Τη δική του εκδοχή για τα όσα δραματικά συνέβησαν τη νύχτα της 31ης Ιανουαρίου 1996 που κορυφώθηκε η κρίση των Ιμίων δίνει ο Θεόδωρος Πάγκαλος (που εκείνη την περίοδο έφερε την ιδιότητα του υπουργού Εξωτερικών) μέσα από το νέο του βιβλίο υπό τον τίτλο «Ίμια / S 300 / Οτσαλάν: Παλεύοντας για την ειρήνη» (εκδόσεις Economia publishing) που είχε προαναγγείλει εδώ και μήνες το newsbeast.
Ο κ. Πάγκαλος αναφέρεται αναλυτικά στο εκρηκτικό επεισόδιο που είχε ο τότε πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης με τον αρχηγό ΓΕΕΘΑ ναύαρχο Χρήστο Λυμπέρη όταν έγινε γνωστό ότι Τούρκοι κομάντο είχαν αποβιβαστεί στη μια από τις δύο βραχονησίδες, ενώ εξηγεί αναλυτικά και το πώς πάρθηκε η απόφαση να απομακρυνθούν οι σημαίες Ελλάδας και Τουρκίας από την επίμαχη περιοχή.
Γράφει χαρακτηριστικά ο πρώην υπουργός στο βιβλίο του: «Περί τα μεσάνυχτα (σ.σ. Τρίτης 30 Ιανουαρίου προς Τετάρτη 31 Ιανουαρίου 1996) με ζήτησε στο τηλέφωνο ο Ρίτσαρντ Χόλμπρουκ (σ.σ. ο τότε αναπληρωτής υπουργός Ευρωπαϊκών και Καναδικών Υποθέσεων των ΗΠΑ). Είχα διαβάσει και ακούσει για αυτόν, δεν ήξερα όμως τίποτα περισσότερο. Μου έκανε εντύπωση η ευγένεια και η προσοχή με την οποία μου μιλούσε. Ώρες – ώρες σαν να ήταν αυτός υφιστάμενος ως βοηθός υφυπουργός απέναντι σε κάποιον σαν κι εμένα που ήμουν υπουργός, σε μία βέβαια πολύ μικρότερη χώρα. Ξεκίνησε λέγοντάς μου ότι αντιλαμβάνεται πως εμμένω στις πάγιες ελληνικές θέσεις για την αποφυγή μιας τυπικής διαπραγμάτευσης με την Τουρκία με αντικείμενο το Αιγαίο και ότι επομένως η πρόταση που μου έκανε πριν από λίγο ο υπουργός του, ο κύριος Κρίστοφερ, δεν έχει καμία ελπίδα.
Του είπα ότι είμαι πρόθυμος να συζητήσω άτυπα ώρες ολόκληρες τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, αλλά εκείνη τη στιγμή, με δεδομένη την κίνηση των στόλων και των αεροπορικών δυνάμεων και των δύο χωρών, αυτό που πρωτεύει είναι η εκτόνωση της κατάστασης και η βαθμιαία απαγκίστρωση από την περιοχή. Μου απάντησε ότι θέλει χρόνο για να έρθει σε επαφή με τους Τούρκους και πραγματικά πέρασε σχεδόν μιάμιση ώρα χωρίς να έχω νεότερά του. Τότε, περί τις 02:30 το πρωί, μου τηλεφώνησε ο υπεύθυνος του Γραφείου Τύπου από την πρεσβεία μας στην Άγκυρα, ο κύριος Σταθουλόπουλος, και μου είπε ότι σε συνέντευξη Τύπου η Τανσού Τσιλέρ (σ.σ. πρωθυπουργός της Τουρκίας) είχε ανακοινώσει ότι Τούρκοι κομάντος είχαν αποβιβαστεί και καταλάβει τη μία από τις δύο νησίδες και ότι είχαν ρητή διαταγή να μην πυροβολήσουν πρώτοι, ακόμα και αν οι Έλληνες προσπαθούσαν να αποβιβαστούν στην ίδια νησίδα. Τα τηλεφωνήματα αυτά γίνονταν είτε από το χολ του Πολιτικού Γραφείου είτε από ένα απομονωμένο τηλέφωνο που βρισκόταν σε μια γωνία. Όταν επέστρεψα στη σύσκεψη και μετέφερα την είδηση, επικράτησε, όπως ήταν φυσικό, πανικός.
Ο πρωθυπουργός γύρισε προς τον αρχηγό Γενικού Επιτελείου ναύαρχο Λυμπέρη και χρησιμοποιώντας κατά τρόπο χαρακτηριστικό ένα βαρύτατο επίθετο του είπε: «[…] Καλά, δε σου είπα να φρουρηθούν οι δύο νησίδες;». Αποσβολωμένος και κατακόκκινος, ο Λυμπέρης ψέλλισε: «Δεν μου είπατε και οι δύο, κύριε πρωθυπουργέ. Στη μία υπάρχει φρουρά βατραχανθρώπων. Για την άλλη δεν είχαμε δυνάμεις». Ήταν σαφές ότι έτσι είχε δημιουργηθεί μια νέα κατάσταση, δεν υπήρχε πια μία σημαία στα Ίμια αλλά δύο, συγκυριαρχία δηλαδή, αφού η παρουσία στρατιωτικών δυνάμεων μιας χώρας επί ενός εδάφους άλλης χώρας είναι ένδειξη κυριαρχίας…».
