«Δεν προσωποποιώ τις απαντήσεις. Θα ήθελα ακόμη να πω ότι δεν σχολιάζω. Καταθέτω πολιτική άποψη», δήλωσε ο αναπληρωτής υπουργός Γιάννης Πανούσης με αφορμή τον έντονο πολιτικό διάλογο που υπήρξε σαν αποτέλεσμα των θέσεων που εξέφρασε σε άρθρο του στην εφημερίδα «Τα Νέα».
«Είναι διαφορετικό θέμα να σχολιάζεις και διαφορετικό θέμα να καταθέτεις πολιτική άποψη», τόνισε από τη Λαμία λίγο μετά τη συνάντηση με τον περιφερειάρχη Κώστα Μπακογιάννη. «Δεν σχολιάζω έναν νόμο ή μια πολιτική πρακτική. Λέω ποια είναι η άποψή μου. Αλίμονο αν οι υπουργοί δεν είχαν πολιτική άποψη για το θέμα. Τότε δεν θα ήταν υπουργοί. Θα ήταν τεχνοκράτες ενός τομέα. Φαντάζομαι όλοι όσοι υποστηρίζουν αυτά, στις εφημερίδες, θα αποδέχονται άρθρα πολιτικής παρέμβασης υπουργών. Δεν θέλω να πάω παραπέρα. Είναι μια άποψη. Δημοκρατία έχουμε, προφανώς υπάρχουν απόψεις», σημείωσε ο κ. Πανούσης.
Απαντώντας σε σχετικές ερωτήσεις για τις αντιδράσεις που έχει προκαλέσει η αρθρογραφία του ακόμη και μέσα στην κυβέρνηση και σε σχέση με τις αντιδράσεις στο Μαξίμου σχολίασε λέγοντας πως «δεν τίθεται θέμα να τρίζει η καρέκλα μου», ενώ για τη θέση της κυβέρνησης τόνισε με νόημα πως «μου την διαβάσανε. Μια χαρά τη βρίσκω εγώ».
Απαντώντας σε σχόλια που υπενθύμιζαν τις προγραμματικές θέσεις στο συγκεκριμένο τομέα, κ. Πανούσης τόνισε πως «δεν θυμάμαι προγραμματική δήλωση που να λέει επιτρέπονται οι καταλήψεις. Αν υπάρχει κάτι τέτοιο θα ψάξω να τη βρω», ενώ σημείωσε ότι «το άρθρο (στα Νέα) δεν στρέφονταν κατά του πρωθυπουργού και της κυβέρνησης. Αυτό να είναι σαφές. Ίσα – ίσα στηρίζω αυτή την προσπάθεια μιας κυβερνώσας αριστεράς να απαλλαγεί από κάποια ιδεολογήματα ή από κάποιες ιδεοληψίες. Θέλω να ελπίζω ότι έχω και τη στήριξη του πρωθυπουργού πάνω σ’ αυτό…».
Ένταση και αποχωρήσεις
«Είναι ακατανόητο ότι το Υπουργείο Δικαιοσύνης διαπραγματεύεται, είτε μέσω δημοσίων δηλώσεων, είτε με επισκέψεις βουλευτών στον Κουφοντίνα, με τρομοκράτες….», ήταν, εξ άλλου, η φράση των δηλώσεων του Περιφερειάρχη Στερεάς Ελλάδας Κώστα Μπακογιάννη που πυροδότησε κλίμα έντασης καθώς δύο από τους τέσσερις βουλευτές Φθιώτιδας του ΣΥΡΙΖΑ που ήταν παρόντες στις δηλώσεις του Περιφερειάρχη και του Γιάννη Πανούση αποχώρησαν επιδεικτικά, εκφράζοντας με αυτό τον τρόπο την αντίθεσή τους. Αποχώρησε η Βασιλική Λέβα και στη συνέχεια ο επίσης βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Βασίλης Κυριακάκης, ο οποίος επέστρεψε λίγο αργότερα. Παρέμειναν οι άλλοι δύο βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ Απ. Καραναστάσης και Δημ. Βέττας.
