιμούν ότι δυσκολεύει τη συμφωνία, όμως υπάρχουν και θετικές αντιδράσεις.
Για παράδειγμα, μετά το άρθρο, όπου ο Αλέξης Τσίπρας αναρωτιέται «για ποιον χτυπά η καμπάνα», η γαλλική εφημερίδα La tribune πλέκει το εγκώμιο της στρατηγικής του Αλέξη Τσίπρα.
«Πραγματικά ο Αλέξης Τσίπρας, μόλις έδωσε ένα ωραίο μάθημα στρατηγικής σε όλες τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, ότι: είναι δυνατό να αντισταθεί κανείς στην Άγγελα Μέρκελ. Για ορισμένους, όπως για τον Φρανσουά Ολάντ, το μάθημα είναι σίγουρα σκληρό…» γράφει η εφημερίδα.
Η εκπρόσωπος της Κομισιόν Μίνα Αντρέεβα, απάντησε για το άρθρο του Αλέξη Τσίπρα στη Le Monde, λέγοντας κατά την ενημέρωση των δημοσιογράφων: «Αυτό που μετράει περισσότερο από τα άρθρα στις εφημερίδες είναι οι συγκεκριμένες προτάσεις για μεταρρυθμίσεις».
Οι πιθανότητες της Ελλάδας να πετύχει μια συμφωνία για να λάβει τα κεφάλαια των 7,2 δισ. ευρώ φαίνονται ακόμη πιο «αδύναμες» την Κυριακή, μετά το άρθρο Τσίπρα που ανέφερε ότι οι θεσμοί έχουν παράλογες απαιτήσεις και θέλουν να υποβάλλουν σκληρή τιμωρία στην Ελλάδα σχολιάζουν οι Financial Times.
«Οι κατηγορίες Τσίπρα, που έγιναν στην Le Monde, πραγματοποιήθηκαν λίγες μόνο μέρες αφότου η κυβέρνησή του δήλωσε ότι μια συμφωνία είναι προ των πυλών. Η αίσθηση του χάους γύρω από τις διαπραγματεύσεις αυξήθηκε», γράφει η εφημερίδα.
Η γερμανική «Bild» έγραψε ότι «Ο Τσίπρας ρίχνει την ευθύνη στους άλλους».
«Αθήνα – Πάντα φταίνε οι άλλοι! Το νόημα αυτής της φράσης φαίνεται πως οικειοποιείται και ο Έλληνας Πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας» γράφει η γερμανική εφημερίδα δίνει τη δική της ερμηνεία στο άρθρο του κ. Τσίπρα.
Σύμφωνα με τη Bild ο Πρωθυπουργός αντί να αναλάβει την ευθύνη για την κατάσταση της χώρας τη μεταθέτει στους πιστωτές.
«Η Ελλάδα και οι πιστωτές της ανταλλάσσουν κατηγορίες για έλλειψη προόδου στις συνομιλίες ενώ χτυπούν οι καμπάνες του κινδύνου για την οικονομική πορεία της χώρας κατά την έναρξη αυτού του κρίσιμου μήνα», σημειώνει το Bloomberg στο κεντρικό του άρθρο με τίτλο «Η Ελλάδα προειδοποιεί, ενώ το τέλος του παιχνιδιού πλησιάζει -Η ανησυχία του Τσίπρα».
Το άρθρο του Αλέξη Τσίπρα αναλύθηκε επισταμένως και από ανθρώπους της αγοράς, στους οποίους απευθύνθηκε το αμερικανικό δίκτυο CNBC.
Η βασική ομάδα της στρατηγικής της Rabobank αναφέρουν: «Τα λόγια του Τσίπρα αντανακλούν σε μεγάλοι βαθμό το πόσο βαθύ είναι και παραμένει το χάσμα όσον αφορά το επίπεδο των προσδοκιών ανάμεσα στην Ελλάδα και τους πιστωτές της και μάλιστα αναδεικνύει τη σκληρή πραγματικότητα που αντιμετωπίζουν τα δύο μέρη».
Το άρθρο του Αλέξη Τσίπρα στη Le Monde σχολιάζει και η βρετανική Telegraph.
«Γράφοντας στη Le Monde με έναν τόνο άγριας ανυπακοής μετά το αδιέξοδο του τελευταίου γύρου διαπραγματεύσεων, ο κ. Τσίπρας δηλώνει ότι οι κυρίαρχοι παίχτες της Ευρωζώνης προχωρούν στην απόλυτη κατάργηση της δημοκρατίας στην Ευρώπη» γράφει ο αρθρογράφος της Telegraph που συνεχίζει με ένα απόσπασμα του άρθρου του Αλέξη Τσίπρα στη Le Monde στο οποίο ο Έλληνας πρωθυπουργός σημειώνει ότι «για όσες χώρες αρνούνται να υποκύψουν στην νέα εξουσία η λύση θα είναι απλή: Σκληρή τιμωρία».
