Οι τελευταίες εξελίξεις, μετά την παροχή ψήφου εμπιστοσύνης από τη Βουλή στην κυβέρνηση και η ολοκλήρωση της συνταγματικής αναθεώρησης στην ΠΓΔΜ, ήταν τα θέματα που συζητήθηκαν στην Πολιτική Γραμματεία του ΣΥΡΙΖΑ, όπως αναφέρεται σε γραπτή ανακοίνωση του κυβερνώντος κόμματος, μετά το πέρας της συνεδρίασης.
«Το ελληνικό Κοινοβούλιο επανεπιβεβαίωσε την εμπιστοσύνη του στην κυβέρνηση για να ολοκληρώσει το έργο της, να επαναφέρει την οικονομία στην κανονικότητα και να ενισχύσει τα δικαιώματα των εργαζομένων, να κάνει πράξη τις μεγάλες πολιτικές, κοινωνικές και θεσμικές παρεμβάσεις που έχει ανάγκη ο τόπος. Στο χρόνο που απομένει μέχρι τη συνταγματικά προβλεπόμενη λήξη της θητείας της, δηλαδή μέχρι τον Οκτώβριο του 2019, η κυβέρνηση θα υλοποιήσει μια σειρά από μεταρρυθμίσεις με αριστερό και προοδευτικό πρόσημο, καθώς και όλες τις νομοθετικές πρωτοβουλίες που έχουν ήδη εξαγγελθεί, όπως η αύξηση του κατώτατου μισθού και η κατάργηση του υποκατώτατου μισθού για τους νέους, η προστασία της πρώτης κατοικίας, αλλά και ένα νέο πλαίσιο στεγαστικής πολιτικής, η ρύθμιση των ληξιπρόθεσμων οφειλών. Επίσης, θα ολοκληρωθεί η συμφωνία με την Εκκλησία, με την οποία θα τεθούν σε νέες, ειλικρινείς βάσεις οι σχέσεις της με την Πολιτεία. Και, φυσικά, θα προχωρήσει η αναθεώρηση του Συντάγματος, η οποία περιλαμβάνει, εκτός από την αλλαγή του άρθρου περί ευθύνης υπουργών, και μια σειρά από προοδευτικές αλλαγές στη λειτουργία των θεσμών, όπως και η κατοχύρωση των εργασιακών δικαιωμάτων και των βασικών δημόσιων αγαθών» σημειώνεται στην ανακοίνωση του ΣΥΡΙΖΑ.
Η Π.Γ. χαρακτηρίζει ιστορική τη Συμφωνία των Πρεσπών «η οποία βάζει τέλος στην ατολμία και τη φοβικότητα δεκαετιών, στον εθνικισμό, στην κατασπατάληση πολύτιμου διπλωματικού κεφαλαίου για τη χώρα μας, ενώ, ταυτόχρονα, προάγει τη φιλία, τη συνεργασία, την ειρήνη μεταξύ των δύο κρατών, αποτελεί παράγοντα σταθεροποίησης για τα Βαλκάνια, και αναβαθμίζει τον στρατηγικό, πρωταγωνιστικό ρόλο της χώρας μας στην ευρύτερη περιοχή. Με τη Συμφωνία των Πρεσπών, η Βόρεια Ελλάδα γίνεται ξανά κέντρο των Βαλκανίων, αναβαθμίζεται ο ρόλος της ως οικονομικός κόμβος στην ευρύτερη περιοχή της Νοτιανατολικής Ευρώπης, γίνεται σταυροδρόμι εμπορίου, αλλά και πολιτισμού» σημειώνεται.
Τα μέλη της Π.Γ. του κυβερνώντος κόμματος σημειώνουν επίσης πως η Συμφωνία ανταποκρίνεται πλήρως στην πάγια θέση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, όπως διαμορφώθηκε μετά την Ενδιάμεση Συμφωνία, για λύση erga omnes με σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό. «Όλες οι χώρες πλέον θα αναγνωρίσουν τη γειτονική μας χώρα με το νέο συνταγματικό της όνομα, ως Βόρεια Μακεδονία, ενώ η αδράνεια των προηγούμενων χρόνων είχε ως αποτέλεσμα την επικράτηση του ονόματος “Μακεδονία”, χωρίς κανέναν προσδιορισμό. Η Συμφωνία τερματίζει οριστικά τον αλυτρωτισμό, την αμφισβήτηση των συνόρων, διασφαλίζει την ιστορική και πολιτιστική παράδοση, το σεβασμό της ελληνικής κληρονομιάς και του πολιτισμού της αρχαίας Μακεδονίας. Επίσης, διατυπώνεται ρητά ότι η μακεδονική γλώσσα, η οποία είχε αναγνωριστεί ως γλώσσα του ΟΗΕ σε συνδιάσκεψη του 1977, επί κυβέρνησης ΝΔ, ανήκει στην ομάδα των νότιων σλαβικών γλωσσών» τονίζεται επίσης.