Συνεχίζοντας την αφήγησή του ο κ. Πάγκαλος γράφει πως «ο αρχηγός του ΓΕΕΘΑ ναύαρχος Λυμπέρης τα είχε κυριολεκτικά χαμένα. Ο Λυμπέρης ήταν προφανώς κατώτερος των περιστάσεων. Είχε αναλύσει και είχε χειριστεί το γεγονός με την οπτική γωνία του πρώην αρχηγού ΓΕΝ. Για αυτόν ήταν ένα ναυτικό επεισόδιο και όφειλε να το αντιμετωπίσει μόνο του το Ναυτικό. Αυτή η γραφειοκρατική και συντεχνιακή προσέγγιση τον οδήγησε στην εξωφρενική απόφαση να στείλει στην Ανατολική Ίμια μια ντουζίνα βατραχανθρώπους και να αφήσει τη Δυτική ακάλυπτη. Λίγα χιλιόμετρα από το θέατρο των επιχειρήσεων υπήρχε ικανή δύναμη (1.000 τουλάχιστον) κομάντος των ΛΟΚ, όπως διαβεβαίωσαν και στην τηλεοπτική εκπομπή Οι Φάκελοι του Αλέξη Παπαχελά, στο MEGA Channel το 2001, οι στρατηγοί Βούλγαρης και Σπυρίδων, οι οποίοι είπαν ότι οι στρατιωτικοί ήταν έτοιμοι να τους στείλουν στην Καλόλιμνο ή στο Φαρμακονήσι. Όπως αναφέραμε και προηγουμένως, δεδομένου ότι, εκτός από τους βατραχανθρώπους του ναυάρχου Λυμπέρη, που φρουρούσαν την Ανατολική Ιμια, υπήρχε τουρκικός στρατός στη Δυτική Ιμια, η απαγκίστρωση και η εκτόνωση της υπόθεσης έπαιρνε εντελώς άλλες διαστάσεις…».
Ο πρώην υπουργός προσθέτει πως «εκείνη τη στιγμή ο Χόλμπρουκ δεν μου ανέφερε ξανά το θέμα των σημαιών. Και εγώ δεν θεώρησα σκόπιμο να το θέσω. Οι πατριδοκάπηλοι πάσης φύσεως και διάφοροι άκαπνοι «ελληναράδες» έχουν θεωρήσει μεγίστη προδοσία την αφαίρεση της σημαίας του δημάρχου Καλύμνου από τη νησίδα Ίμια και τη μεταφορά της «εν τιμή» από το αποχωρούν απόσπασμα. Η απόφαση ελήφθη αποκλειστικά από τους συμμετέχοντες στη συζήτηση στο Πολιτικό Γραφείο. Είναι αλήθεια ότι εγώ συνηγόρησα υπέρ της αφαίρεσης της σημαίας και είπα ότι σημαία-σύμβολο δεν είναι οποιοδήποτε πανί με τα εθνικά χρώματα βάζει ο καθένας κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες όπου και όποτε του καπνίσει. Σημαία-σύμβολο, και μάλιστα κάτω από τέτοιες περιστάσεις, είναι σημαία επίσημη, με σταθερή βάση, γερά προσδεμένη, φρουρούμενη και επιτηρούμενη. Υποστήριξα επίσης ότι, εάν αφήναμε τη σημαία του Διακομιχάλη (σ.σ. του τότε δημάρχου Καλύμνου που την είχε τοποθετήσει στις 25 Ιανουαρίου 1996) πάνω στην Ανατολική Ιμια, ήταν πολύ πιθανό, λόγω της καταιγίδας που είχε ξεσπάσει τη δεδομένη στιγμή, ο άνεμος ή τα τεράστια κύματα να την έπαιρναν και να την εξαφάνιζαν. Αυτό υπήρξε άλλη μια αιτία για την οποία κατασυκοφαντήθηκα και καθυβρίσθηκα από τους υπερπατριώτες. Όλοι αυτοί οι ανεγκέφαλοι δεν σκέφτονται ότι, εάν είχε τεθεί επίσημα από την πλευρά μας να παραμείνει η σημαία μας στη μία από τις δύο νησίδες, τότε και οι Τούρκοι θα μπορούσαν να αξιώσουν να μείνει και η δική τους η σημαία στην άλλη, όπου είχαν εγκαταστήσει φρουρά. Η συζήτηση περί τη σημαία παραβλέπει το θεμελιώδες γεγονός ότι οι σημαίες ήταν δύο. Στη μία νησίδα η δικιά μας, στην άλλη νησίδα η σημαία των Τούρκων. Έτσι, όμως, θα ξαναγυρίζαμε στην αρχή του όλου προβλήματος και θα έπρεπε να αντιμετωπίσουμε αυτό που συστηματικά προσπαθούσαμε να αποφύγουμε, δηλαδή τις διαπραγματεύσεις».
Ο κ. Πάγκαλος τέλος διευκρινίζει στο οπισθόφυλλο του βιβλίου πως «οι υπουργοί Εξωτερικών έχουν μία και μόνο αποστολή: να εξαντλούν τα διπλωματικά επιχειρήματα (διαπραγματεύσεις, και τα λοιπά) για να διασφαλίζουν την ειρήνη. Οι πολιτισμένες χώρες στηρίζουν τη διεθνή τους παρουσία σε δύο στιβαρούς άξονες: στην οικονομία τους και στη στρατιωτική τους ισχύ. Δεν έχουν δυνατότητα άσκησης αμυντικής πολιτικής οι υπουργοί Εξωτερικών. Δεν είναι πρωθυπουργοί ούτε υπουργοί Εθνικής Άμυνας. Δεν χαράσσουν, με άλλα λόγια, τη γενική πορεία της χώρας αλλά μόνο μία πλευρά της. Ο ρόλος τους αρχίζει και τελειώνει όταν υπάρξει κίνδυνος για την ειρήνη και τη διεθνή παρουσία της χώρας. Και όποιος κατάλαβε, κατάλαβε».