Στην τρέχουσα κρίσιμη συγκυρία, με τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η Ευρώπη να θέτουν σε δοκιμασία τη μορφή και τη λειτουργία της, η άτυπη Σύνοδος των 27 στη Μπρατισλάβα αποσκοπεί σε μια επανεκκίνηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης μέσα από τις συζητήσεις που θα γίνουν για το μέλλον του ευρωπαϊκού οικοδομήματος μετά και το Brexit.
Το μείζον ζήτημα για την ίδια την Ευρώπη είναι: «σε ποια κατεύθυνση».
Η άτυπη συνάντηση των 27 ηγετών κρατών-μελών, προσδοκά, σύμφωνα με την σλοβακική προεδρία, «να στείλει ένα καθαρό μήνυμα ότι η ΕΕ παραμένει δυνατή και ικανή να φτάνει σε συμφωνίες και να επιφέρει βελτιώσεις στην καθημερινότητα τον πολιτών της». Ασφάλεια-άμυνα, Προσφυγικό-Μεταναστευτικό και Οικονομία, είναι τα τρία κεντρικά θέματα στην ατζέντα των συνομιλιών στην Μπρατισλάβα.
Δεδομένων των διαφορετικών προσεγγίσεων που υπάρχουν ανάμεσα σε κράτη-μέλη για καθένα από αυτά, δημιουργώντας έως τώρα ένα αναποτελεσματικό τοπίο για την αντιμετώπιση των κεντρικών προκλήσεων που αντιμετωπίζει η Ευρώπη, ζητούμενο στις συζητήσεις που θα εκκινήσουν αρχής γενομένης από την αυριανή Σύνοδο και έπειτα, είναι να επιδειχθεί τουλάχιστον κοινή διάθεση στην κατεύθυνση να υπάρξουν συγκλίσεις.
Κορυφαίοι θεσμικοί ευρωπαίοι αξιωματούχοι με παρεμβάσεις τους τις τελευταίες ημέρες έστειλαν προς αυτή την κατεύθυνση μηνύματα. Σε αυτό το πλαίσιο έχει ιδιαίτερη σημασία η τοποθέτηση του προέδρου της Κομισιόν Ζαν Κλοντ Γιούνκερ ενώπιον του Ευρωκοινοβουλίου ότι «η Ευρώπη δεν είναι αρκετά κοινωνική και αυτό οφείλουμε να το αλλάξουμε», προτείνοντας και ανάλογα εργαλεία. Το χειρότερο για την Μπρατισλάβα θα είναι να μη βγει κανένα αποτέλεσμα, σημείωνε προ δύο ημερών ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, Μάρτιν Σουλτς, στη Le Monde.
Παράλληλα, τις τελευταίες εβδομάδες βρίσκονταν σε εξέλιξη επαφές προετοιμασίας μεταξύ ηγετών ενόψει της Συνόδου. Μια εξ αυτών, η ευρωμεσογειακή σύνοδος της Αθήνας (Ελλάδα, Γαλλία, Κύπρος, Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία, Μάλτα) έστειλε το μήνυμα για την αναγκαιότητα ενός νέου οράματος για την Ευρώπη. Ο Γάλλος Πρόεδρος Φρανσουά Ολαντ, μετά από τη συνάντηση που είχε με την Άνγκελα Μέρκελ σήμερα, δήλωσε ότι η Ευρώπη πρέπει να αποκτήσει ένα ξεκάθαρο όραμα για το μέλλον της. Σήμερα, στη RAI o Ιταλός πρωθυπουργός Ματέο Ρέντσι, δήλωσε ότι «στην ευρωπαϊκή σύνοδο της Μπρατισλάβα θα φέρω τη φωνή μιας χώρας η οποία κουράστηκε να λαμβάνει κατάλογο με υποχρεώσεις στις οποίες πρέπει να ανταποκριθεί».
Με ατζέντα… Αθήνας
Η ελληνική πλευρά, όπως αναφέρουν στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων κυβερνητικές πηγές, προσεγγίζει τα θέματα αυτά με τις θέσεις που συνδιαμόρφωσαν και υιοθέτησαν με τη Διακήρυξη των Αθηνών οι 7 ηγέτες του μεσογειακού Νότου της ΕΕ, την προηγούμενη Παρασκευή, ενώ, παράλληλα, θα βάλει πρόσθετα και δικές της θέσεις.