Επισημαίνουν επίσης ότι η ιθαγένεια είναι το «νομικό δεσμό ενός κράτους με τους πολίτες του, κι όχι σε εθνότητα, κάτι το οποίο, άλλωστε, δεν θα μπορούσε να το κάνει μια Διεθνής Συμφωνία, αλλά και που θα ήταν παράδοξο, από τη στιγμή που το ίδιο το Σύνταγμα της γειτονικής μας χώρας μιλάει για μια κοινωνία η οποία περιγράφεται ως πολυσυλλεκτική, πολλών λαών» και σημειώνει: «Επίσης, το Σύνταγμα της, πλέον, ορίζει ρητά ότι η υπηκοότητα δεν προσδιορίζει, ούτε προκαθορίζει την εθνότητα στην οποία ανήκουν οι πολίτες. Το ίδιο ξεκαθαρίζει χωρίς καμία αμφισβήτηση και η ρηματική Διακοίνωση της Συμφωνίας, η οποία είναι πλήρως δεσμευτική».
«Στις ιστορικές στιγμές που ζούμε, κάθε εκπρόσωπος του ελληνικού λαού οφείλει να πάρει θέση, με βάση τη συνείδησή του, τις αξίες του, το όραμά του για το μέλλον της κοινωνίας και της χώρας. Οφείλουμε όλοι να παραμερίσουμε πρόσκαιρα, υποτιθέμενα μικροκομματικά συμφέροντα και να αποφασίσουμε με γνώμονα το συμφέρον του ελληνικού λαού. Η Συμφωνία των Πρεσπών λειτουργεί ως καταλύτης για την αναδιάταξη του πολιτικού σκηνικού και θέτει στην πράξη τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην πρόοδο και τη συντήρηση. Ανάμεσα στον ορθό λόγο και την παραδοξολογία. Ανάμεσα στην πατριωτική ευθύνη και την πατριδοκαπηλία» υπογραμμίζεται στην ανακοίνωση.
Τέλος η Π.Γ. του ΣΥΡΙΖΑ απευθύνεται «σε κάθε γνήσιο πατριώτη, σε κάθε προοδευτικό πολίτη ανεξάρτητα πολιτικής τοποθέτησης, σε κάθε ελεύθερα σκεπτόμενο άνθρωπο», «στους πολίτες που μέχρι στιγμής διαφωνούν με τη συμφωνία» καλώντας τους να τη διαβάσουν με νηφαλιότητα, και «ειδικότερα, στους βουλευτές, από όλες τις πτέρυγες, που επί πολλά χρόνια υποστηρίζουν την εθνική γραμμή για σύνθετη ονομασία και κατανοούν πόσο εθνικά ωφέλιμη είναι η επίλυση του προβλήματος και πόσο εθνικά επιζήμια η διαιώνισή του», καθώς και «στις πολιτικές δυνάμεις του ευρύτερου προοδευτικού χώρου, αλλά και σε κάθε βουλευτή τους ξεχωριστά» και υπογραμμίζει:
«Η στοίχιση πίσω από τη Νέα Δημοκρατία της ακροδεξιάς ρητορικής για ένα τόσο κρίσιμο εθνικό θέμα αποτελεί στρατηγικό λάθος με ιστορικές συνέπειες. Οι όποιες διαφορές με τον ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορούν να αποτελούν άλλοθι για αυτό το ιστορικό σφάλμα. Σε κρίσιμα θέματα ιστορικής, εθνικής σημασίας όλοι αναμετριόμαστε με τις αξίες, τις ιδέες και τη συνείδησή μας, μα πάνω από όλα με την Ιστορία. Και η Ιστορία, είτε θα ανοίξει το δρόμο στην πρόοδο, είτε θα της γυρίσει την πλάτη φέρνοντας ξανά τη νύχτα της συντήρησης στην πατρίδα μας. Η επιλογή αφορά τον καθένα και την καθεμία ξεχωριστά και είναι επιλογή συνείδησης».