Τι έγραψε ο Αλέξης Τσίπρας στη Le Monde
Εάν δεν έχουμε ακόμη συμφωνία με τους θεσμούς, δεν είναι εξαιτίας της δικιάς μας αδιαλλαξίας, ξεκαθαρίζει ο πρωθυπουργός, Αλέξης Τσίπρας, σε άρθρο του στη γαλλική εφημερίδα Le Monde.
Στο άρθρο με τίτλο «Η Ευρώπη βρίσκεται σε σταυροδρόμι», που δημοσιεύει σήμερα η γαλλική εφημερίδα, ο έλληνας πρωθυπουργός τονίζει ακόμη, ότι η απόφαση πλέον βρίσκεται στα χέρια των ηγετών της Ευρώπης και πως από αυτήν δεν θα επηρεαστεί μόνο η Ελλάδα.
«Πρέπει λοιπόν να πούμε τα πράγματα ως έχουν: αν δεν έχουμε ακόμη φθάσει σε συμφωνία με τους εταίρους μας, δεν είναι εξαιτίας της δικιάς μας αδιαλλαξίας, ούτε εξαιτίας των ακατανόητων θέσεων της ελληνική πλευράς. Είναι μάλλον εξαιτίας της εμμονής ορισμένων εκπροσώπων των θεσμών που επιμένουν πάνω σε παράλογες λύσεις επιδεικνύοντας αδιαφορία για το δημοκρατικό αποτέλεσμα των πρόσφατων βουλευτικών εκλογών στην Ελλάδα και τη δημόσια αναγνώριση από τα ευρωπαϊκά και διεθνή όργανα που λένε ότι είναι έτοιμα να δείξουν ευελιξία ώστε να γίνει σεβαστή η ετυμηγορία της κάλπης», σημειώνεται στο άρθρο.
Ο κ. Τσίπρας επισημαίνει ότι το ζήτημα της Ελλάδας δεν αφορά αποκλειστικά την Ελλάδα, αλλά αποτελεί το επίκεντρο της σύγκρουσης δύο εκ διαμέτρου αντίθετων στρατηγικών για το μέλλον της ευρωπαϊκής ενοποίησης.
«Η πρώτη στρατηγική», τονίζει, «επιδιώκει την εμβάθυνση της ευρωπαϊκής ενοποίησης σε ένα πλαίσιο ισότητας και αλληλεγγύης μεταξύ των λαών και των πολιτών της. Οι υπέρμαχοι αυτής της στρατηγικής ξεκινούν από το δεδομένο ότι δεν είναι δυνατόν να ζητείται από την νέα ελληνική κυβέρνηση να κάνει τα ίδια με την προηγούμενη –η οποία, δεν πρέπει να ξεχνάμε, απέτυχε παταγωδώς. Και ξεκινούν από αυτό το δεδομένο, γιατί διαφορετικά θα έπρεπε να καταργήσουμε τις εκλογές σε όσες χώρες βρίσκονται σε πρόγραμμα. Να αποδεχτούμε, δηλαδή, να διορίζονται οι υπουργοί και οι πρωθυπουργοί από τους θεσμούς και οι πολίτες να αποστερούνται από το δικαίωμα του εκλέγειν μέχρι την ολοκλήρωση του προγράμματος.
Καταλαβαίνουν ότι κάτι τέτοιο σημαίνει την ολοκληρωτική κατάργηση της δημοκρατίας στην Ευρώπη, το τέλος κάθε προσχήματος και την αρχή μιας διάσπασης και ενός απαράδεκτου διχασμού της Ενωμένης Ευρώπης. Σημαίνει εν τέλει την αρχή για την δημιουργία ενός τεχνοκρατικού τερατουργήματος, που θα οδηγήσει σε μια Ευρώπη εντελώς ξένη προς τις ιδρυτικές της αξίες.
Η δεύτερη στρατηγική επιδιώκει ακριβώς αυτό: Τη διάσπαση και το διχασμό της Ευρωζώνης και συνακόλουθα της Ε.Ε.