Υποδεχόμενος τους ηγέτες στην Αθήνα «λίγες μέρες πριν από μια πολύ σημαντική -άτυπη αλλά σημαντική- σύνοδο των “27” στην Μπρατισλάβα», ο πρωθυπουργός είχε τονίσει τον στόχο «να επιχειρήσουμε μια κοινή και εποικοδομητική συμβολή στον κρίσιμο αυτό διάλογο που ξεκινάει για το μέλλον της ΕΕ». «Η σύνοδος στη Μπρατισλάβα πρέπει να είναι η απάντηση της δημοκρατικής Ευρώπης στον λαϊκισμό, την ξενοφοβία και τον ρατσισμό», είχε υπογραμμίσει στην τοποθέτηση του ο πρωθυπουργός στην τοποθέτησή του στη Σύνοδο.
Η εικόνα που διαθέτει η κυβέρνηση είναι ότι η Διακήρυξη της Αθήνας θα αποτελέσει βάση για τις παρεμβάσεις όλων των χωρών που συμμετείχαν στη Σύνοδο των Μεσογειακών Χωρών της ΕΕ, γεγονός που εκτιμάται ως θετικό διότι «μια κοινή στάση ενισχύει τη συγκεκριμένη ατζέντα εντός της συνόδου της Μπρατισλάβα». Εξίσου θετικά αποτιμάται από την κυβέρνηση και η τοποθέτηση Γιούνκερ, με τις ίδιες πηγές να εκτιμούν ότι συμβάλλει προς την κατεύθυνση της ενίσχυσης της συγκεκριμένης ατζέντας. Άλλωστε, πέραν όλων των άλλων σημείων που εφάπτονται, στη Διακήρυξη των Αθηνών περιλαμβάνεται η πρόταση για διπλασιασμό της διάρκειας και των πόρων του “πακέτου Γιούνκερ”, κάτι που ο ίδιος πρότεινε με την ομιλία του την Τετάρτη (620 δισ. έως το 2020) «για να ξεπεράσουμε τις διαιρέσεις και να δείξουμε στην Ευρώπη ότι μπορούμε να δράσουμε από κοινού».
Θετικά, όχι διχαστικά
Σε αντίθεση με στοχεύσεις και πρακτικές ομαδοποιήσεων εντός της ΕΕ που δεν λειτουργούν ενωτικά αλλά διχαστικά (σ.σ. όπως εκείνη των χωρών του «Βίζεγκραντ»), έχει γίνει σαφές από την πρώτη στιγμή που ο Αλέξης Τσίπρας συγκάλεσε την ευρωμεσογειακή Σύνοδο -και επιμένουν ως προς αυτό οι πηγές της κυβέρνησης-, ότι πρόθεση όσων συναντήθηκαν στην Αθήνα, «είναι να λειτουργήσει η ατζέντα αυτή θετικά και όχι διχαστικά στην Ευρώπη». Κάτι που επισήμανε και εξήγησε ο Έλληνας πρωθυπουργός κατά την τηλεφωνική συνομιλία που είχε με τη Γερμανίδα καγκελάριο Άγγελα Μέρκελ, η οποία δείχνει να το κατανοεί, όπως ανέφεραν στο ΑΠΕ-ΜΠΕ οι ίδιες πηγές. Στην εκτενή συζήτηση τους, ο πρωθυπουργός ανέλυσε τα αποτελέσματα της πρόσφατης Συνόδου των Μεσογειακών Χωρών της ΕΕ, τονίζοντας τη θετική συμβολή της συγκεκριμένης πρωτοβουλίας στον διάλογο για το μέλλον της ΕΕ. Επιπλέον, συμφώνησαν από κοινού ότι η Σύνοδος της Μπρατισλάβας αποτελεί ευκαιρία ώστε να αναδειχθεί μια θετική ατζέντα για την προοπτική και τους στόχους της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ειδικότερα, οι θέσεις με τις οποίες προσέρχεται η ελληνική πλευρά στη Σύνοδο της Μπρατισλάβας για τα τρία κεντρικά θέματα συζήτησης:
Ασφάλεια-Άμυνα
Σε ό,τι αφορά τον άξονα «Ασφάλεια- Άμυνα», η κυβέρνηση θεωρεί ότι κάθε βήμα ενίσχυσης της άμυνας των εξωτερικών συνόρων της ΕΕ και της εσωτερικής ασφάλειας, πρέπει να συνοδεύεται από μια ουσιαστική αναβάθμιση της εξωτερικής πολιτικής και του διεθνούς ρόλου της ΕΕ. Δηλαδή, να λειτουργήσει η ΕΕ ως παράγοντας ειρήνης και σταθερότητας στην ευρύτερη περιοχή και ειδικά στην περιοχή της Μεσογείου και να συμβάλλει θετικά στην διευθέτηση των περιφερειακών κρίσεων.
