Τη νεότερη Πρόεδρο στην ιστορία της έχει από σήμερα η Βουλή με τη Ζωή Κωνσταντοπούλου να εξασφαλίζει τη συντριπτική υποστήριξη των συναδέλφων της για την εκλογή της στο αξίωμα Προέδρου της Βουλής.
Η κ. Κωνσταντοπούλου αναδείχθηκε Πρόεδρος της Βουλής με 235 ψήφους. Ειδικότερα και σύμφωνα με το αποτέλεσμα της μυστικής ψηφοφορίας 235 βουλευτές ψήφισαν τη Ζωή Κωνσταντοπούλου, 61 βουλευτές ψήφισαν λευκό ενώ στην κάλπη βρέθηκαν και 2 άκυρα ψηφοδέλτια. Από την ψηφοφορία απουσίαζαν ο βουλευτής της ΝΔ Νίκος Δένδιας, που βρίσκεται κλινήρης λόγω δηλητηρίασης, και ο Γενικός Γραμματέας της Χρυσής Αυγής Νίκος Μιχαλολιάκος.
Αμέσως μετά την ανακοίνωση του αποτελέσματος της ψηφοφορίας, ο εκτελών χρέη προσωρινού Προέδρου Ιωάννης Τραγάκης κάλεσε την κ. Κωνσταντοπούλου να καταλάβει την έδρα επισημαίνοντας ότι η κ. Κωνσταντοπούλου εκλέγεται Πρόεδρος της Βουλής με ρεκόρ ψήφων.
Την πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ να είναι η Ζωή Κωνσταντοπούλου η νέα Πρόεδρος της Βουλής είχαν στηρίξει οι Ανεξάρτητοι Έλληνες, η ΝΔ, το Ποτάμι και το ΠΑΣΟΚ.
Είναι η νεότερη Πρόεδρος της Βουλής με ηλικία 39 ετών.
Η νέα Πρόεδρος της Βουλής
Γεννήθηκε σε μια οικογένεια που είχε την πεποίθηση πως η πολιτική είναι πάνω απ΄όλα κοινωνική ευαισθησία και πως τελικά πολιτικός είναι ο κάθε πολίτης. Έτσι η πολιτική διαδρομή της Ζωής Κωνσταντοπούλου μοιάζει αναπόφευκτη. Σε καμία περίπτωση όμως δεν υπήρξε προδιαγεγραμμένη.
Την πρώτη περίοδο της εκλογής της, ως βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, συχνά έγινε στόχος συναδέλφων της από τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ που επιχειρούσαν να συνδέσουν την πολιτική της διαδρομή με το όνομα του Νίκου Κωνσταντόπουλου. Κανείς ωστόσο από τους επικριτές της δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι η Ζωή Κωνσταντοπούλου έδωσε ευκολότερες μάχες επειδή είχε μπροστά της έναν στρωμένο δρόμο. Όπως η ίδια έχει απαντήσει «Με ενοχλεί να με κατατάσσουν στην κατηγορία ‘ γιοί και κόρες’. Δεν έδωσα ποτέ αυτό το δικαίωμα, ούτε στη δουλειά μου, ούτε στις σπουδές μου, ούτε σε καμία εκδήλωση στη ζωή μου». ‘Αλλωστε όποιο επώνυμο και αν κληρονομήσει κανείς, δεν είναι αυτό που, στην εποχή μας, από μόνο του, μπορεί να σε φέρει στην πρώτη θέση του ψηφοδελτίου και μάλιστα σε μια εκλογική περιφέρεια όπως η Α΄Αθήνας, στην οποία η Ζωή Κωνσταντοπούλου ήρθε πρώτη σε ψήφους, αν και δεν είναι μια περιφέρεια που παραδοσιακά ποτέ συνδέθηκε με τον ΣΥΡΙΖΑ.
«Ονομάζομαι Ζωή Κωνσταντοπούλου και δηλώνω παρούσα στον αγώνα της γενιάς και του τόπου μου», έγραψε σε ανοιχτή επιστολή της, όταν αποφάσισε να είναι για πρώτη φορά υποψήφια με τον ΣΥΡΙΖΑ. Ως τότε είχε κάνει ήδη σημαντικά βήματα με σπουδές στην Ελλάδα και το εξωτερικό και στη συνέχεια ασκώντας επιτυχώς δικηγορία σε υποθέσεις που απασχόλησαν την κοινή γνώμη και την κοινωνία.