Πρώτο βήμα προς αυτή την κατεύθυνση είναι η δημιουργία μιας Ευρωζώνης δύο ταχυτήτων, όπου ο σκληρός πυρήνας θα θέτει σκληρούς κανόνες λιτότητας και προσαρμογής και θα διορίζει έναν Υπερυπουργό Οικονομικών της Ευρωζώνης με απεριόριστη εξουσία, με τη δυνατότητα δηλαδή να απορρίπτει ακόμη και προϋπολογισμούς κυρίαρχων κρατών που δεν ευθυγραμμίζονται με τα δόγματα του ακραίου νεοφιλελευθερισμού.
Για όσες χώρες δε αρνούνται να υποκύψουν στην νέα εξουσία η λύση θα είναι απλή: Σκληρή τιμωρία. Υποχρεωτική λιτότητα. Και, ακόμη περισσότερο, περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων, πειθαρχικές κυρώσεις, πρόστιμα, ακόμη και παράλληλο νόμισμα. Έτσι οικοδομείται η νέα ευρωπαϊκή εξουσία με πρώτο θύμα την Ελλάδα η οποία στο μυαλό αρκετών αποτελεί χρυσή ευκαιρία παραδειγματισμού για όλους τους υποψήφιους απείθαρχους.
Το πρόβλημα, όμως, που δεν φαίνεται να λαμβάνει υπόψη της η δεύτερη αυτή στρατηγική είναι το υψηλό ρίσκο που επωμίζεται και τους τεράστιους κινδύνους που εγκυμονεί. Διότι όχι μόνο διακινδυνεύει να αποτελέσει την αρχή του τέλους για το εγχείρημα της ενωμένης Ευρώπης, μετατρέποντας την ευρωζώνη από νομισματική ένωση σε ζώνη συναλλαγματικών ισοτιμιών, αλλά επίσης πυροδοτεί και μια διαδικασία οικονομικής και πολιτικής αβεβαιότητας που είναι πολύ πιθανό να μετασχηματίσει πλήρως τις οικονομικές και πολιτικές ισορροπίες σε ολόκληρη τη Δύση.
Ο πρωθυπουργός επισημαίνει ότι στις 25 Γενάρη ο λαός τόλμησε να αμφισβητήσει τον μονόδρομο της σκληρής λιτότητας του μνημονίου και να επιδιώξει μια νέα συμφωνία «που επιτρέπει στην Ελλάδα να επιστρέψει στην ανάπτυξη εντός του ευρώ με ένα οικονομικό πρόγραμμα βιώσιμο, χωρίς τα λάθη του παρελθόντος». Σημειώνει ότι βασικός στόχος της κυβέρνησης τους τελευταίους τέσσερις μήνες είναι «να δοθεί τέλος σε αυτό τον φαύλο κύκλο, τέλος σε αυτή την αβεβαιότητα». Υπογραμμίζει ότι «μια αμοιβαία επωφελής συμφωνία που θέτει ρεαλιστικούς στόχους πλεονασμάτων, ενώ ταυτόχρονα επαναφέρει την ατζέντα της ανάπτυξης και των επενδύσεων, μια οριστική λύση στο ελληνικό ζήτημα, είναι σήμερα πιο ώριμη και πιο αναγκαία από ποτέ», και πως μια τέτοια συμφωνία «θα σημάνει και το τέλος της ευρωπαϊκής οικονομικής κρίσης που ξέσπασε επτά χρόνια πριν, κλείνοντας τον κύκλο της αβεβαιότητας για την Ευρωζώνη».
Επισημαίνει τα λάθη του παρελθόντος που πλήρωσε ακριβά ο ελληνικός λαός, παραπέμποντας στο σκαρφάλωμα της ανεργίας στο 28%, τη μείωση του μέσου εισοδήματος κατά 40%, τη μετατροπή της Ελλάδας στη χώρα της ΕΕ με τον υψηλότερο δείκτη κοινωνικής ανισότητας, αλλά και την αποτυχία του προγράμματος του παρελθόντος για την ανάκτηση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας.
Εξειδικευμένες προτάσεις στις συζητήσεις με τους θεσμούς
Ο πρωθυπουργός σημειώνει ότι, παράλληλα, η κυβέρνηση έχει καταθέσει εξειδικευμένες προτάσεις στο πλαίσιο των συζητήσεων με τους θεσμούς «που έχουν καλύψει ένα τεράστιο μέρος της απόστασης που μας χώριζε πριν από μερικούς μήνες». Συγκεκριμένα:
– «Η ελληνική πλευρά έχει αποδεχθεί την υλοποίηση σειράς θεσμικών μεταρρυθμίσεων, όπως η ενίσχυση της ανεξαρτησίας της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων (ΓΓΔΕ) και της Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ), παρεμβάσεις για την επιτάχυνση της απονομής δικαιοσύνης αλλά και παρεμβάσεις στις αγορές προϊόντων ώστε να αρθούν στρεβλώσεις και προνόμια», τονίζει.
