Αμετακλήτως αντισυνταγματικές κρίθηκαν από το ΣτΕ όλες οι διατάξεις του αποκαλούμενου νόμου – Ραγκούση για την ιθαγένεια, γεγονός που αναμένεται να προκαλέσει νέους τριγμούς στην τρικομματική κυβέρνηση, ενώ νομικοί κύκλοι εκτιμούν ότι ακυρώνονται τα αποτελέσματα των δημοτικών εκλογών 2010 στα εκλογικά τμήματα όλων των Δήμων, που συμμετείχαν αλλοδαποί στους εκλογικούς καταλόγους.
Η απόφαση καθαρογράφηκε και δημοσιεύτηκε, ενώ από την πρώτη στιγμή που είχε γίνει γνωστή είχε προκαλέσει σημαντικά προβλήματα στην κυβέρνηση, αφού ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ αντέδρασαν έντονα στους χειρισμούς Σαμαρά. Μάλιστα με εγκύκλιο που είχε αποστείλει – κατόπιν εντολής Σαμαρά – ο αναπληρωτής υπουργός Εσωτερικών, Χαράλαμπος Αθανασίου είχε ζητήσει το “πάγωμα” των διαδικασιών για χορήγηση ελληνικής ιθαγένειας αν και η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας για την αντισυνταγματικότητα του νόμου Ραγκούση δεν είχε ακόμα δημοσιευθεί.
Τώρα με τη δημοσίευση της απόφασης από την Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας για τις διατάξεις του νόμου 3838 του 2012 εκτιμάται από νομικούς ότι θα ακυρωθούν όλες οι πράξεις απονομής ιθαγένειας λόγω γέννησης στην Ελλάδα ή φοίτησης σε ελληνικό σχολείο (όπως προέβλεπε ο νόμος Ραγκούση) από το 2010 μέχρι και σήμερα, ενώ ταυτόχρονα εκτιμάται ότι ακυρώνονται τα αποτελέσματα των δημοτικών εκλογών 2010 στα εκλογικά τμήματα που συμμετείχαν αλλοδαποί στους εκλογικούς καταλόγους. Δεν αποκλείεται οι δημοτικές εκλογές 2010 να πρέπει να επαναληφθούν στα εκλογικά τμήματα, όπου έγινε χρήση εκλογικών καταλόγων αλλοδαπών.
Σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην απόφαση του ΣτΕ προσκρούουν στις επιταγές του Συντάγματος οι ρυθμίσεις για την κτήση ελληνικής ιθαγένειας από αλλοδαπούς, καθώς η πολιτογράφηση που προβλέπει ο αντισυνταγματικός νόμος (3838/10) γίνεται με βάση αμιγώς τυπικές προϋποθέσεις (χρόνος νόμιμης διαμονής του αιτούντος αλλοδαπού ή της οικογένειας του, φοίτηση σε ελληνικό σχολείο επί ορισμένο χρόνο, ανυπαρξία καταδίκης για ορισμένα σοβαρά ποινικά αδικήματα) και χωρίς να γίνεται εξατομικευμένη κρίση για τη συνδρομή της ουσιαστικής προϋπόθεσης του δεσμού προς το ελληνικό έθνος του αλλοδαπού εκείνου που υποβάλλει αίτηση πολιτογράφησης. Όπως αναφέρεται το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι επιφυλάσσεται μόνο στους Έλληνες πολίτες και δεν μπορεί να επεκταθεί και στους μη έχοντες την ιδιότητα αυτή, χωρίς αναθεώρηση της σχετικής διάταξης του Συντάγματος.
Στο σκεπτικό της απόφασης της Ολομέλειας του ΣτΕ σημειώνεται πως: «Ο νομοθέτης έχει μεν τη δυνατότητα να εκτιμά εκάστοτε τις συγκεκριμένες συνθήκες (πολιτικές, οικονομικές, κοινωνικές) και να καθορίζει τις προϋποθέσεις κτήσεως της ελληνικής ιθαγένειας κατά τρόπο χαλαρότερο ή αυστηρότερο, αλλά δεν μπορεί να παραγνωρίσει το γεγονός ότι το ελληνικό κράτος ιδρύθηκε και υπάρχει ως εθνικό κράτος με συγκεκριμένη ιστορία και ότι ο χαρακτήρας αυτός είναι εγγυημένος από το ισχύον Σύνταγμα. Επίσης, ότι το κράτος αυτό είναι εντεταγμένο σε υπερεθνική κοινότητα εθνικών κρατών με παρόμοιες συνταγματικές παραδόσεις (Ευρωπαϊκή Ένωση), η οποία σέβεται την εθνική τους ταυτότητα που είναι συμφυής με τη θεμελιώδη πολιτική και συνταγματική τους δομή.
Συνέπεια δε τούτων είναι ότι ελάχιστος όρος και όριο των σχετικών νομοθετικών ρυθμίσεων για την απονομή της ελληνικής ιθαγένειας είναι η ύπαρξη γνησίου δεσμού του αλλοδαπού προς το ελληνικό κράτος και την ελληνική κοινωνία, τα οποία δεν είναι οργανισμοί ασπόνδυλοι και δημιουργήματα εφήμερα, αλλά παριστούν διαχρονική ενότητα με ορισμένο πολιτιστικό υπόβαθρο, κοινότητα με σχετικώς σταθερά ήθη και έθιμα, κοινή γλώσσα με μακρά παράδοση, στοιχεία τα οποία μεταβιβάζονται από γενεά σε γενεά με τη βοήθεια μικρότερων κοινωνικών μονάδων
(οικογένεια) και οργανωμένων κρατικών μονάδων (εκπαίδευση). Εάν παραγνωριζόταν η προϋπόθεση του ουσιαστικού δεσμού και ο νομοθέτης – εναλλασσόμενος κατά θεμελιώδη αρχή του δημοκρατικού πολιτεύματος – μπορούσε να τον αγνοήσει και να ελαχιστοποιήσει τα προσόντα κτήσεως της ιθαγενείας, τότε πρακτικώς θα μπορούσε και να προσδιορίσει αυθαιρέτως τη σύνθεση του λαού, με την προσθήκη απροσδιορίστου αριθμού προσώπων ποικίλης προελεύσεως, με χαλαρή ή ανύπαρκτη ενσωμάτωση, με ό,τι τούτο θα συνεπαγόταν για τη συνταγματική τάξη και τη λειτουργία του πολιτεύματος, καθώς και την ομαλή, ειρηνική εξέλιξη της κοινωνικής ζωής, λαμβανομένου σοβαρά υπόψη και του γεγονότος ότι το status της ιθαγένειας είναι αμετάκλητο, αφού η σχετική συνταγματική ρύθμιση απαγορεύει την αφαίρεση της ιθαγένειας».