Γεννημένη το Δεκέμβριο του 1976 στην Αθήνα, η Ζωή Κωνσταντοπούλου, είναι κόρη του πρώην Προέδρου του ΣΥΝ Νίκου Κωνσταντόπουλου και της δημοσιογράφου Λίνας Αλεξίου. Όσοι παρακολουθούν την μέχρι τώρα πορεία της, λένε πως από τη μητέρα της κληρονόμησε το ανήσυχο πνεύμα και την εργατικότητα και από τον πατέρα της το μικρόβιο της δικηγορίας, την επιμονή και την μαχητικότητα που δεν σταματά ακόμη και αν χρειαστεί να συγκρουστεί. Ο πατέρας της Νίκος Κωνσταντόπουλος είχε κάποτε απαντήσει πως τόσα χρόνια «στη μαχόμενη δικηγορία, το στοιχείο που τον χαρακτηρίζει είναι το στοιχείο της σύγκρουσης». Σε ότι αφορά την ίδια την κ. Κωνσταντοπούλου, είναι χαρακτηριστικό το σχόλιο από κορυφαίο στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ που σήμερα είναι υπουργός της κυβέρνησης, λίγη ώρα μετά τη δημόσια ανακοίνωση ότι προτείνεται για πρόεδρος της Βουλής: «Η Ζωή θα είναι μια πολύ καλή Πρόεδρος που δεν θα διστάσει να συγκρουστεί με κάποιον από τους υπουργούς μας, αν υπάρξει ποτέ στιγμή που θα επιδιώξει να νομοθετήσει με τρόπο που δεν θα είναι επιτρεπτός για την κοινοβουλευτική τάξη ή έρχεται σε αντίθεση με όσα μέχρι σήμερα έχουμε υπερασπιστεί».
«Αποφάσισα να ασχοληθώ ενεργά με την πολιτική γιατί θεωρώ καθήκον της γενιάς μου να πάρει τη μοίρα της στα χέρια της, να χαράξει το μέλλον της με ισότητα, δημοκρατία, αποτινάσσοντας κάθε κηδεμονία», είχε δηλώσει στα πρώτα της βήματα στην πολιτική και είχε ξεκαθαρίσει πως «εκείνο που δεν θα έκανε στην πολιτική είναι αυτό που δεν θα έκανε ποτέ και ως πολίτης», γιατί πολιτικός είναι ο κάθε πολίτης.
Στην προηγούμενη βουλευτική περίοδο, η Ζωή Κωνσταντοπούλου δεν κάμφθηκε από τη συχνότητα των περιπτώσεων που έγινε στόχος πολιτικών της αντιπάλων αλλά και στόχος μερίδας του Τύπου, έντυπου και ηλεκτρονικού. Η ίδια έχει αποδώσει τις επιθέσεις που δέχθηκε από πολιτικούς της αντιπάλους, στο ρόλο της ως εισηγήτριας στην επιτροπή προκαταρκτικής εξέτασης για την υπόθεση της Λίστας Λαγκάρντ αλλά και στον ρόλο της στη σύνταξη της «Μαύρου Βίβλου της Ντροπής» με υποθέσεις που για το ΣΥΡΙΖΑ συνιστούν σκάνδαλα. «Ήταν εντελώς ξεκάθαρο για μένα ότι αυτό ήταν μία μέθοδος απόπειρας ηθικής και ψυχικής εξουθένωσης ώστε να υποχωρήσω, αλλά αυτό ήταν πραγματικά μια πολύ λάθος επιλογή σε λάθος άνθρωπο. Επιπλέον, η στάση του κόσμου ήταν απολύτως εμψυχωτική και ενθαρρυντική», έχει δηλώσει για τις επιθέσεις αυτές.
Η τηλεοπτική εικόνα, κομμένη δυστυχώς στα μέτρα της τηλεθέασης, δεν μπόρεσε στην πλειονότητα των αντιπαραθέσεων να καταδείξει τι ήταν εκείνο που κάθε φορά είχε προκαλέσει την αντίδρασή της. Ωστόσο τα πρακτικά των συνεδριάσεων της προηγούμενης βουλευτικής περιόδου, σε κοινοβουλευτικές επιτροπές και Ολομέλεια, είναι αδιάψευστοι μάρτυρες δεκάδων περιπτώσεων που οι επιθέσεις σε βάρος της κινήθηκαν εκτός της σφαίρας της πολιτικής αντιπαράθεσης.
Η Ζωή Κωνσταντοπούλου έγινε για πρώτη φορά βουλευτής το 2012 και από σήμερα είναι η νεότερη πρόεδρος της Βουλής.
Η κ. Κωνσταντοπούλου πήρε το πρώτο της πτυχίο από τη Νομική Σχολή της Αθήνας. Έχει το πτυχίο maitrise στο Δημόσιο Διεθνές και Ευρωπαϊκό Δίκαιο από τη Νομική Σχολή Παρισιού 10 Ναντέρ και έχει κάνει μεταπτυχιακό στη Νομική Σχολή της Σορβόνης, με αντικείμενο το Ευρωπαϊκό Ποινικό Δίκαιο και την Αντεγκληματική Πολιτική στην Ευρώπη. Την περίοδο 1998-2000 συμμετείχε στο Πρόγραμμα Επιμόρφωσης Κρατουμένων στις γαλλικές φυλακές, παραδίδοντας μαθήματα αγγλικών σε κρατουμένους στις φυλακές της Fresnes. Την ίδια περίοδο αρθρογραφούσε στο νομικό περιοδικό της Σορβόννης «Revue L’ Astree».
