Γεγονός είναι ότι στο προοίμιο της συνάντησης Σαμαρά – Μέρκελ είχαν καλλιεργηθεί εν μέρει υπερβολικές προσδοκίες, κυρίως από ορισμένα ελληνικά μέσα μαζικής ενημέρωσης. Κάτι που είχε προφανώς αναγκάσει τόσο τη γερμανική όσο και την ελληνική πλευρά να υποβαθμίσουν τη σημασία της συνάντησης και να κατεβάσουν αισθητά τον πήχη των προσδοκιών.
Όπως δήλωσε στη Deutsche Welle o πολιτικός επιστήμονας στο Πανεπιστήμιο της Βόννης Λάζαρος Μηλιόπουλος: «Η κ. Μέρκελ περιορίστηκε να δηλώσει ότι είναι σίγουρη πως σύντομα θα ανακάμψει η οικονομία της χώρας. Πρόσθεσε δε ότι τα πρώτα δείγματα επιτυχίας γίνονται πλέον ορατά και πως θα κάνουμε ό,τι μπορούμε για να στηρίξουμε περαιτέρω τη χώρα. Στο πεδίο αυτό οι παρατηρήσεις των δύο πλευρών έχουν ταυτιστεί κατά κάποιον τρόπο. Από την άλλη πλευρά και ο κ. Σαμαράς έχει τονίσει ακριβώς το ίδιο. Πέραν αυτού όμως δεν υπήρχε κάτι το καινούργιο. Πιστεύω ότι ήταν αρκετά νωρίς για να εκφραστούν πράγματα που θα ανταποκρίνονταν στις προσδοκίες της ελληνικής πλευράς».
Στήριξη από την Άγκελα Μέρκελ
Όπως σημειώνει ο κ. Μηλιόπουλος, ενόψει της επικείμενης νέας άφιξης της Τρόικας στην Αθήνα την ερχόμενη εβδομάδα και των κρίσιμων διαπραγματεύσεων που αναμένονται, η γερμανίδα καγκελάριος δεν μπορούσε εκ των πραγμάτων να προχωρήσει σε κάποια γενναιόδωρη χειρονομία:
«Σε ό,τι αφορά αυτές τις κρίσιμες αποφάσεις, η καγκελάριος δεν μπορούσε τη δεδομένη χρονική στιγμή να δώσει άλλες υποσχέσεις. Μπορούσε να εκφράσει την αισιοδοξία της, να πει αυτό που είπε, ότι δηλαδή τα πρώτα δείγματα επιτυχίας γίνονται πλέον ορατά, και πως κάνουμε από γερμανικής πλευράς ό,τι μπορούμε για να στηρίξουμε περαιτέρω τη χώρα. Πιστεύω ότι από ψυχολογική σκοπιά αυτό δεν είναι ασήμαντο. Υπήρξε αυτή η στήριξη. Αυτό είναι το αποτέλεσμα της συνέντευξης Τύπου τουλάχιστον, όχι των συνομιλιών, καθώς δεν γνωρίζουμε τι ακριβώς συζήτησαν οι δύο ηγέτες κεκλεισμένων των θυρών».
Μια από τις βασικές επιδιώξεις της ελληνικής πλευράς ήταν να ξεκινήσει η συζήτηση για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους. Σε κάθε περίπτωση η κυβέρνηση Σαμαρά θα ήθελε να ανοίξει όσο το δυνατόν συντομότερα αυτή η συζήτηση προκειμένου να ολοκληρωθεί μέσα στους επόμενους μήνες. Πόσο ρεαλιστικός είναι όμως αυτός ο στόχος;
«Τον θεωρώ εφικτό, αλλά πάρα πολύ δύσκολο. Το πολιτικό κόστος που βάζει ο κ. Σαμαράς στο τραπέζι είναι μεγάλο και για τους ίδιους τους δανειστές. Ο έλληνας πρωθυπουργός απευθύνει μια προειδοποίηση, λέγοντας ουσιαστικά ‘μην παίζετε πολύ με το χρόνο από την πλευρά σας γιατί θα υπάρξει μια οδυνηρή αντανάκλαση στα εσωτερικά πολιτικά πράγματα της Ελλάδας’. Η ελληνική πλευρά ισχυρίζεται ότι αυτά τα αντανακλαστικά βλάπτουν τόσο τα ελληνικά συμφέροντα όσο και εκείνα των δανειστών. Υπό αυτή την έννοια υπάρχουν δυνατότητες για την ελληνική πλευρά να υπάρξουν εξελίξεις μέχρι τις αρχές του επόμενου χρόνου. Δεν το αποκλείω λοιπόν. Αν με ρωτήσετε όμως πόσο πιθανό είναι, θα έλεγα μάλλον απίθανο. Δεν θέλω όμως να το αποκλείσω».
Ανησυχεί αλλά δεν τρομοκρατεί το ενδεχόμενο πρόωρων εκλογών
Κατά πόσον όμως μπορεί ο έλληνας πρωθυπουργός να χρησιμοποιήσει τη διατήρηση των πολιτικών ισορροπιών στην Ελλάδα ως όπλο στις διαπραγματεύσεις με τους διεθνείς πιστωτές της χώρας; Εντέλει, προκαλεί το ενδεχόμενο πρόωρων εκλογών στην Ελλάδα και, κυρίως, ενδεχόμενη επικράτηση του ΣΥΡΙΖΑ –όπως τουλάχιστον δείχνουν τελευταίες δημοσκοπήσεις- ανησυχία στους εταίρους; Τους τρομοκρατεί;
«Όχι δεν τους τρομοκρατεί, αλλά τους ανησυχεί. Υπάρχουν ανησυχίες όσον αφορά μια ενδεχόμενη κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ και του κ. Τσίπρα. Ωστόσο αυτές οι ανησυχίες δεν είναι τόσο έντονες όσο ήταν πριν δυο, δυόμιση ή και πριν από έναν χρόνο. Και αυτό γιατί έγιναν και τα ανάλογα βήματα από τον ΣΥΡΙΖΑ και τον κ. Τσίπρα. Δεν τρομοκρατείται η άλλη πλευρά με αυτόν τον τρόπο. Πρόκειται για μια λανθασμένη επιδίωξη ή ελπίδα, αν όντως υπάρχει, από πλευράς της ελληνικής κυβέρνησης».
Σημειώνεται πως ο Λάζαρος Μηλιόπουλος είναι πολιτικός επιστήμονας στο Πανεπιστήμιο της Βόννης με ειδίκευση και πολλαπλές δημοσιεύσεις στα πεδία της πολιτικής φιλοσοφίας και θεωρίας, της θρησκείας και πολιτικής, των πολιτικών συστημάτων Γερμανίας και Ελλάδας, της ιστορίας των κομμάτων αλλά και του εξτρεμισμού.