– Επίσης, «παρά την κάθετη αντίθεσή μας στο μοντέλο ιδιωτικοποιήσεων που προωθείται από τους θεσμούς, γιατί δεν δημιουργεί αναπτυξιακή προοπτική και δεν μεταφέρει πόρους στην πραγματική οικονομία, αλλά στο, ούτως ή άλλως, μη βιώσιμο χρέος, αποδεχθήκαμε να ολοκληρώσουμε, με κάποιες μικρές τροποποιήσεις, το πρόγραμμα των ιδιωτικοποιήσεων, αποδεικνύοντας έμπρακτα τη διάθεσή μας για βήματα προσέγγισης».
– «Συμφωνήσαμε, επίσης, να υλοποιήσουμε μια μεγάλη μεταρρύθμιση στον ΦΠΑ απλοποιώντας το σύστημα και ενισχύοντας την αναδιανεμητική διάσταση του φόρου, ώστε να επιτύχουμε αύξηση τόσο της εισπραξιμότητας όσο και των εσόδων».
– Η κυβέρνηση κατέθεσε συγκεκριμένες προτάσεις μέτρων που θα επιφέρουν περαιτέρω αύξηση των εσόδων: Έκτακτη εισφορά στα πολύ υψηλά κέρδη, φόρο στο ηλεκτρονικό στοίχημα, εντατικοποίηση των ελέγχων των μεγαλοκαταθετών/ φοροφυγάδων, μέτρα για την είσπραξη ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το δημόσιο, ειδικό φόρο πολυτελείας, διαγωνισμό για τις ραδιοτηλεοπτικές άδειες τις οποίες η τρόικα ξέχασε συμπτωματικά επί πενταετία και άλλα. Τα μέτρα αυτά όχι μόνο αυξάνουν τα έσοδα, αλλά ταυτόχρονα δεν δημιουργούν υφεσιακό αποτέλεσμα, αφού δεν μειώνουν ακόμη περισσότερο την ενεργό ζήτηση και δεν προσθέτουν περισσότερα βάρη στα χαμηλά και μεσαία κοινωνικά στρώματα.
– «Συμφωνήσαμε, επιπλέον, να υλοποιήσουμε μια μεγάλη μεταρρύθμιση στο ασφαλιστικό σύστημα. Με την ενοποίηση ταμείων και την κατάργηση διατάξεων που κακώς επιτρέπουν τις πρόωρες συνταξιοδοτήσεις, γεγονός που αυξάνει το πραγματικό όριο συνταξιοδότησης», αναφέρει, μεταξύ άλλων.
– «Τέλος και παρά τη δέσμευσή μας προς τους εργαζόμενους να αποκαταστήσουμε άμεσα την ευρωπαϊκή νομιμότητα στην αγορά εργασίας που αποδιαρθρώθηκε πλήρως την τελευταία πενταετία υπό το πρόσχημα της ανταγωνιστικότητας», αναφέρει, «αποδεχθήκαμε να υλοποιήσουμε την εργασιακή μεταρρύθμιση μόνο μετά από διαβούλευση με τον ILO, που ήδη έχει τοποθετηθεί θετικά στις προτάσεις της ελληνικής κυβέρνησης».
«Γιατί ποιον λόγο αυτή η επιμονή;»
Κατόπιν αυτών, ο κ. Τσίπρας επισημαίνει ότι εύλογα αναρωτιέται κανείς «γιατί αυτή η επιμονή σε μονότονες δηλώσεις θεσμικών αξιωματούχων ότι η Ελλάδα δεν καταθέτει προτάσεις;». Διερωτάται «ποιον σκοπό εξυπηρετεί αυτή η παρατεταμένη στάση ρευστότητας προς την ελληνική οικονομία, τη στιγμή μάλιστα που η Ελλάδα έχει αποδείξει ότι θέλει να σεβαστεί τις εξωτερικές της υποχρεώσεις, πληρώνοντας από τον Αύγουστο του 2014 περισσότερα από 17 δισ. ευρώ σε τόκους και χρεολύσια (περίπου 10% του ΑΕΠ της) χωρίς καμία απολύτως εξωτερική χρηματοδότηση;» αλλά και «ποια η σκοπιμότητα των συντονισμένων διαρροών ότι δεν είμαστε κοντά σε μια συμφωνία που θα βάλει ένα τέλος στην πανευρωπαϊκή και παγκόσμια οικονομική και πολιτική αβεβαιότητα που συντηρείται εξαιτίας του ελληνικού ζητήματος;».