Το 2001 έκανε πρακτική στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο για την πρώην Γιουγκοσλαβία στη Χάγη.
Το 2001-2002 έλαβε το δεύτερο μεταπτυχιακό από τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Columbia, στη Νέα Υόρκη, με ειδίκευση στα Ανθρώπινα Δικαιώματα και το Ποινικό Δίκαιο, εθνικό και διεθνές. Εκτός από τον μεταπτυχιακό τίτλο, της απονεμήθηκε ειδική διάκριση στο διεθνές δίκαιο. Παράλληλα με τις σπουδές της, έκανε πρακτική στη Μόνιμη Αντιπροσωπεία της Ελλάδας στον ΟΗΕ και παρείχε δωρεάν νομική βοήθεια σε πολίτες χαμηλού εισοδήματος, που κινδύνευε η στέγασή τους.
Η κ. Κωνσταντοπούλου ήταν μέλος του ΔΣ του Συλλόγου Φοιτητών Νομικής και το 1995 εξελέγη μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης Φοιτητών Νομικής (ELSA) ενώ παράλληλα συμμετείχε στο Πρόγραμμα παροχής δωρεάν Νομικής Βοήθειας του ΔΣΑ σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο.
Ως μέλος της ELSA συμμετείχε στον Συνασπισμό Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων για το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο, παρακολουθώντας τις εργασίες της Προπαρασκευαστικής Επιτροπής του ΟΗΕ στη Νέα Υόρκη και το Διεθνές Διπλωματικό Συνέδριο στη Ρώμη, από όπου έστειλε ως πρώτη ανταπόκριση την είδηση της ψήφισης του Καταστατικού του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου.
Από το 2003 ασκεί μάχιμη δικηγορία στον τομέα του Ποινικού Δικαίου και του Διεθνούς Ποινικού Δικαίου, με έμφαση στη δυναμική υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, αλλά και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, έχοντας χειριστεί πολλές υποθέσεις που απασχόλησαν την κοινωνία και την κοινή γνώμη. Παράλληλα συμμετείχε στον επιστημονικό διάλογο με παρουσιάσεις σε εθνικά και διεθνή συνέδρια και σεμινάρια αλλά και με αρθρογραφία.
Άρθρα της για σύγχρονα κοινωνικά, πολιτικά και νομικά ζητήματα έχουν δημοσιευθεί και στον ελληνικό Τύπο, ενώ αρθρογραφούσε τακτικά στο περιοδικό «Κοντέινερ». Υπήρξε μέλος της Επιτροπής του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, που συνέταξε και υπέβαλε, τον Ιούλιο του 2003, στον Εισαγγελέα του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου μήνυση για διεθνή εγκλήματα, που διαπράχθηκαν από Βρετανούς αξιωματούχους στο Ιράκ.
Την περίοδο 2007-2012 ήταν Πρόεδρος της Επιτροπής Νέων Ποινικολόγων της Διεθνούς Ένωσης Ποινικού Δικαίου (AIDP), της οποίας είναι μέλος, έχοντας διοργανώσει και συμμετάσχει με εισηγήσεις σε πολλά διεθνή συνέδρια και ομάδες εργασίας.
Στις ευρωεκλογές του 2009 συμμετείχε στο ψηφοδέλτιο του ΣΥΡΙΖΑ. Στις εκλογές του 2012 (Μάιος-Ιούνιος) εξελέγη βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ στην Α’ Αθήνας. Ήταν υπεύθυνη της Επιτροπής Ελέγχου Κυβερνητικού Έργου της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ για θέματα Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και μέλος της Επιτροπής Νομοθετικού Έργου και παρακολούθησης του Μνημονίου.
Στην προηγούμενη Βουλή, ήταν μέλος της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας, της Διαρκούς Επιτροπής Δημόσιας Διοίκησης, Δημόσιας Τάξης και Δικαιοσύνης, της Επιτροπής Ευρωπαϊκών Υποθέσεων και της Διακομματικής Επιτροπής για τη Διεκδίκηση των Γερμανικών Αποζημιώσεων.
Υπήρξε εισηγήτρια του ΣΥΡΙΖΑ στην Ειδική Κοινοβουλευτική Επιτροπή προκαταρκτικής εξέτασης για την υπόθεση της λίστας Λαγκάρντ και εισηγήτρια σε πολλά νομοσχέδια αλλά και προτάσεις για σύσταση Εξεταστικών Επιτροπών.