Τη θέση πως «είναι επιτέλους η ώρα η Εθνική Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου να διευρυνθεί με φορείς και με οργανώσεις που υφίστανται τις διακρίσεις», εξέφρασε ο υπουργός Επικρατείας, Δημήτρης Τζανακόπουλος, για να συμπληρώσει πως η ΕΕΔΑ δεν πρέπει να είναι «μια επιτροπή που λειτουργεί με όρους ανάθεσης ή εξ ονόματος όσων υφίστανται διακρίσεις», και εξέφρασε τις «κάθετες διαφωνίες» που προβάλλονται σε σχετική νομοθετική ρύθμιση.
«Θλίβομαι για το γεγονός ότι ένας φορέας -ο οποίος οφείλει να εκπροσωπεί, και να υπερασπίζεται, και να διεκδικεί τη διαρκή διεύρυνση των δικαιωμάτων του ανθρώπου, να στηρίζει την ισχυρότερη προστασία των δικαιωμάτων- θεωρεί, δια στόματος του προέδρου του, ότι το κύρος αυτού του φορέα μπορεί να πληγεί από τη συμμετοχή οργανώσεων και φορέων, οι οποίοι εκπροσωπούν την ίδια την Κοινωνία των Πολιτών, τους ίδιους τους πολίτες, οι οποίοι υφίστανται τις διακρίσεις», είπε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, σχολιάζοντας όσα ανέφερε ο πρόεδρος της ΕΕΔΑ, Γιώργος Σταυρόπουλος, στην Κοινοβουλευτική Επιτροπή που συζητά το εν λόγω νομοσχέδιο.
«Υπάρχουν κοινωνικές ομάδες, οι οποίες βιώνουν συνεχώς διακρίσεις και αποκλεισμούς, βιώνουν την έλλειψη σεβασμού στη διαφορετικότητα και στα δικαιώματά τους που δεν εκπροσωπούνται. Μου κάνει τρομερή εντύπωση ότι άνθρωποι των δικαιωμάτων, φορείς που θα έπρεπε να πρωταγωνιστούν, τοποθετούνται με απαξιωτικό τρόπο και προειδοποιούν ότι θα πληγεί το κύρος της ΕΕΔΑ. Γι’ αυτόν τον λόγο η διαφωνία δεν είναι διαδικαστική ή λειτουργική, αλλά διαφωνία στην έννοια της εκπροσώπησης και τελικά είναι διαφωνία για την έννοια του δικαιώματος πλέον. Συνεπώς, έχουμε διαφορετική ιδεολογική τοποθέτηση πλέον», ανέφερε ο υπουργός Επικρατείας.
Και πρόσθεσε επί του θέματος: «Η ΕΕΔΑ δεν είναι Ανεξάρτητη Αρχή. Είναι ανεξάρτητο συμβουλευτικό όργανο της Πολιτείας. Οι αρχές των Παρισίων με σαφήνεια προσδιορίζουν αρμοδιότητα στην κυβέρνηση να νομοθετεί για τη σύσταση της Επιτροπής, η οποία αποτελεί και συμβουλευτικό της όργανο. Αρμόδιος για να ορίζει τη σύνθεση, κάθε φορά, του εθνικού θεσμού, είναι είτε ο συντακτικός είτε ο απλός νομοθέτης. Από εκεί και πέρα μπορεί να διατηρούνται οι νομικές επιφυλάξεις, αλλά κάθε φορά θα πρέπει να έχουν επιχείρημα».
Σύμφωνα με το Αθηναϊκό -Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος απηύθυνε και ένα ερώτημα: «Από ποιον έγινε η επιλογή των πρώτων ΜΚΟ που συγκρότησαν την ΕΕΔΑ; Με αυθαίρετο τρόπο επέλεξε ο συγκεκριμένος νομοθέτης αυτές τις οργανώσεις…». Και υπογράμμισε: «Επιτέλους η ΕΕΔΑ πρέπει να διευρυνθεί με φορείς και με οργανώσεις που υφίστανται τις διακρίσεις και όχι να είναι μια επιτροπή που λειτουργεί με όρους ανάθεσης ή εξ ονόματος όσων υφίστανται διακρίσεις».
Στη συνέχεια υπενθύμισε ότι έως το 2015 η ΕΕΔΑ δεν είχε ξεχωριστό προϋπολογισμό, ότι ο προϋπολογισμός της ανήκε στη γενική γραμματεία της κυβέρνησης και δεν ξεπερνούσε τις 50.000 ευρώ. «Εσείς οι ίδιοι είχατε εκφράσει δυσαρέσκεια για τον τρόπο που σας είχαν αντιμετωπίσει. Αυτή η κυβέρνηση, όμως, με παρεμβάσεις της, έλυσε ζητήματα και το 2015, και το 2016 και το 2017, και ως προς την καθιέρωση ειδικού προϋπολογισμού και ως προς την αύξηση του επιστημονικού και διοικητικού προσωπικού», επισήμανε ο κ. Τζανακόπουλος.