Επισημαίνεται ότι άλλωστε αυτό το θέμα συζητήθηκε εκτενώς στην Αθήνα, με πιο χαρακτηριστική την επισήμανση του Γάλλου Προέδρου Φρανσουά Ολαντ, ότι σε μια περίοδο διεθνών ανακατατάξεων, η αναβάθμιση της Εξωτερικής Πολιτικής της ΕΕ είναι κάτι περισσότερο από αναγκαία και -το πιο σημαντικό- αφορά ιδιαίτερα τον χώρο της Μεσογείου.
Προσφυγικό-Μεταναστευτικό
Σε αντίθεση με τη γνωστή και μη εποικοδομητική στάση που επέδειξαν ιδιαίτερα στο αποκορύφωμά του και έκτοτε οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης αναφορικά με την αντιμετώπιση-διαχείριση της πρόκλησης του προσφυγικού, επιδίωξη της ελληνικής κυβέρνησης είναι να ενισχυθεί η άποψη που υποστηρίζει την επίλυση του προσφυγικού στην βάση της αλληλεγγύης ανάμεσα στα κράτη-μέλη και της δίκαιη κατανομή των βαρών της προσφυγικής κρίσης. Υπάρχει και εδώ έδαφος από την Διακήρυξη της Αθήνας. Επιπλέον, την Τετάρτη και ο Ζ.Κ. Γιούνκερ συνέκλινε προς αυτή την άποψη, μιλώντας για την ανάγκη για αλληλεγγύη και δίκαιη κατανομή των βαρών της προσφυγικής κρίσης ανάμεσα στα κράτη-μέλη, προώθηση της μετεγκατάστασης και επανεγκατάστασης προσφύγων, καθώς και τη σύσταση ευρωπαϊκής ακτοφυλακής και συνοριοφυλακής για τον έλεγχο των συνόρων της ΕΕ, συνεργασία με τρίτες χώρες προέλευσης ή διέλευσης μεταναστών για την αντιμετώπιση των αιτιών της μετανάστευσης.
Επίσης, η γερμανίδα καγκελάριος παραμένει σταθερή προς αυτή την κατεύθυνση. Σύμφωνα με πληροφορίες του Αθηναϊκού-Μακεδονικού Πρακτορείου Ειδήσεων, στην 45λεπτη επικοινωνία που είχε ο πρωθυπουργός με την κ. Μέρκελ, και η οποία έγινε σε πολύ καλό κλίμα, υπήρξε εκτενής συζήτηση και για το προσφυγικό, για το οποίο, επίσης, υπήρξε σύγκλιση απόψεων και εκτιμήσεων. Υπήρξε, ειδικότερα, σύγκλιση απόψεων για την ανάγκη ενίσχυσης της παρουσίας της ΕΑSΟ (Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης Ασύλου) με επιπλέον προσωπικό και στην ανάγκη επιτάχυνσης της διαδικασίας μετεγκατάστασης.
Οικονομία
Ο αντίκτυπος της Συνόδου της Αθήνας φαίνεται ότι είναι ήδη μεγάλος, ενώ και ο Ζ.Κ. Γιούνκερ στην τοποθέτηση του την Τετάρτη κινήθηκε σε μεγάλο βαθμό προς την κατεύθυνση αυτή. Βασικά σημεία που θα τεθούν τόσο από την ελληνική πλευρά όσο και από ηγέτες άλλων χωρών, είναι ο διπλασιασμός του «πακέτου Γιούνκερ», η μεγαλύτερη ευελιξία στην εφαρμογή του Συμφώνου Δημοσιονομικής Σταθερότητας, η καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και του αθέμιτου φορολογικού ανταγωνισμού ανάμεσα στα κράτη-μέλη, η σύνδεση της ανάπτυξης με την κοινωνική συνοχή, η διέξοδος προς μια πιο κοινωνική Ευρώπη, με μέτρα για την αντιμετώπιση των κοινωνικών και περιφερειακών ανισοτήτων.