Ο Κώστας Μπακογιάννης σχολιάζοντας τις προβλέψεις του νομοσχεδίου του υπουργείου Δικαιοσύνης επανέλαβε, παρόντος του κ. Πανούση, ότι «είναι ακατανόητο ότι με το νομοσχέδιο που έχει κατατεθεί στη Βουλή, ακυρώνονται δικαστικές αποφάσεις και απελευθερώνονται έτσι απλά, χωρίς όρους και προϋποθέσεις, κατά συρροή δολοφόνοι, ληστές και βομβιστές, όπως ο Ξηρός, αγνοώντας ακόμη και την Ένωση των Εισαγγελέων. Είναι ακατανόητο ότι καταργούνται οι φυλακές υψίστης ασφαλείας. Αυτό αποτελεί παγκόσμια πρωτοτυπία. Λες και όλοι οι έγκλειστοι στις φυλακές είναι το ίδιο. Είναι επίσης ακατανόητο, πως αντιμετωπίζονται καταληψίες δημοσίων κτιρίων και πανεπιστημίων -μέχρι και στη Βουλή φτάσανε- ως χαρωποί επισκέπτες». Και κάλεσε την κυβέρνηση «να στείλει επιτέλους ένα ξεκάθαρο μήνυμα: ότι – όπως όλοι πιστεύουμε- η διαστρεμμένη ιδεοληψία δεν έχει σχέση με την αριστερά και η βία δεν είναι αποδεκτό μέσο για την επίλυση των διαφόρων μας».
Ο περιφερειάρχης σημείωσε ακόμη ότι «η κυβέρνηση με τις πράξεις και τις παραλήψεις της εκτρέφει το τέρας του αυταρχισμού και του φασισμού».
Ο αναπληρωτής υπουργός Γιάννης Πανούσης απαντώντας στις θέσεις που εξέφρασε ο κ. Μπακογιάννης σημείωσε ότι «δεν μπορούμε να ζήσουμε χωρίς βασικές ηθικές αρχές. Χωρίς πλαίσια δηλαδή» και κατέθεσε τον προσωπικό του προβληματισμό γύρω από αυτά τα θέματα, τονίζοντας ότι «πρέπει να βρούμε έναν τρόπο ως ελληνική κοινωνία και ως ελληνική πολιτεία να συζητήσουμε τα ζητήματα της ασφάλειας, τα όρια της πολιτικής ανυπακοής που δεν πρέπει να φτάσουν ποτέ μια δημοκρατία σε ένοπλο αγώνα. Να δει που ακριβώς αρχίζει η επιείκεια και η ηπιότητα και που τελειώνει η αυθαιρεσία και η εκχώρηση της δημοκρατίας σε άλλους. Αυτό ένα πολύ σοβαρό θέμα. Δεν μπορούμε να το λύσουμε ad hoc…».
Ο κ. Πανούσης αρνήθηκε ότι υπάρχει θέμα σχέσεων με διάφορους υπουργούς σε σχέση με τη μετακίνηση της αρμοδιότητας του υπουργείο του, τονίζοντας πως «δεν υπάρχει κάποιος ανταγωνισμός ούτε κουρεύτηκε ο ένας και υποβαθμίστηκε ο άλλος», ενώ δεν θέλησε να πάρει θέση για τις προβλέψεις του νομοσχεδίου του υπουργείου Δικαιοσύνης.
Ωστόσο υπογράμμισε ότι «δεν θα μπω στα ζητήματα της νομοθεσίας του τι πρέπει να γίνει ένας άνθρωπος αν έχει αναπηρία. Υπάρχουν 15 λύσεις πριν φτάσεις να πεις ότι τον απελευθερώνω».
Σε ό,τι αφορά το θέμα των καταλήψεων, αυτές τις διαχώρισε από τις συνήθεις καταλήψεις για την προβολή κάποιων αιτημάτων εργαζομένων και τόνισε ότι «θεωρώ ότι είναι περισσότερο πολιτικό ζήτημα και λιγότερο αστυνομικό θέμα», για να συνεχίσει λέγοντας ότι «τα κοινωνικά και πολιτικά προβλήματα δεν τα λύνει η αστυνομία. Ας τα λύσει το πολιτικό σύστημα με τον τρόπο που ξέρει να το κάνει…».
Ο ίδιος σημείωσε ότι υπάρχει μεγαλύτερη «συγγένεια» με το υπουργείο Δικαιοσύνης και προανήγγειλε ότι μέσα στο επόμενο δεκαήμερο το νομοσχέδιο θα κατατεθεί στην Βουλή.
