Ο ανασχηματισμός στον οποίο προχώρησε ο Αντώνης Σαμαράς και οι λόγοι που τον οδήγησαν σε αυτή την απόφαση βρίσκονται στο επίκεντρο της επισκόπησης του γερμανικού και του αυστριακού Τύπου.
«Νέα κυβέρνηση, παλιά προβλήματα», είναι ο τίτλος εκτενούς σχολίου στην εφημερίδα Handeslblatt, όπως μεταδίδει η Deutsche Welle, που σημειώνει ότι μπορεί η Ελλάδα να σημειώνει όντως πρόοδο, όπως για παράδειγμα στο πεδίο της δημοσιονομικής εξυγίανσης, ωστόσο ενδεχόμενη χαλάρωση της πολιτικής λιτότητας θα ήταν ριψοκίνδυνη καθώς η χώρα δεν έχει ξεπεράσει ακόμη τα χειρότερα.
«Με τον ανασχηματισμό της Δευτέρας ο πρωθυπουργός Σαμαράς θέλει να δώσει νέα ώθηση στην κυβέρνησή του. Τη χρειάζεται επειγόντως. Το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών ήταν μια προειδοποίηση για τον Σαμαρά. Η ακροαριστερή συμμαχία ΣΥΡΙΖΑ έγινε ισχυρότερη πολιτική δύναμη, ωστόσο όχι επειδή κέρδισε περισσότερες ψήφους σε σχέση με τις κοινοβουλευτικές εκλογές του 2012, (…) αλλά λόγω των απωλειών της συντηρητικής ΝΔ του Σαμαρά, η οποία έχασε επτά μονάδες. Οι ευρωεκλογές δεν ήταν λοιπόν ψήφος εμπιστοσύνης προς τον αριστερό ηγέτη της αντιπολίτευσης Αλέξη Τσίπρα, αλλά ένα σαφέστατο μήνυμα προς τον Σαμαρά».
Η εφημερίδα αναφέρεται στη συνέχεια στην αντικατάσταση του Γιάννη Στουρνάρα, ο οποίος «προκαλούσε την οργή των Ελλήνων που υποφέρουν από όλο και υψηλότερους φόρους» αλλά και στην τελευταία του ενέργεια ως υπουργού Οικονομικών, που ήταν η απομάκρυνση του γενικού γραμματέα Δημοσίων Εσόδων Χάρη Θεοχάρη. «Εικάζεται ότι έπρεπε να φύγει γιατί επέδειξε υπερβάλλοντα ζήλο στην είσπραξη των φόρων. Δεδομένου ότι το συμβόλαιό του “έτρεχε” για άλλα τέσσερα χρόνια, η απόλυσή του πουλήθηκε ως “παραίτηση για προσωπικούς λόγους”».
Ενόψει δύσκολων διαπραγματεύσεων
Σύμφωνα με τον αρθρογράφο, ο νέος υπουργός Οικονομικών Γκίκας Χαρδούβελης βρίσκεται σε παρόμοια θέση με τον Γ. Στουρνάρα όταν ο τελευταίος ανέλαβε το υπουργείο το καλοκαίρι του 2012. «Στις τάξεις των υπουργών Οικονομικών της ευρωζώνης υπάρχει νέα δυσπιστία έναντι της Ελλάδας. Εδώ και μήνες εκφράζονται φόβοι ότι ο Σαμαράς θέλει να χαλαρώσει την πολιτική των περικοπών και να κάνει παροχές, προκειμένου να ανακόψει την ανοδική πορεία των αριστερών λαϊκιστών του ΣΥΡΙΖΑ».
Η εφημερίδα αναφέρεται στη συνέχεια στην επικείμενη άφιξη της Τρόικας στην Αθήνα, τον Ιούλιο, η οποία «δεν αναμένεται να κυλήσει αρμονικά», καθώς «λόγω του ότι η ελληνική βουλή έχει κλείσει ήδη για τις καλοκαιρινές διακοπές, δεν μπορούν να περάσουν εγκαίρως σημαντικά νομοσχέδια που αφορούν τις μεταρρυθμίσεις».
Πιο δύσκολα, όμως, αναμένονται τα πράγματα το φθινόπωρο, εκτιμά ο αρθρογράφος, όταν η Ελλάδα θα ζητήσει ελαφρύνεις για το χρέος που θα μπορούσαν να έχουν τη μορφή επιμήκυνσης ή μείωσης των επιτοκίων. «Κάθε ελάφρυνση για τον οφειλέτη όμως προϋποθέτει να παραιτηθεί ο πιστωτής από αξιώσεις του, δηλαδή ο φορολογούμενος στις χώρες του ευρώ. Έτσι το θέμα εξελίσσεται σε καίριο πολιτικό ζήτημα. Η Αθήνα μπορεί να υπολογίζει με παραχωρήσεις μόνο εάν η νέα κυβέρνηση προωθήσει επιτέλους τις εδώ και μήνες παραμελημένες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Σε αυτές συγκαταλέγονται κυρίως οι ιδιωτικοποιήσεις που προχωρούν μέχρι στιγμής με αργό ρυθμό και οι οποίες παίζουν ρόλο κλειδί στη μείωση του χρέους. Όσον αφορά τη μεταρρυθμιστική διαδικασία, η νέα κυβέρνηση βρίσκεται αντιμέτωπη με τα παλιά προβλήματα. Το γεγονός ότι η ελληνική βουλή κλείνει τώρα πρόωρα για τις καλοκαιρινές διακοπές είναι το εντελώς λάθος μήνυμα».
Νέα αρχή
«Ανασχηματισμός μετά τις ευρωεκλογές», είναι ο τίτλος άρθρου στην αυστριακή Wiener Zeitung που επισημαίνει: «Νέα αρχή για την κυβέρνηση στην Αθήνα. Ο πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς έβγαλε τα συμπεράσματά του από την ήττα στις ευρωεκλογές και προχώρησε σε έναν από τους πιο εκτενείς ανασχηματισμούς στην πρόσφατη ιστορία της χώρας».
Επικαλούμενη αναλυτές η εφημερίδα σημειώνει ότι «ο Σαμαράς αντικατέστησε σχεδόν όλους τους υπουργούς που συνδέονται με την καθημερινότητα των Ελλήνων και την τόσο αναγκαία αλλά μέχρι στιγμής ατελέσφορη προσπάθεια δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας». Σχολιάζοντας την απόφαση να ανατεθεί στον Γκίκα Χαρδούβελη το υπουργείο Οικονομικών, η εφημερίδα επισημαίνει ότι αυτό δεν αναμένεται να επιφέρει σημαντικές αλλαγές όσον αφορά την υλοποίηση των δεσμεύσεων που έχει αναλάβει η Ελλάδα έναντι των πιστωτών της.