Δίνοντας απάντηση στην ανεπίσημη, όπως αναφέρει, απάντηση από τη μεριά ορισμένων ότι δεν είμαστε κοντά σε συμφωνία επειδή η ελληνική πλευρά εμμένει στις θέσεις της για την αποκατάσταση των συλλογικών διαπραγματεύσεων και αρνείται να προχωρήσει στην περαιτέρω μείωση των συντάξεων, ο κ. Τσίπρας διευκρινίζει αναφορικά με το πρώτο ζήτημα ότι: «Η θέση της ελληνικής πλευράς είναι ότι δεν είναι δυνατόν η νομοθεσία προστασίας των εργαζομένων στην Ελλάδα να μην ανταποκρίνεται στα ευρωπαϊκά στάνταρ ή, πολύ περισσότερο, να παραβιάζει κατάφωρα την ίδια την ευρωπαϊκή εργατική νομοθεσία». «Αυτό που ζητάμε», υπογραμμίζει, «δεν είναι τίποτα περισσότερο από αυτά που ισχύουν σε όλες τις χώρες της Ευρωζώνης. Και γι’ αυτό άλλωστε, πρόσφατα, προχώρησα και σε κοινή δήλωση για το θέμα με τον πρόεδρο Ζ. Κλ. Γιούνγκερ».
Ως προς το δεύτερο ζήτημα, των συντάξεων, διευκρινίζει ότι η θέση της ελληνικής κυβέρνησης είναι απολύτως τεκμηριωμένη και λογική: Στην Ελλάδα οι συντάξεις έχουν μειωθεί σωρευτικά στα χρόνια του μνημονίου από 20% μέχρι και 48%, ενώ αυτήν τη στιγμή το 44,5% των συνταξιούχων παίρνουν σύνταξη κάτω από το σταθερό όριο της σχετικής φτώχειας, ενώ και ένα ποσοστό, περίπου 23,1% των συνταξιούχων, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, ζει σε κίνδυνο φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού. «Είναι, λοιπόν, προφανές ότι αυτή η εικόνα, αποτέλεσμα της μνημονιακής πολιτικής, δεν μπορεί να γίνει ανεκτή όχι μόνο για την Ελλάδα, αλλά και για οποιαδήποτε πολιτισμένη χώρα», τονίζει.
Ο Έλληνας πρωθυπουργός υπογραμμίζει ότι «η μη επίτευξη συμφωνίας, μέχρι στιγμής, δεν οφείλεται σε μια υποτιθέμενη άτεγκτη, αδιάλλακτη και ακατανόητη στάση της Ελλάδας», «αλλά στην επιμονή ορισμένων θεσμικών παραγόντων να καταθέτουν προτάσεις παράλογες και να δείχνουν παντελή αδιαφορία τόσο στην πρόσφατη δημοκρατική επιλογή του ελληνικού λαού, όσο και στη δημόσια παραδοχή και των τριών θεσμών ότι θα υπάρξει η αναγκαία ευελιξία, ώστε να γίνει σεβαστή η λαϊκή ετυμηγορία».
«Για ποιον λόγο όμως αυτή η επιμονή;», ερωτά. Ο ίδιος, καθώς δεν μπορεί να πιστέψει ότι το μέλλον της Ευρώπης εξαρτάται από το πείσμα ή την εμμονή κάποιων παραγόντων, εκτιμά ως ρηχή την προσέγγιση ότι αυτή οφείλεται στην επιθυμία ορισμένων να μη παραδεχθούν τα λάθη τους και να επιβεβαιώσουν εαυτούς παραγνωρίζοντας την αποτυχία τους».
Έχοντας αναπτύξει όλα τα παραπάνω, καταλήγει στο ότι «το ζήτημα της Ελλάδας δεν αφορά αποκλειστικά την Ελλάδα, αλλά αποτελεί το επίκεντρο της σύγκρουσης δύο εκ διαμέτρου αντίθετων στρατηγικών για το μέλλον της ευρωπαϊκής ενοποίησης», για να αναπτύξει εν συνεχεία τις δύο στρατηγικές και να θέσει κατόπιν το ερώτημα: «Ποια στρατηγική θα επικρατήσει;».
«Εάν κάποιοι νομίζουν ή θέλουν να πιστεύουν ότι η απόφαση που περιμένουμε αφορά μόνο την Ελλάδα, κάνουν λάθος. Τους παραπέμπω στο αριστούργημα του Έρνεστ Χέμινγουεϊ: “Για ποιον χτυπά η καμπάνα”;» καταλήγει το άρθρο.