Έκανε λόγο για τις αναδιαρθρώσεις που σχεδιάζει η ΕΛΑΣ «με στόχο να ενισχυθεί το αίσθημα ασφάλειας των πολιτών»,ενώ εκτίμησε ότι είναι πολύ θετική η ανταπόκριση «στον αστυνομικό της γειτονιάς» που εγκαινιάστηκε πρόσφατα. Ο ίδιος έκανε λόγο για ένα πιλοτικό πρόγραμμα αστυνόμευσης χωρίς να αποκαλύψει το περίγραμμα και το οποίο σχεδιάζεται να εφαρμοστεί στην Περιφέρεια Στερεάς Ελλάδας.
Ο αναπληρωτής Υπουργός επικαλούμενος επιστημονικές του απόψεις που έχουν κατατεθεί τα προηγούμενα χρόνια σε σχέση με την λειτουργία του σωφρονιστικού συστήματος υπογράμμισε πως «οι συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί μέσα στις φυλακές, δηλαδή η συνάντηση του κοινού ποινικού δικαίου με τους νέο- τρομοκράτες, εμπεριέχει και πολύ χρήμα. Υπάρχει πολύ χρήμα. Αυτό το πολύ χρήμα διευκολύνει πολλές καταστάσεις μέσα και έξω από τις φυλακές».
Για Μπακογιάννη
Τέλος σχολιάζοντας τις απόψεις του Κώστα Μπακογιάννη σε σχέση με το νομοσχέδιο του υπουργείου Δικαιοσύνης αλλά και σε σχέση με την δολοφονία του Παύλου Μπακογιάννη τόνισε πως «στο πρόσωπο του Παύλου Μπακογιάννη δεν δολοφονήθηκε μόνο ένας άνθρωπος και προφανώς ένας πατέρας. Δολοφονήθηκε μια πολιτική άποψη. Δηλαδή, η ηπιότητα και η στρατηγική στο να ξεφύγουμε από τις στείρες αντιπαραθέσεις, από τα κόκκινα, τα πράσινα, και τα γαλάζια καφενεία και να βρούμε έναν άλλο εθνικό τρόπο συνεννόησης προφανώς με τις διαφωνίες μας αλλά με διαφορετικό τρόπο πραγματικά αποτελούσε το λόγο της στοχοποίησης», για να συμπληρώσει ότι «ίσως δεν ήθελαν τέτοιο διάλογο. Ίσως ήθελαν φανατικούς από δω και από κει που λένε κούφια λόγια και ανούσια τσιτάτα…».
Μάλιστα αυτές τις απόψεις τις χαρακτήρισε και προσωπικές και επιστημονικές, τονίζοντας ότι «είναι ένα τελείως προσωπικό θέμα πέρα από την επιστημονική και πολιτική διάσταση και δεν θα ήθελα να μπω σ’ αυτή τη συζήτηση. Είναι μια συζήτηση που καταλαβαίνω τη θέση του κ. Μπακογιάννη και αυτός νομίζω καταλαβαίνει και την επιστημονική δική μου».
Μιλώντας λίγο αργότερα στα στελέχη της αστυνομίας, παρόντος του αρχηγού της ΕΛΑΣ κ. Τσακνάκη, προσδιόρισε τα χαρακτηριστικά της αστυνόμευσης κάτω από ένα εντελώς διαφορετικό μοντέλο.
Κάλεσε τους αστυνομικούς να έχουν απόλυτο σεβασμό στο σύνταγμα και στις συνταγματικές ελευθερίες, υποστήριξε πως «δεν ευθύνεται η αστυνομία για τα Εξάρχεια» και τόνισε πως «εκπνέει ο χρόνος της ανοχής», όπως χαρακτηριστικά είπε ενώ προηγούμενα είχε σημειώσει πως «ήταν μια συνειδητή επιλογή για να δούμε πως θα αντιδράσουν αυτές οι κοινωνικές ομάδες».
Μάλιστα ο ίδιος θεώρησε το «πείραμα» ότι είχε θετικό αποτέλεσμα, σημειώνοντας προς τους αστυνομικούς που ήταν παρόντες τις θέσεις του και τις προτεραιότητες για το επόμενο διάστημα.
Προσδιόρισε ότι θα πρέπει να συνεχίσει η πολιτική να βγουν περισσότεροι αστυνομικοί στο δρόμο και το πεζοδρόμιο ενώ παράλληλα τους ζήτησε να κατατεθούν προτάσεις σε σχέση με τα μέτρα αναδιάρθρωσης της αστυνομίας που επεξεργάζονται από το αρχηγείο.