Και συμπλήρωσε: «Εμείς πιστεύουμε ότι η ΕΕΔΑ θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να επιλέγει το επιστημονικό προσωπικό της για τα θέματα που θέλει να μελετήσει. Λυπάμαι που γίνεται λόγος για παρέμβαση, αλλά θα ήθελα ο κ. Πρόεδρος να μας πει αν μια φορά η κυβέρνηση έχει παρέμβει στο έργο της ΕΕΔΑ».
Πρόεδρος ΕΕΔΑ: Επαινέσαμε τις κυβερνητικές πρωτοβουλίες, αλλά ασκούμε κριτική εκεί που πρέπει
Νωρίτερα, ο πρόεδρος της ΕΕΔΑ, Γιώργος Σταυρόπουλος, είχε καταθέσει την κάθετη διαφωνία της Εθνικής Επιτροπής με τη νομοθετική παρέμβαση της κυβέρνησης. «Η ΕΕΔΑ αποτελεί τμήμα της Διοίκησης, σε αυτή μετέχουν λειτουργοί με πλήρη ανεξαρτησία προς την κυβέρνηση και προς οποιονδήποτε τρίτο, μακριά από σκοπιμότητες και κομματικούς υπολογισμούς», ανέφερε σχετικά. Για να σημειώσει ότι η Επιτροπή λειτουργεί ως εθνικός φορέας στα δικαιώματα του ανθρώπου.
«Η ΕΕΔΑ έχει επαινέσει τις κυβερνητικές πρωτοβουλίες, όταν έπρεπε, όπως τις ενέργειες για την αναγνώριση των δικαιωμάτων των διεμφυλικών, την υπαγωγή στο σύμφωνο συμβίωσης και των ομόφυλων ζευγαριών, αλλά έχει ασκήσει κριτική, εκεί που επίσης έπρεπε, όπως στην περίπτωση της μάλλον αδιάφορης πολιτείας για τα δικαιώματα εκπαίδευσης, εργασίας και ρατσιστικών επιθέσεων κατά των Ρομά, προτείνοντας συγκεκριμένες λύσεις. Δυστυχώς, η νομοθετική αυτή πρωτοβουλία βρίσκει την Εθνική Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου εντελώς αντίθετη και για αυτά που περιέχει και γι’ αυτά που αγνοεί», είπε ο κ. Σταυρόπουλος και πρόσθεσε πως η ΕΕΔΑ δεν ενημερώθηκε ποτέ για τη συγκεκριμένη ρύθμιση.
Όπως τόνισε στη συνέχεια, «η νομοθετική παρέμβαση αγνόησε την απόφαση της Ολομέλειας της ΕΕΔΑ του 2018 με την οποία αποκρούστηκε η άμεση ψήφιση από τη Βουλή της όποιας μεμονωμένης ρύθμισης που θα αφορούσε τη σύνθεση της Ολομέλειας της και αποφασίστηκε να εκκινήσει η ίδια τη συζήτηση για την ενδεχόμενη βελτίωση του υπάρχοντος νομοθετικού πλαισίου».
Είπε, επίσης, ότι τα μείζονα προβλήματα της ΕΕΔΑ δεν αφορούν την αντιπροσωπευτικότητά της, η οποία μόνο επαίνους προκαλεί διεθνώς. Ο κ. Σταυρόπουλος είπε ότι στην ΕΕΔΑ συμμετέχουν οι έξι σημαντικότερες ΜΚΟ της χώρας, με τη μεγαλύτερη δικαιωματική δράση διαχρονικά, οι περισσότερες Ανεξάρτητες Αρχές, οι μεγάλες συνδικαλιστικές συνομοσπονδίες, η Εθνική Επιτροπή Βιοηθικής, ο Δικηγορικός Σύλλογος, ενώ εκπρόσωπος της Ομοσπονδίας Ρομά μετέχει ήδη στη σύνθεσή της. Είπε επίσης ότι το 2019, με απόφασή της, η ΕΕΔΑ έχει κρίνει θετικό να εκπροσωπηθεί και η κοινότητα ΛΟΑΤΚΙ.
Πρόσθεσε, ωστόσο, τα εξής: «Η ΕΕΔΑ έχει σημειώσει ότι είναι θετική στη συμμετοχή εκπροσώπου της κοινότητας των ΛΟΑΤΚΙ, μέχρι όμως εκεί. Είναι αδιανόητο οι εκπρόσωποι των Ρομά να διαθέτουν 3 ψήφους και οι εκπρόσωποι των ΛΟΑΤΚΙ 5 ψήφους, ενώ όλα τα υπόλοιπα πρόσωπα που μετέχουν στην Ολομέλεια και προτείνονται από τους οικείους φορείς, να διαθέτουν μία ψήφο. Η παράβαση της αρχής της Ισότητας είναι εμφανής και πρέπει να αποκρουστεί».
Τέλος, επισήμανε ότι η «η νομοθετική πρόβλεψη θυμίζει έναν απαράδεκτο παλαιό βελγικό εκλογικό νόμο, σύμφωνα με τον οποίο οι πολίτες είχαν, κατά περίπτωση, απλή, διπλή ή τριπλή ψήφο με βάση συγκεκριμένα κριτήρια».