Νέο κεφάλαιο ανοίγει για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις μετά τη χθεσινή συνάντηση του Κυριάκου Μητσοτάκη με τον Ταγίπ Ερντογάν στις Βρυξέλλες στο περιθώριο της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ. Οι δύο άνδρες μιλούσαν επί 50 λεπτά και -όπως όλα δείχνουν- η συζήτηση ήταν παραγωγική, καθώς συμφωνήθηκε να πέσουν οι τόνοι από πλευράς Τουρκίας και να διατηρηθεί ένας ανοιχτός δίαυλος κορυφής των δύο ηγετών με στόχο ένα μορατόριουμ διαρκείας, προκειμένου να μην επαναληφθούν προκλητικές ενέργειες, εμπρηστικές δηλώσεις και αστήρικτες διεκδικήσεις που οξύνουν τα πνεύματα.
της Γεωργίας Αθ. Σκιτζή
Σε πρώτη φάση αποφασίστηκε να μην επαναληφθεί η ένταση του 2020 και παρότι οι διαφορές των δύο χωρών με κυριότερη αυτή της οριοθέτησης των θαλάσσιων ζωνών στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο παραμένουν, το φετινό καλοκαίρι να εξελιχθεί εν ηρεμία, δηλαδή να διαμορφωθεί μια «βαλβίδα αποσυμπίεσης» των εντάσεων στις διμερείς σχέσεις ώστε οι δύο πλευρές να μπορέσουν στη συνέχεια να καθορίσουν έναν «οδικό χάρτη» με τα επόμενα βήματα.
Στόχος είναι οι διαφορές των δύο χωρών να αντιμετωπιστούν στο πλαίσιο του Διεθνούς Δικαίου και μέσω συζητήσεων, όπως οι διερευνητικές επαφές, τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης και οι πολιτικές διαβουλεύσεις να βρεθεί ένα πεδίο συνεννόησης, που μπορεί να οδηγήσει στην εκτόνωση της έντασης.
Συνάντηση Μητσοτάκη – Ερντογάν: Έμφαση στο μεταναστευτικό
Σύμφωνα με κυβερνητικές πηγές η συζήτηση των δύο ηγετών περιστράφηκε και γύρω από το προσφυγικό- μεταναστευτικό. «Σταθερή θέση μας είναι πως μπορούμε να συνεργαστούμε με την Τουρκία στο συγκεκριμένο θέμα, αρκεί να αποφεύγονται οι προκλήσεις, όπως αυτές, που βιώσαμε τον Μάρτιο του 2020».
Μάλιστα, ο Έλληνας πρωθυπουργός κατέστησε σαφές, όπως σημειώνουν οι ίδιες πηγές, ότι θα ήταν μία κίνηση καλής θέλησης, να δεχθεί η Τουρκία να πάρει πίσω τους 1.450, των οποίων η αίτηση ασύλου έχει απορριφθεί τελεσίδικα.
Η θετική ατζέντα και οι… μεσολαβητές
Επιπλέον, ο Κυριάκος Μητσοτάκης τάχθηκε υπέρ της προώθησης της θετικής ατζέντας, όπως αυτή έχει αποτυπωθεί στη συμφωνία ανάμεσα στους δύο αρμόδιους υφυπουργούς, Κώστα Φραγκογιάννη και Σεντάτ Ονάλ.
Από την πλευρά του, ο πρόεδρος της Τουρκίας δήλωσε ότι συμφώνησε να συνεχίσει να χρησιμοποιεί διαύλους επικοινωνίας με την Ελλάδα κατά τη διάρκεια της συνάντησής του με τον Έλληνα πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη. «Δεν χρειάζονται μεσολαβητές με την Ελλάδα, θα συναντιέμαι απευθείας με τον πρωθυπουργό» υπογράμμισε και συμπλήρωσε: «Το 2021 θα είναι μια ήσυχη χρονιά για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις».
Οι δύο «σωματοφύλακες»
Παρότι τις προηγούμενες ημέρες τονιζόταν ότι το κρίσιμο αυτό τετ α τετ των δύο ηγετών θα γινόταν χωρίς την παρουσία τρίτων, τελικά μετά από αίτημα του Ταγίπ Ερντογάν να αναλάβει χρέη διερμηνέα κατά την διάρκεια της συνάντησης ο προεδρικός σύμβουλος, Ιμπραήμ Καλίν, στη συνάντηση συμμετείχε από την ελληνική πλευρά και η επικεφαλής του διπλωματικού γραφείου του πρωθυπουργού, Ελένη Σουρανή.
Υπενθυμίζεται ότι Καλίν και Σουρανή ήταν σε ανοιχτή γραμμή επικοινωνίας και πριν την κρίση του καλοκαιριού του 2020, ενώ ήταν οι εκπρόσωποι των δύο χωρών στην πρωτοβουλία που είχε αναπτύξει η Μέρκελ για την εκτόνωση της έντασης ανάμεσα σε Ελλάδα και Τουρκία, μία πρωτοβουλία που είχε ναυαγήσει.
Ουσία ή πυροτέχνημα;
Ειδικοί αναλυτές επισημαίνουν ότι ο Τούρκος Πρόεδρος επενδύει στις διαπροσωπικές σχέσεις και για το λόγο αυτό επιδίωκε χωρίς να φαίνεται απαραίτητα ότι το επιδιώκει ο ίδιος να έρθει σε πιο στενή επαφή με τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Αίνιγμα ωστόσο παραμένει αν άλλαξε όντως το κλίμα σε προσωπικό επίπεδο μεταξύ των δύο ανδρών, γεγονός που θα φανεί στο άμεσο μέλλον από τη στάση του σε μία σειρά από ανοιχτά θέματα.
Το σίγουρο είναι ότι αν εκτίμηση του Ταγίπ Ερντογάν, σε βιντεοσκοπημένη παρέμβασή του στο forum του German Marshall Fund που διεξήχθη ταυτόχρονα με τη Σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ, ότι «η αναβίωση του διαλόγου με τη γείτονα και σύμμαχό μας Ελλάδα εξυπηρετεί τη σταθερότητα και την ευημερία της περιοχής μας, καθώς και την επίλυση διμερών ζητημάτων», είναι ειλικρινής, μπορούν να γίνουν βήματα. Το πόσο συνεπής θα αποδειχθεί θα αποδειχθεί από τη συμπεριφορά του προσεχώς, καθώς εκτός από την Ελλάδα υπάρχουν και τρίτοι παράγοντες που παρακολουθούν στενά τις εξελίξεις, όπως είναι οι ΗΠΑ και η Ευρωπαϊκή Ένωση.